Θα μπορούσε να είναι ένα ευφάνταστο σενάριο για κινηματογραφική ταινία, με σκάνδαλα, μυστικές συναντήσεις, άτυπες συμφωνίες που «παγώνουν», κλοπές και προσπάθειες συγκάλυψης - μία υπόθεση με φόντο εκατομμύρια δολάρια και έργα μοναδικής οικονομικής και πολιτιστικής αξίας. Μία ιστορία που ξεκινάει λίγο πριν από τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους και συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές.

Σε άρθρο του «New Yorker», το οποίο ήδη κυκλοφορεί στην ιστοσελίδα του περιοδικού, ενώ θα περιλαμβάνεται και στην έντυπη έκδοση -από τις 13 Μαΐου-, γίνεται ένα εκτενέστατο αφιέρωμα στην ιστορία του Βρετανικού Μουσείου υπό το πρίσμα των δύο πιο γνωστών υποθέσεων που το ταλανίζουν: του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα και της μεγάλης κλοπής χιλιάδων αντικειμένων από τις αποθήκες του, η οποία αποτελεί την πιο σκανδαλώδη στην περίπου 270 ετών διαδρομή του μουσείου.

Η συζήτηση για τα Γλυπτά του Παρθενώνα και το ζητούμενο της επανένωσής τους με το μνημείο έχει ανοίξει ξανά με τον πλέον θεαματικό τρόπο, έπειτα από αυτή την πολύκροτη υπόθεση κλοπής - πέρυσι τον Αύγουστο. Και το συγκεκριμένο άρθρο του «New Yorker» πιάνει το νήμα από την αρχή, πραγματοποιώντας μία αποτίμηση της κατάστασης ως έχει.

Το 1799 ο Λόρδος Έλγιν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ως πρεσβευτής της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το έργο της αφαίρεσης των μαρμάρων από τον Παρθενώνα και η αποστολή τους στη Βρετανία διήρκεσε περισσότερο από μια δεκαετία. Περίπου το ήμισυ της αρχικής ζωφόρου των 524 μέτρων αφαιρέθηκε, όπως και ορισμένα αγάλματα σε φυσικό μέγεθος από τα αετώματα. Και το 1816 τα μάρμαρα του Παρθενώνα, καθώς και δεκάδες άλλα γλυπτά από την Ακρόπολη, αποκτήθηκαν από το Κοινοβούλιο για το Βρετανικό Μουσείο. Η τιμή ήταν 35.000 λίρες.

Αν και η απόκτηση των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον Έλγιν -όπως αναφέρει το άρθρο- ήταν εξαρχής αμφιλεγόμενη (ο Λόρδος Βύρων την κατήγγειλε ως βανδαλισμό), η σημασία των Γλυπτών αναγνωρίστηκε αμέσως. Ήταν τόσο πολύτιμα που αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίησή της, το 1830, η Ελλάδα ζήτησε τα αγάλματα πίσω - ένα αίτημα που οι Βρετανοί διπλωμάτες απέρριπταν σταθερά. Κάπως έτσι, το μακροσκελές άρθρο, συνεχίζοντας την πολυκύμαντη αναδρομή, φτάνει στο σήμερα.

Διαπραγματεύσεις

Στα τέλη του 2022 εμφανίστηκαν αναφορές ότι ο πρόεδρος των διαχειριστών του μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, και ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί μια συμφωνία που θα επέτρεπε να σταλούν με κάποιο τρόπο στην Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Ο Όσμπορν από την πλευρά του ήταν πρόθυμος να επιλύσει το φαινομενικά δυσεπίλυτο πρόβλημα και φέρεται να συναντήθηκε κατ’ ιδίαν στο Λονδίνο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τους επόμενους μήνες οι άνδρες συνέχισαν την ανεπίσημη συνομιλία τους, καταλήγοντας τελικά στην ιδέα ότι ορισμένα από τα Γλυπτά θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην Αθήνα και σε αντάλλαγμα οι Έλληνες θα δάνειζαν για προσωρινή έκθεση ορισμένους θησαυρούς από τα μουσεία τους.

Η πρόταση απέχει πολύ από την πλήρη αποκατάσταση, που αποτελεί τον μεγάλο στόχο της Ελλάδας, αλλά οι ενδιαφερόμενοι παρατηρητές εξέφρασαν την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να βρεθεί μια διατύπωση που θα απέφευγε τον εμπρηστικό όρο «δάνειο», η χρήση του οποίου θα υπονοούσε μια αναγνώριση -απαράδεκτη για τους Έλληνες- ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν νόμιμα στο Βρετανικό Μουσείο. Και το άρθρο, φτάνοντας στην κατάσταση όπως έχει αυτή τη στιγμή, αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία, παρόλο που τον Νοέμβριο ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ ακύρωσε εκνευρισμένος μια συνάντηση με τον πρωθυπουργό, αφού ο Έλληνας ομόλογός του δήλωσε ότι η διαίρεση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι σαν να κόβεις τη Μόνα Λίζα στη μέση. Παρά ταύτα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε αργότερα: «Πιστεύω ότι και τα δύο μέρη έχουν το όραμα να δουν πέρα από τη διαίρεση του παρελθόντος και να αγκαλιάσουν μια νέα εποχή εταιρικής σχέσης που θα κερδίσουν όλοι». Και, αναμφίβολα, τέτοια άρθρα, με την ενημέρωση που παρέχουν στην παγκόσμια κοινή γνώμη, συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση…

*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή