Κάποτε τα περίπτερα θεωρούνταν (και ήταν) µια πολύ καλή µικρή οικογενειακή επιχείρηση και αποτελούσαν µέρος της καθηµερινότητας της Ελλάδας. Σταθµός πρώτης ανάγκης και τόπος συνάντησης, σηµείο αναφοράς. Η ατάκα «άνοιξε ένα περίπτερο να σωθείς» ήταν χαρακτηριστική παλαιότερων εποχών και άπαντες έβαζαν λυτούς και δεµένους για να πάρουν την πολυπόθητη άδεια, που -η αλήθεια είναι- δικαιούνταν πολύ λίγοι για να ανοίξουν τα (πάλαι ποτέ) «µικρά χρυσωρυχεία». Τα περίπτερα, που ξεκίνησαν παλαιότερα ως προνόµιο των αναπήρων πολέµου, εξελίχθηκαν σε µικρό πολυκατάστηµα και είχαν γίνει από... γραφείο πληροφοριών µέχρι τηλεφωνικό κέντρο. Ο τζίρος από τις εφηµερίδες, τα τσιγάρα, τα παγωτά, τα αναψυκτικά ήταν ικανοποιητικός στα χρόνια προ οικονοµικής κρίσης και οι καταναλωτές έβρισκαν τα πάντα σε αυτά τα µικρά κουβούκλια, που αποτέλεσαν για δεκαετίες έναν θρίαµβο της µικροεπιχειρηµατικότητας και κάλυπταν τις οικονοµικές τους ανάγκες.

Ωστόσο, η οικονοµική κρίση χτύπησε και τον συγκεκριµένο κλάδο και η σκληρή δεκαετία της κρίσης, η πανδηµία µε το κλείσιµο της εστίασης (αφού ο κόσµος σταµάτησε να ψωνίζει), αλλά και οι συνθήκες ζωής γονάτισαν τους περιπτερούχους, που είδαν τον τζίρο τους να σηµειώνει βουτιά.

Συν τοις άλλοις, πολλοί καπνιστές, που αγόραζαν τσιγάρα από τα περίπτερα, στράφηκαν στο λαθρεµπόριο καπνού, επειδή βρήκαν φθηνά προϊόντα, ενώ και τα ψιλικά είδη έχουν κατακρηµνιστεί. Επίσης, οι αλυσίδες µίνι µάρκετ, οι οποίες κερδίζουν διαρκώς µερίδια αγοράς, συντελούν στον αφανισµό από τον επιχειρηµατικό χάρτη των περιπτέρων, η ιστορία των οποίων ξεκίνησε από το Ναύπλιο, όταν άνοιξε το πρώτο περίπτερο στην Ελλάδα. Στην Αθήνα, το πρώτο περίπτερο έκανε την εµφάνισή του το 1911 στην οδό Πανεπιστηµίου.


Σοκάροιυν οι αριθμοί

Τα στοιχεία της Πανελλήνιας Οµοσπονδίας Περιπτέρων αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Το 2010 µετρούσαµε 11.000 περίπτερα σε όλη την Ελλάδα και πλέον έχουν µείνει λιγότερα από τα µισά (κάτω από 5.000), ενώ στην Αθήνα υπάρχουν 450 από τα 1.200 που ήταν πριν από την οικονοµική κρίση. Στη Θεσσαλονίκη, δε, η κατάσταση είναι χειρότερη. Από 3.000 που ήταν το 2010, σήµερα τα περίπτερα δεν ξεπερνούν τα 700 και στην Πάτρα έχουν αποµείνει µόλις 117 περίπτερα, από 332 µια δεκαετία πριν.

Μόνες εξαιρέσεις φαίνεται να είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, τα περίπτερα σε γειτονιές µε πυκνή κατοίκηση, τα οποία φαίνεται ακόµη να αντέχουν.

Η αρχή του τέλους φαίνεται να ξεκίνησε µετά το 2012, όταν η τρόικα έβαλε στο κάδρο τα περίπτερα µε την αλλαγή της αρµοδιότητας χορήγησης αδειών. Οταν ο περιπτερούχος βγαίνει στη σύνταξη ή πεθαίνει, αυτοµάτως συνεπάγεται και το κλείσιµο της επιχείρησης, αφού η άδεια δεν µπορεί να µεταβιβαστεί. Αναφοράς χρήζει ότι πλέον οι δήµοι είναι αυτοί που έχουν πια τη θεσµική -για την αδειοδότηση- και χωροταξική αρµοδιότητα.


Η χαριστική βολή

Κατά την Οµοσπονδία, χαριστική βολή ήταν τα POS, αφού η χρήση τους καθίσταται πλέον υποχρεωτική και στα περίπτερα. Γιατί; Μειώνουν το περιθώριο κέρδους σε επίπεδο ζηµίας για τα βασικά είδη που εµπορεύονται οι περιπτερούχοι (τσιγάρα, εφηµερίδες, κάρτες, ψιλικά) λόγω της υποχρεωτικής προµήθειας που επιβάλλουν οι τράπεζες για τη χρήση του POS επί του τζίρου. Με τη χρήση των POS, όπως επισηµαίνουν στην «Κυριακάτικη Απογευµατινή» άνθρωποι του κλάδου, οι περιπτερούχοι επωµίζονται το κόστος των συναλλαγών και της µηνιαίας συντήρησης που για κάθε συναλλαγή ανέρχεται σε 0,05 ευρώ, εποµένως χάνουν το 50% του κέρδους τους από την πώληση των καπνικών προϊόντων.

Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή της Κυριακής»