Στις ερχόμενες ευρωεκλογές δεν διακυβεύεται μόνο η ανάδειξη νέων ευρωβουλευτών και αντιπροσώπων στα όργανα της Ένωσης αλλά και το ίδιο της το μέλλον, καθώς ολοένα και περισσότερο παρατηρείται στροφή προς τον λαϊκισμό και τον ευρωσκεπτικισμό.

Η τάση αυτή που κλιμακώνεται δεν αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο, καθώς οι μεταπανδημικές προκλήσεις, η ενεργειακή κρίση, οι πληθωριστικές πιέσεις και η αύξηση του κόστους ζωής ενδυναμώνουν ακροδεξιούς πολιτικούς σχηματισμούς, βασιζόμενοι στο θυμό και την οργή και επιδιδόμενοι σε ακραία εθνικιστική και αντιευρωπαϊκή ρητορική.




Σε μία περίοδο που η ευρωπαϊκή ηγεσία είναι πιο σημαντική από ποτέ, τα πρόσωπα-κλειδιά που θα «σηκώσουν» τις δυνάμεις του αντιευρωπαϊσμού κυριαρχούν ή ενισχύονται στις δημοσκοπήσεις. Χαρακτηριστικά, η ευρωκοινοβουλευτική ομάδα Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID), διεκδικεί με αξιώσεις την τρίτη θέση στις εκλογές, έχοντας ως «δυνατά χαρτιά» την Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν που φιγουράρει στην πρώτη θέση, το AfD στην Γερμανία που συνεχίζει τις υψηλές του πτήσεις, την Ιταλική Λέγκα του Βορρά να κρατάει σταθερά της δυνάμεις της, ενώ το πορτογαλικό CHEGA και κόμματα από Αυστρία, Βέλγιο, Δανία και Τσεχία μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω.

Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις που είναι εκτός της «Ταυτότητας και Δημοκρατίας» και έχουν εξίσου μεγάλη απήχηση στο κοινό της ευρωσκεπτικιστικής ψήφου αποτελούνται από το κόμμα Fidesz του Βίκτορ Όρμπαν, την «Αδελφότητα της Ιταλίας» του Ματέο Σαλβίνι, το ισπανικό VOX, τα εθνικιστικά κόμματα Πολωνίας, Φινλανδίας αλλά και της Ολλανδίας, με τον Γκερτ Βίλντερς να κερδίζει πριν μερικούς μήνες τις εθνικές εκλογές.

Η όλο και αυξανόμενη εξάπλωση του ακροδεξιού λόγου στη «Γηραιά Ήπειρο» που θυμίζει «μαύρες εποχές» σε συνδυασµό µε τις εκλογικές νίκες που σηµειώνουν οι αντίστοιχοι σχηματισμοί ανά τον πλανήτη, ενδυναμώνουν το αίσθημα ανασφάλειας για το αύριο αλλά και μακροπρόθεσμα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.