Η Αίγυπτος και γενικότερα η Αφρική θεωρούνται από τους παλαιοντολόγους τα μέρη που βασίλευαν οι θαλάσσιοι κροκόδειλοι, οι οποίοι κυριαρχούσαν στις ακτογραμμές παγκοσμίως. Τη γνώμη, προφανώς προέρχουσα από έρευνα, διάνθισε το νέο εύρημα στην Έρημο της δυτικής Αιγύπτου. Τα απολιθωμένα υπολείμματα, δηλαδή, ενός κροκόδειλου που ζούσε πριν από 80 εκατομμύρια χρόνια. Αυτό το είδος, μάλιστα, είχε πάρει ήδη το όνομά του από τους παλαιοντολόγους του πανεπιστημίου Μανσούρα. Το βάφτισαν Wadisuchus kassabi. Επρόκειτο για ερπετό με μακρύ ρύγχος και δόντια κοφτερά. Φυσικά, όπως συμβαίνει με όλα τα είδη, οι αρχαίοι κροκόδειλοι είναι παρασάγγας διαφορετικοί σε σχέση με αυτό που έχει ο αναγνώστης στο μυαλό του. 

Διαβάστε: Νεογέννητος μαχαιρόδοντας 32.000 ετών βρέθηκε στους πάγους της Σιβηρίας - Γιατί θεωρείται κοσμοϊστορική ανακάλυψη

Μάλιστα, φαίνεται ότι το νέο εύρημα μπορεί να δώσει έρεισμα, ώστε να κατανοήσουν οι επιστήμονες τον τρόπο εξέλιξης της ομάδας Dyrosauridae. Δεν έχει αποδειχθεί, εξάλλου, ότι υπήρχαν κροκόδειλοι πριν από αυτήν. 

Αξονική τομογραφία για την ανατομία

Έτσι, λοιπόν, με τα απολιθώματα που βρήκαν κοντά στις οάσεις Χάργκα και Μπάρις, οι παλαιοντολόγοι μπαίνουν σε νέα επιστημονική περιπέτεια με τον Wadisuchus kassabi. Δύο τμήματα κρανίου και και δύο άκρα ρύγχους από τέσσερα διαφορετικά ερπετά σε διάφορα στάδια ανάπτυξης, είναι αρκετά για να "δείξουν" στοιχεία για την εξέλιξη των Dyrosauridae. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν αξονικές τομογραφίες υψηλής ανάλυσης (CT scans) και τρισδιάστατα μοντέλα επιφάνειας για να αποκαλύψουν εξαιρετικές ανατομικές λεπτομέρειες των δειγμάτων, σύμφωνα με το interestingengineering.

Το είδος παρουσίαζε διάφορα μοναδικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούσαν μια σταδιακή προσαρμογή στο δάγκωμα των Dyrosauridae και ένα σημαντικό βήμα στην εξέλιξή τους. Τα τέσσερα μπροστινά δόντια του ρύγχους έρχονται σε αντίθεση με τα πέντε των πιο πρωτόγονων συγγενών του. Επιπλέον, τα ρουθούνια του βρίσκονταν στην κορυφή του ρύγχους, διευκολύνοντας την αναπνοή στην επιφάνεια του νερού. Επιπλέον, στο άκρο του ρύγχους υπήρχε βαθιά εγκοπή στο σημείο όπου ενώνονταν οι σιαγώνες.

"Πέρα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά του Wadisuchus, το είδος αυτό παίζει κρίσιμο ρόλο στην κατανόηση της προέλευσης της ομάδας των Dyrosauridae", δήλωσε η Σάρα Σάμπερ, κύρια συγγραφέας της μελέτης και λέκτορας στο πανεπιστήμιο Άσιουτ. Το νέο είδος ωθεί πιο πίσω τα αποδεικτικά στοιχεία για την αφρικανική προέλευση των Dyrosauridae και υποδηλώνει ότι η διαφοροποίησή τους ξεκίνησε νωρίτερα από ό,τι πιστευόταν. Σε σύγκριση με τους σύγχρονους κροκόδειλους, οι Dyrosauridae ήταν κυρίαρχοι των παράκτιων και θαλάσσιων περιβαλλόντων. Τα λεπτά, αιχμηρά δόντια τους τούς επέτρεπαν να συλλαμβάνουν θηράματα όπως ψάρια και χελώνες.


Η μαγεία της Αφρικής: Το λίκνο των Δυροσαυρίδων

Η ικανότητά τους να επιβιώσουν και να εξαπλωθούν παγκοσμίως μετά την εξαφάνιση των δεινοσαύρων καθιστά τους Dyrosauridae σημαντικό αντικείμενο μελέτης για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα ερπετά προσαρμόστηκαν και διαφοροποιήθηκαν μετά την κατάρρευση των παγκόσμιων οικοσυστημάτων. Η Αφρική είναι εκείνη που θεωρείται το "λίκνο"  της εξέλιξης των Dyrosauridae και τα ευρήματα δικαιώνουν την εκτίμηση. Από εκεί θεωρείται ότι οι κροκόδειλοι έφυγαν προς όλον τον πλανήτη. Επίσης, Ο Wadisuchus κατατάσσεται πρόγονος ολόκληρης της ομάδας των Dyrosauridae.


krokodeilos-aigyptos-apolithoma1

"Η σημασία του Wadisuchus δεν έγκειται μόνο σε όσα αποκαλύπτει για την εξελικτική ιστορία αυτής της εντυπωσιακής ομάδας κροκοδείλων, αν και αυτό αποτελεί σημαντικό επίτευγμα, αλλά και στο ότι μας υπενθυμίζει πως η Έρημος της Δυτικής Αιγύπτου εξακολουθεί να κρύβει θησαυρούς που διατηρούν τα μυστικά από το βαθύ παρελθόν του πλανήτη μας", δήλωσε ο Μπελάλ Σάλεμ, υποψήφιος διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Οχάιο και μέλος του εργαστηρίου Sallam Lab: "Η αποστολή μας δεν είναι μόνο να ανακαλύψουμε αυτά τα απολιθώματα, αλλά και να προστατεύσουμε τις περιοχές πλούσιες σε απολιθώματα από την αστική και αγροτική επέκταση. Αποτελούν μια κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές των Αιγυπτίων", προσέθεσε ο Σάλεμ. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο "The Zoological Journal of the Linnean Society" στις 27 Οκτωβρίου.