Η απόφαση του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί αποδόθηκε σε διάφορους παράγοντες. Στην ανάγκη του να αποπροσανατολίσει από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, στην προσπάθειά του να συσπειρώσει το εσωτερικό του ακροατήριο που βιώνει πολυεπίπεδα προβλήματα, σε απόπειρα να ανεβάσει τα δημοσκοπικά ποσοστά του που εμφανίζουν κόπωση με φόντο την ενισχυόμενη παρουσία του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου.

Επίσης στη βούλησή του να υπογραμμίσει τον ισλαμικό προσανατολισμό του και στην εν εξελίξει επιχείρηση αποκαθήλωσης του Κεμάλ, την πολιτική παρακαταθήκη του οποίου ξηλώνει κομμάτι - κομμάτι.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εκτός προθέσεων του Ερντογάν με τη διαφορά ότι τα τρία πρώτα είναι τακτικού χαρακτήρα αίτια λόγω συγκυρίας, ενώ τα δύο τελευταία άπτονται του στρατηγικού στόχου του που είναι δισυπόστατος, γεωπολιτικός – πολιτισμικός(θρησκευτικός), με τις δύο διαστάσεις να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες στον επιδιωκόμενο σκοπό.

Εδώ και αρκετά χρόνια ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστημιο Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Μετακεμαλισμός» (Εκδόσεις «Σιδέρη», 2013), είχε περιγράψει το τέλος του κεμαλικού μοντέλου και τη μετάβαση της Τουρκίας σε νέα ιστορική φάση, Ισλαμικής Δημοκρατίας, με μία φιλοευρωπαϊκή επίφαση σε πρώτη φάση για να μην θορυβήσει πρώιμα τους Δυτικούς.

Στη συνέχεια, έθεσε το ερώτημα αν ο Ερντογάν μπορεί να έχει μία κρυφή ισλαμική ατζέντα. Η απάντηση δίνεται στις ημέρες μας. Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι προφητικό σε σχέση με την ισλαμική μετάλλαξη της κεμαλικής Τουρκίας, όμως δεν πρόκειται για προφητεία, αλλά για ανάλυση και προβολή, βάσει μίας βαθιάς γνώσης των ιστορικών, κοινωνικών πολιτικών και πολιτισμικών δεδομένων του υπερχιλιόχρονου γείτονα.

Ας δούμε όμως τι γίνεται τώρα. Ο Ερντογάν έχει πλέον ξεδιπλώσει δίχως προσχήματα και ανάγκη κάλυψης των πραγματικών προθέσεων του το πλήρες περιεχόμενο της ατζέντας του την οποία επιχειρεί να εφαρμόσει με εντεινόμενους ρυθμούς.

Η αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε εκδοχή επανασύστασης του χαλιφάτου περνά μέσα από την ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου. Ο Ερντογάν δεν απευθύνεται στις κυβερνήσεις των μουσουλμανικών κρατών, αλλά κυρίως στη βάση τους, στα πλήθη των ανά τον κόσμο μουσουλμάνων, γι’ αυτό και οι ηγεσίες τους τον βλέπουν από ανταγωνιστικά έως υπαρξιακή απειλή.

Ο πολυπλόκαμος βραχίονας για τη διείσδυση τής πολιτικής του και την οργάνωση γύρω από το κάλεσμά του είναι οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι», η πιο εκτεταμένη, δικτυωμένη στον αραβικό κόσμο και ιστορικά συνεπής ισλαμική αδελφότητα η οποία ιδρύθηκε περί το 1920 στην Αίγυπτο. Ο Τούρκος Πρόεδρος χρησιμοποιεί τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» για να αμβλύνει, μέσω της πίστης, τα αντι-οθωμανικά αντανακλαστικά των Αράβων.

Ο Ερντογάν παράλληλα με την προσπάθεια συσπείρωσης των ισλαμικών πληθυσμών γύρω από το πρόσωπό του και το νεοθωμανικό κράτος που οικοδομεί, επιχειρεί να προωθήσει την ανάδειξη κυβερνήσεων «Αδελφών Μουσουλμάνων» σε όσο το δυνατόν περισσότερα αραβικά και γενικότερα μουσουλμανικά κράτη ώστε να αποτελέσουν δορυφόρους της Τουρκίας και με ηγετικό σημείο αναφοράς την ίδια να συμπήξει έναν παγκόσμιο ισλαμικό γεωπολιτικό πόλο. Η πρώτη απόπειρα έγινε στην Αίγυπτο με την κυβέρνηση ισλαμιστών του «Αδελφού Μουσολμάνου» Μοχάμεντ Μόρσι η οποία ανατράπηκε από τον στρατάρχη Σίσι.

Ο Τούρκος Πρόεδρος, «Αδελφός Μουσουλμάνος» ο ίδιος και μέλος ενός από τα πιο σκληρά τάγματα της αδελφότητας, δίνει στην - έχουσα πάντα ως πλαίσιο τον Εθνικό Όρκο του 1923 - Τουρκία, σχεδόν απεριόριστο γεωπολιτικό ορίζοντα και εύρος στόχων που το κεμαλικό αφήγημα δεν είχε την εμβέλεια να διεκδικήσει. Ο σκοπός είναι κατά πολύ ευρύτερος και από αυτόν του παντουρκισμού ο οποίος έχει τον περιορισμό της τουρκικής εθνικής αναφοράς, έστω και με διασταλτική ερμηνεία. Οι υπόλοιποι, κεμαλιστές, υπερεθνικιστές, Γκρίζοι Λύκοι, κλπ, συντάσσονται αναγκαστικά με μία ατζέντα η οποία συνθέτει τον μεγαλοϊδεατισμό όλων.

Ο Ερντογάν θεωρεί ότι το δυνητικό ακροατήριό του είναι ολόκληρος ο μουσουλμανικός κόσμος, ένα πλήθος άνω του ενός δισεκατομμυρίων ανθρώπων.

Η Τουρκία έχει αυτή τη στιγμή στρατιωτικές βάσεις στο Κατάρ (βασικό χρηματοδότη της ), στη Σομαλία (για να ελέγχει τον κόλπο του Άντεν, άρα την είσοδο στην Ερυθρά Θάλασσα επομένως την πύλη προς τη Διώρυγα του Σουέζ, απέναντι από τον Υεμένη όπου μαίνεται η σύγκρουση με τη Σαουδική Αραβία…) και στο Σουδάν όπου εκμίσθωσε το στρατηγικό νησί Σουακίν στην Ερυθρά Θάλασσα για 99 χρόνια (υποτίθεται για εμπορικό λιμάνι το οποίο επεκτείνει και για στρατιωτική χρήση). Στη Συρία και στο Ιράκ όπου έχει εισβάλει και «κυπροποιεί» τα εδάφη που κατέλαβε, διατηρεί πολλαπλές βάσεις , ενώ στη Λιβύη κατασκευάζει ναυτική και αεροπορική βάση και έπεται συνέχεια. Στην Αλβανία, στον Αυλώνα, απέκτησε ναύσταθμο στο πλαίσιο αμυντικής συμφωνίας με τα Τίρανα. Επιδιώκει επίσης τη δημιουργία βάσης στη Γουινέα για να αποκτήσει έξοδο στον Ατλαντικό (στην Αφρική έχει τις περισσότερες διπλωματικές αντιπροσωπείες μετά τις ΗΠΑ)… Και βέβαια έχει μετατρέψει τα Κατεχόμενα στην Κύπρο σε υπερ-βάση στην Ανατολική Μεσόγειο.

Μια ματιά στο χάρτη είναι αποκαλυπτική και οπτικοποιεί το σχέδιο. Η ΕΕ μέσα στην ιδεολογική αφασία της και στρατηγική μυωπία της δεν έχει καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Νομίζει ότι η απειλή είναι μόνο για την Ελλάδα και την Κύπρο και χαμένη στη λογιστική της προσέγγιση δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό που γίνεται είναι απόπειρα να στηθεί το θεμέλιο για την προσπάθεια επανάκαμψης του χαλιφάτου στην Ευρώπη. Νομίζει ότι είναι κοντά μόνο τα ελληνικά νησιά στην Τουρκία και ξεχνά πόσο κοντά είναι η Σικελία στη Λιβύη, η Ανδαλουσία στο Μαρόκο και εν γένει η ριζοσπαστικοποιούμενη Βόρειος Αφρική στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης. Ξεχνά επίσης ότι το χαλιφάτο βρίσκεται ήδη στα σωθικά της, στις ευρωπαϊκές πόλεις, με εκατομμύρια μουσουλμάνων μεταναστών η ροή των οποίων συνεχίζεται αδιάκοπα και με πολλαπλασιασμό των ισλαμικών no go zones.

Δεν αντιλαμβάνεται ότι ο Ερντογάν δεν αποκαθηλώνει απλώς τον Κεμάλ, αλλά θεωρεί τον εαυτό του συνεχιστή του Μωάμεθ του Πορθητή και ότι δεν διαπραγματεύεται με τη Δύση με όρους διαχείρισης άμεσου διπλωματικού ή οικονομικού κόστους – οφέλους, αλλά ότι στο μυαλό του μιλάει με την Ιστορία. Την Κωνσταντινούπολη τη θέλει νέα Μέκκα. Δεν θέλει απλά να κατεβάσει το πορτραίτο του Κεμάλ και να μπει το δικό του στη θέση του, θέλει το πρόσωπό του να μπει δίπλα σε αυτό του Μωάμεθ.

Και επειδή ο πρώτος αποδέκτης αυτή της πολιτικής είναι η Ελλάδα και η Κύπρος, μέχρι να καταλάβουν οι άλλοι τι γίνεται, Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν να κάνουν αυτό που πρέπει και να αντιμετωπίσουν την Τουρκία ως αυτό που πραγματικά είναι και στο οποίο εξελίσσεται και όχι ως αυτό που κάποιοι έχουν στο μυαλό τους.

Ότι η Τουρκία ξεδιπλώνει μία μεγάλη στρατηγική δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα την ολοκληρώσει επιτυχώς, διότι αντικειμενικά είναι μεγαλύτερη από αυτή που μπορούν να υποστηρίξουν τα οικονομικά και στρατιωτικά μεγέθη της. Την βγαίνει όμως, μέχρι στιγμής, επειδή αφενός την επιδιώκει σθεναρά παίρνοντας ρίσκα και αποδεχόμενη το κόστος και κυρίως γιατί οι υπόλοιποι παίκτες, κυρίως οι μεγάλοι, αφήνουν να της βγει, ενσωματώνοντας και εργαλειοποιώντας επιμέρους χρησιμότητες της τουρκικής πολιτικής στον δικό τους σχεδιασμό και στο πλαίσιο μεταξύ τους ανταγωνισμών. Η πολιτική της Τουρκίας εμφανίζει όλο και πιο πυκνά σημάδια της κλασικής παγίδας υπερεπέκτασης γεγονός που την καθιστά περισσότερο εξαρτώμενη και εκτεθειμένη στις ανοχές τρίτων.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μέχρι και αν της τραβήξουν το χαλί δεν δημιουργεί καταστάσεις που μας απειλούν αλλά ίσως βολεύουν άλλους, οι οποίοι ενδεχομένως δεν θα έχουν λόγο να τις αναιρέσουν ακόμα και αν η γείτων προσγειωθεί απότομα.

Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να επιβάλει συντριπτικό κόστος στην Τουρκία και να βυθίσει στην κυριολεξία τον σχεδιασμό της αν αποπειραθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Αν η Ελλάδα απαντήσει όπως μπορεί, εφόσον χρειαστεί, μεγαλύτερη ζημιά για την Τουρκία από το να υποστεί στρατιωτικές απώλειες, θα είναι το βαρύ πλήγμα στο γόητρό της, διότι έτσι θα ακυρωθεί ακαριαία όλο το αφήγημα της αήττητης μουσουλμανική δύναμης η οποία μπορεί να ηγηθεί του Ισλάμ. Είναι βαθιά θάλασσα το Αιγαίο.