Διαψεύδει κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς του 32χρονου πιλότου η ιατροδικαστής που εξέτασε το άψυχο σώμα της Καρολάιν λίγες ώρες μετά τη στυγερή δολοφονία της. Παρά το γεγονός ότι ο πιλότος περιέγραψε ένα σκηνικό έντασης στη μεζονέτα των Γλυκών Νερών, πριν ο ίδιος δολοφονήσει τη γυναίκα του, όσο συμπέρανε η ιατροδικαστης από τα δεδομένα του smartwatch δίνουν μία τελείως διαφορετική εκδοχή του τι συνέβη τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου 2021.

Η 20χρονη κοπέλα σύμφωνα με την κατάθεση της ιατροδικαστού, πριν την δολοφονήσει ο 32χρονος πιλότος, κοιμόταν ενώ όπως προκύπτει από την ιατροδικαστή έκθεση, ο θάνατος της Καρολάιν ήταν αγωνιώδης και δεν επήλθε ακαριαίως.

Ειδικότερα η ιατροδικαστής επισημαίνει στην κατάθεση της σχετικά με τα δεδομένα που προέκυψαν από το smartwatch της Καρολάιν ότι «θεωρώ ότι η καρδιακή συχνότητα από 48 έως 58 η οποία καταγράφεται 1:41 έως 3:51 της 11ης Μαΐου 2021 αντιστοιχεί σε περίοδο ύπνου. Το ίδιο θεωρώ και για την καταγραφή στις 3: 58 ώρα που οι παλμοί είναι 61 λεπτό. Στις 4:05 οι παλμοί αυξάνονται κατά 50 τοις 100 περίπου από τους παλμούς που είχε το άτομο είναι ηρεμία στον ύπνο του. Θεωρώ ότι εκείνη τη χρονική στιγμή το άτομο βρισκόταν σε κατάσταση πολύ ισχυρού ψυχικού ή σωματικού στρες. Με δεδομένο ότι έχω προσδιορίσει την ώρα του θανάτου κατά τη στιγμή της αυτοψίας του χώρου στις πέντε με έξι ώρες από τις 10 η ώρα που ήταν η ώρα της αυτοψίας, θεωρώ απολύτως συμβατό η διαδικασία του μηχανισμού του θανάτου να έλαβε χώρα από τις 4:05 έως τις 4:11. Στις 4:11 ώρα είναι η τελευταία καταγραφή του smartwatch και θεωρώ ότι αμέσως μετά επήλθε ο θάνατος. Από τη νεκροψία και νεκροτομή είχα συμπεράνει ότι διαδικασία του θανάτου πράγματι διήρκεσε μερικά λεπτά ότι δηλαδή ο θάνατος δεν ήταν ακαριαίος».

Από την άλλη, η ιατροδικαστής ξεκαθάρισε ότι ο 32χρονος πιλότος δε θα μπορούσε να είχε μείνει επί δύο ώρες λιπόθυμος καθώς «η απώλεια των αισθήσεων σε ένα άτομο για οποιοδήποτε λόγο όπως φόβο, υπογλυκαιμία ή προσωρινή πρόκληση ασφυξίας, αναμένεται να διαρκέσει 10 λεπτά της ώρας και σε καμία περίπτωση 2 ώρες. Σε κάθε περίπτωση ένας νεαρός υγιής άνθρωπος δεν θα μπορούσε να παραμείνει λιπόθυμος επί 2 ώρες. Οι σωματικές του βλάβες ήταν όλες ελαφρές».

Ωστόσο και η γειτόνισσα του ζευγαριού η οποία μένει στη διπλανή μεζονέτα ανέφερε ότι ο μόνος ήχος που άκουσε ήταν αυτός του σκύλου. «Την 4:20 ώρα άκουσε ένα θόρυβο σαν «γντουπ» και αμέσως μετά έναν ήχο που έβγαλε ο σκύλος της Καρολάιν. Αυτός ο ήχος ήταν στιγμιαίος και κατάλαβα ότι ήταν κλάμα του ζώου και όχι γάβγισμα. Αυτό σας το λέω γιατί αγαπάω πολύ τα ζώα και καταλαβαίνω πότε ένα σκυλί κλαίει. Πάντως γάβγισμα δεν άκουσα καθόλου ούτε πριν ούτε μετά το κλάμα του ζώου. Αν ο σκύλος των παιδιών δίπλα γάβγιζε θα το άκουγα σίγουρα» τόνισε καταθέτοντας για δεύτερη φορά στην αστυνομία την ημέρα της απολογίας του 32χρονου.

Στη συνέχεια η γειτόνισσα περιγράφει ότι το κλάμα του σκύλου και τα βήματα στη σκάλα ήταν αυτά που άκουσε εκείνο το βράδυ. «Μετά το κλάμα του σκύλου το μόνο που άκουσα ήταν κάποια βήματα στην σκάλα. Απ’ όσο κατάλαβα αυτά τα βήματα ήταν από έναν άνθρωπο και μου φάνηκε σαν να κατέβαινε τη σκάλα. Στην ερώτηση που μου κάνετε σας λέω πως δεν άκουσα καθόλου ούτε φωνές ούτε ουρλιαχτά από το σπίτι των παιδιών εκείνη τη νύχτα. Αν η Καρολάιν φώναζε θα το άκουγα σίγουρα κι αυτό αφού όπως σας είπα άκουγα τα νιαουρίσματα από τις γάτες πόσο μάλλον τη νύχτα που δεν ακούγονται γενικά θόρυβοι, σίγουρα θα άκουγα ουρλιαχτά».

«Του είχα πει για τη ληστεία»

Ο εκπαιδευτής πιλότου ο οποίος είχε πέσει θύμα άγριας ληστείας στο Αλεποχώρι στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του είχε περιγράψει το τι συνέβη στον 32χρονου ο οποίος τελικά «σκηνοθέτησε» μία ληστεία-καρμπον για να μην αποκαλυφθεί ότι σκότωσε τη γυναίκα του.

Στην κατάθεση του αναφέρει «Η ληστεία που είχε γίνει σε μένα και τη σύζυγό μου ήταν βάναυση αφού η γυναίκα μου νοσηλεύτηκε πολλές μέρες στο κατ από το ξύλο που είχε φάει από τους ληστές και στην αρχή δεν ξέραμε αν θα καταφέρει να ζήσει. Γι’ αυτό τον λόγο εκείνο το διάστημα συζητιόταν πολύ στην εταιρεία που δούλευα παλιά και σε όλα τα αεροδρόμια που υπήρχαν γνωστοί μου. Για το περιστατικό αυτό είχα μιλήσει και σε προσωπικό επίπεδο με πολλούς συναδέλφους και φυσικά τόχαμε συζητήσει πολύ και με τον Μπάμπη που είχα μία ιδιαίτερη σχέση. Τον Μπάμπη το συμπαθώ πολύ για το ήθος και το χαρακτήρα του. Φυσικά λοιπόν για μένα και τη σύζυγό μου ήταν μια τραυματική εμπειρία και στις συζητήσεις που κάναμε ήμουν πάντα αναλυτικός για να καταλάβουν όλοι υπόλοιποι πραγματικά περάσαμε στα χέρια αυτών των ανθρώπων».

Από την πλευρά της, η μητέρα της Καρολάιν δεν είχε καταλάβει κάτι για όλα αυτά που συνέβαιναν.

Η τελευταία φορά που μίλησε με την κόρη της ήταν λίγες ώρες πριν τη δολοφονία της και δεν της φάνηκε να την απασχολεί κάτι.

Μεταξύ άλλων η μητέρα της ανέφερε «Στο τηλέφωνο μιλήσαμε τελευταία φορά το βράδυ της Δευτέρας. Δεν μου φάνηκε να την απασχολεί κάτι. Είπαμε καληνύχτα και κλείσαμε το τηλέφωνο. Την επόμενη μέρα το πρωί ήμουν στο σπίτι μου στην Αλόννησο, ήρθαν κάποιες φίλες μου και μου είπανε για το κακό που έγινε. Έκανα και εγώ κάποια τηλεφωνήματα και σιγουρεύτηκα για το κακό. Τι έγινε μέσα στο σπίτι δεν ξέρω ούτε θέλω να μάθω γιατί με πονάει πολύ. Δόξα τω Θεώ η Λυδία είναι καλά».