Στη σκιά της απειλής επιβολής δασμών 30% από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στα ευρωπαϊκά προϊόντα, οι Ελληνες παραγωγοί ελαιολάδου σπεύδουν να διαφοροποιήσουν τις εξαγωγές τους και να περιορίσουν την εξάρτησή τους από την αμερικανική αγορά.

Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, ιδιοκτήτης οικογενειακής επιχείρησης στην Ηλεία, αντέδρασε άμεσα όταν διατυπώθηκε για πρώτη φορά η προειδοποίηση. Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε εξασφαλίσει νέο αγοραστή στη Βραζιλία — μια αγορά στην οποία κυριαρχεί το πορτογαλικό ελαιόλαδο.

Η πρώτη αποστολή 15.000 φιαλών αναμένεται να φτάσει στο λιμάνι της Ιταποά εντός δύο εβδομάδων.

Την Παρασκευή, κατά την επίσκεψη του πρακτορείου Reuters στις εγκαταστάσεις του, βρισκόταν πολύ κοντά σε συμφωνία και με αγοραστή στην Αυστραλία.

«Νομίζω ότι πήραμε το μάθημά μας από τον Τραμπ: να μη στηριζόμαστε αποκλειστικά σε μία αγορά και να έχουμε πάντα εναλλακτικές», δήλωσε ο Παπαδόπουλος από το ελαιοτριβείο και το συσκευαστήριο της εταιρείας του, ανάμεσα σε χιλιάδες φιάλες και δεξαμενές γεμάτες χρυσαφένιο λάδι.

Η επιβολή δασμών από την Ουάσιγκτον έχει προκαλέσει αναστάτωση σε ολόκληρο το φάσμα των ευρωπαϊκών εξαγωγών, από το κρασί και τα ροδάκινα μέχρι την αυτοκινητοβιομηχανία.

Η απόφαση του Παπαδόπουλου δείχνει το εύρος των επιπτώσεων, ακόμη και μόνο από την απειλή των δασμών.

Η Ελλάδα είναι η πέμπτη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα ελαιολάδου προς τις ΗΠΑ, με 8.000 έως 10.000 τόνους ετησίως. Τρεις από τις άλλες τέσσερις πρώτες –η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία– βρίσκονται επίσης στην Ε.Ε. και αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο.

Το ελαιόλαδο αποτελεί στρατηγικό προϊόν για την Ελλάδα, με τους λόφους της να καλύπτονται από ελαιώνες και δέντρα αιώνων. Το 2024, η οικογενειακή εταιρεία Παπαδόπουλου εξήγαγε 350 τόνους εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου στις ΗΠΑ, που αντιστοιχούν στο ένα τρίτο του συνόλου των εξαγωγών της. Για το 2025, έχει ήδη στείλει 100 τόνους. Εάν επιβληθεί ο δασμός, εκτιμά ότι οι πωλήσεις στην Αμερική θα μειωθούν κατά 40% φέτος.

«Ενώ είχαμε δομήσει όλη την υποδομή μας σε μεγάλη κλίμακα για την αμερικανική αγορά, ξαφνικά τη βλέπουμε να εξαφανίζεται», σημείωσε χαρακτηριστικά.