Ανάμεσα σε άλλα, μίλησε για τη γνωριμία και τη συνεργασία του με τον αείμνηστο Βλάση Μπονάτσο, ενώ αποκάλυψε πως από το μαγαζί του αγόρασαν ο Γιώργος Πολυχρονίου και η Μάγκυ Χαραλαμπίδου τα έπιπλα για το γάμο τους.

Ακολουθεί το απόσπασμα στης συνέντευξης όπως είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα Παραπολιτικά

-Μάρτιος 2020, λίγο πριν την καραντίνα. Η πρώτη γνωριμία με τον Χρήστο Κυριαζή έγινε το 1992 στο μαγαζί που διατηρούσε στην Καστέλα, και όπου με είχε πάρει από το χέρι η ηθοποιός Βέτα Μπετίνη.

Θα πρέπει όμως να αναφέρω ότι είμαι ένας από τους πρώτους ανθρώπους που είχαν μεταδώσει τραγούδια του στο ραδιόφωνο (ΕΡΑ Sport 101,8) από την βραδινή μου εκπομπή «Μουσική περιπολία», δεδομένου της φιλίας μου τότε με τον Νεκτάριο Κόκκινο και Δημήτρη Επόγλου από την Sony Record, που ήταν στις δημόσιες σχέσεις.

Ακολούθησε ραδιοφωνική συνέντευξη, και τώρα, χρόνια μετά, τον ξαναβρίσκω στο σπίτι του με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του τραγουδιού με τίτλο «Πέρασε καιρός», και μετά απο τις επιτυχημένες εμφανίσεις του μαζί με την Νατάσα Θεοδωρίδου.


Η κουβέντα άρχισε μπροστά στο τζάκι. «Η μουσική είναι όλη μου η ζωή, από πιτσιρικάς με μια κιθάρα στο χέρι είμαι. Είχε πάρει ο αδερφός μου ο Αντρέας και δεν έμαθε.

Έτσι πείσμωσα. Όταν όμως ήρθα σε επαφή στην 5η γυμνασίου με ένα κορίτσι που μου άρεσε πολύ - και το λέω για πρώτη φορά - ήθελα να της πω αυτά που ένιωθα. Ντρεπόμουν. Έτσι, έγραψα μερικά στιχάκια με μια απλή μελωδία που βρήκα στην κιθάρα και της το έπαιξα. Ενθουσιάστηκε!

Τότε κατάλαβα ότι μπορώ να γράφω τραγούδια».

Από εκεί βγήκε το "έμαθα κιθάρα για να βγάζω γκόμενες;" τον ρώτησα;

«Αυτό έγινε μετά. Όταν έπαιζα μπάσκετ στον Ολυμπιακό με προπονητή τον Αλέκο Σπανουδάκη, και έμπλεξα με τις κιθάρες είδα ότι το μπάσκετ δεν είχε γκόμενες (γέλια).


Το άγνωστο περιστατικό με τον Βλάση Μπονάτσο
«Όταν ήρθε ο Βλάσης Μπονάτσος στο υπόγειο του «Hobbit» της Πλ. Αμερικής, μου είπε "ρε συ έλα εδώ. Τα τραγούδια αυτά ποιανού είναι;" Του λέω, δικά μου. "Τα στιχάκια;" δικά μου και αυτά του απάντησα. Και έτσι με πήρε μαζί του στο «Τσιν-Τσιν».

Ο Βλάσης Μπονάτσας είχε τότε το συγκρότημα «Πελόμα Μποκιού» και είχαν κάνει την επιτυχία με το «Γαρύφαλλε», και πάω και βλέπω το μαγαζί γεμάτο με 2000 χιλιάδες άτομα μέσα! Τρελάθηκα, και ξεκίνησα εκεί. Ο Βλάσης τότε, με βοήθησε πάρα πολύ, με γούσταρε και με αγαπούσε.

Προπάντων όμως του άρεσαν τα τραγούδια μου, οι στίχοι, αυτά που λέω. Όταν γίνονται αυτά, συμβαίνει το πραξικόπημα του 1967, και θυμάμαι είχαμε βγει έξω από το μαγαζί και ακούγαμε τα τανκς. Τότε πάλι σταμάτησα, δεν ξέραμε τι να κάνουμε τότε, διαλυθήκαν τα πάντα - όλα.

Τότε έφυγα, γνώρισα ένα κορίτσι και πήγα Ιταλία. Μου βγήκε σε καλό γιατί εκεί σπούδασα σχέδιο, και όταν γύρισα πίσω έκανα τα δικά μου έπιπλα, και μαγαζιά και πήγα πολύ καλά. Πλέον έχει απαλλαγεί από τα μαγαζιά. «Είχα πολύ άγχος, πήγαινα καλά αλλά πολύ άγχος». Πλέον, ξυπνά κατά τις 05:00 κάθεται στο γραφείο, γράφει μέχρι τις 09:00, πάει στον Πειραιά, για ένα καφέ στη Ζέα.


«Κοιμάμαι λίγο το μεσημέρι και το απόγευμα στούντιο ως τις 11:00 περίπου. Το στούντιο για μένα είναι η αληθινή μου ζωή, και όταν είμαι εκεί ξεχνάω τα πάντα, γιατί το τραγούδι με ταξιδεύει. Μου αρέσει να δίνω καινούρια τραγούδια, όπως στην Θέλξη, στον Γιάννη Πάριο, στον Λάκη Παπαδόπουλο, στον Θέμη Ανδρεάδη το "Τι περιμένω" ένα ροκάκι που του έγραψα και άλλα που περιμένω να βγουν».

Οι καλλιτέχνες τον προσεγγίζουν πάντα. «Και ο Στ. Ρόκος, και ο Γαργανουράκης, και ο Μαργαρίτης και όσοι έχουν πει τραγούδια μου, μου τα ζητάνε, και δεν μπορώ να πω όχι. Πριν από λίγες μέρες μου ζήτησε τραγούδι ο Χρ. Δάντης».

Εξομολογείται πως στην αρχή είχαν γελάσει πολύ με τους στίχους του. «Είχα βαρεθεί να ακούω "όχι" από τις δισκογραφικές. Οταν πέρασε ο Γιώργος Πολυχρονίου από το μαγαζί μου μαζί με την Μάγκυ Χαραλαμπίδου για να αγοράσουν έπιπλα για το γάμο τους, ήταν η αφορμή για να πάω στην SONY.

Πριν, είχα κυκλοφορήσει τρεις δίσκους στην "LYRA" και μετά δεν είχα ξανά κάνει δουλειά. Έλεγα δεν τους αρέσουν τα τραγούδια μου, τι να κάνουμε, αλλά προσπαθούσα. Μετά την επιτυχία μου όμως πολλοί δισκογραφικοί παραγωγοί τράβαγαν τα μαλλιά τους, και μου είπαν ότι "δεν το καταλάβαμε". Πολλές φορές οι μουσικοί παραγωγοί δεν μπορούν να πιάσουν την τάση, και δεν ξέρουν ο κόσμος τι θέλει τελικά».


Ο Πειραιάς για εκείνον είναι πηγή ενέργειας, το λιμάνι ειδικά. Εκεί έγραψε τα κομμάτια "Βράδυ Σαββάτου" και "Στο μυαλό μου είσαι".

Η γνωριμία με τον Μάνο Χατζιδάκι

Το 1981 συναντά το Μάνο Χατζιδάκι. «Ήταν ο πιο ευφυέστατος άνθρωπος που έχω γνωρίσει, και ο πιο ευαίσθητος. Ήταν πολύ σοβαρός στην δουλειά του σχεδόν κέρβερος στις πρόβες, και όταν ήταν στον "Μαγεμένο Αυλό" με την παρέα του τον Ξαρχάκο και το Γκάτσο γινότανε μεγάλη πλάκα.

Εγώ τους κοίταζα ως παιδάκι. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τις πλάκες τις κάνει ο Μάνος, και όμως ήταν το ίδιο πρόσωπο. Όταν πέρασε το τραγούδι μου (στίχος - μουσική) "Κυριακή Απόγευμα" στους "Αγώνες Τραγουδιού" της Κέρκυρας το 1981 τσαντίστηκε που δεν το είπα, αλλά εγώ είχα συγκρότημα στην Θεσσαλονίκη και έπρεπε να πάω.

"Κωλόπαιδο που αφήνεις έμενα και πας στο πανηγυράκι" μου είχε πει. Ο Μάνος ήταν συγκλονιστικός, και δίπλα του ο Γκάτσος αμίλητος - σκεφτικός σα να ήταν σ’ άλλο κόσμο. Μου έκανε εντύπωση ότι ο Γκάτσος ρωτούσε για τους στίχους του στο "Κυριακή Απόγευμα" που είπε τελικά ο Βασίλης Λέκας, "που είναι η γειτονία σου και που μεγάλωσες;"» αποκάλυψε.


Από το χθες στο σήμερα - Η τελευταία του δισκογραφική κυκλοφορία

Η πιο πρόσφατη κυκλοφορία του είναι το τραγούδι "Πέρασε ο καιρός" Ποια είναι η ιστορία του;

«Βλέπω ένα γνωστό μου σε ένα μπαρ στον Πειραιά και άρχισε να μου λέει τον πόνο του "ρε Χρήστο πέρασε καιρός, δεν με θυμάται η γκόμενα" και άρχισε να μου ρίχνει ατάκες χωρίς να το καταλάβει. Μου λέει "είπα να της γράψω ένα γράμμα, κλείστηκα στο δωμάτιο για να μπορέσω να συγκεντρωθώ" και μου ερχόταν με τις ατάκες του η ιστορία. Όταν γύρισα στο σπίτι το πρώτο που μου ήρθε ήταν το "πέρασε καιρός" και το έκανα τραγούδι. Έτσι είχα γράψει και "Τα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια", μέσα σε 10 λεπτά.



Είχα την εντύπωση ότι είχε αποσυρθεί, ότι είχε εγκαταλείψει, αλλά μετά τον είδα μαζί με τους ΟNIRAMA και πιο πρόσφατα με τη Νατάσσα Θεοδωρίδου.

«Δεν περίμενα να ξανά ασχοληθώ. Είχα κουραστεί πάρα πολύ, με τα live, να τρέχω στις εκπομπές... Εγώ δεν μεγάλωσα στα μπουζούκια, δεν τα ήξερα αυτά. Δεν μπορούσα να σταματήσω όμως. Το έναυσμα ήρθε από τον Άκη Πάνου που ήρθε να με ακούσει στην Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου είχε λόξα μαζί του, και μου είπε μια κουβέντα που μου γύρισε το κεφάλι».


Να μην γίνει γυαλιστερός; (γελάει) «Μετά από αυτό σταμάτησα τις εμφανίσεις και πήγα στην Αίγινα, δεν σταμάτησα να γράφω, ούτε να ηχογραφώ στο στούντιο. Μετά ήρθα πίσω, όμως δεν είχα σκοπό να ξανά τραγουδήσω, δεν το κρύβω ότι έγινε εντελώς τυχαία. Ο γιος μου με πίεσε. Τώρα που ολοκληρώσαμε τις εμφανίσεις μας μαζί με την Νατάσσα Θεοδωρίδου, μου είχαν προτείνει την συνεργασία και είπα "δεν ξέρω βρε παιδιά"... Εμένα η λόξα μου είναι να γράφω, αλλά μου φέρθηκαν υπέροχα σε αυτή την συνεργασία», εξηγεί.

Όλα αυτά παρέα με την κιθάρα; «Ναι, την είχα παντού, στο γραφείο, στο αυτοκίνητο μέχρι και στο μπάνιο! Αυτά είναι τα κορίτσια μου, συνηθίζω να λέω για τις κιθάρες μου.

Αυτό τον καιρό πειραματίζεται με άλλα πράγματα. «Γράφω ένα τραγούδι που λέγετε "Ελληνικοί χοροί" και λέει ο στίχος "είναι η αγάπη σου φωτίτσα για το κρύο, είναι η αγάπη σου ένα ψωμί ζεστό , είναι η αγάπη σου μια άνοιξη και δυο, είναι η αγάπη σου φωτιά τον Αύγουστο". Την εποχή που όλοι θέλουνε ρούμπες εγώ θα κυκλοφορήσω αυτό...».

-Τέλος θέλω να αναφέρω ένα περιστατικό. Όταν είπα στην Χρήστο Κυριαζή ότι κάνω κάθε βράδυ εκπομπή στον Αθήνα 984, από τις 12 μετά τα μεσάνυχτα μέχρι την μία, και ο τίτλος της εκπομπής είναι «Τελευταίο βαγόνι» τότε μου ζήτησε να μεταδώσω το τραγούδι του «Ταξιδευτής», όπου το αγαπούσε πάρα πολύ. Το τραγούδι μιλάει για ένα περιστατικό που συνέβη στον σταθμό του Πειραιά, σ΄ένα βαγόνι του συρμού. Από τότε το αγάπησα κι εγώ.