Η ελληνική πολυπληθής αποστολή υπό τον πρωθυπουργό, και ειδικά ο υπουργός Οικονομικών, επέστρεψε από το Παρίσι με ένα πλατύ χαμόγελο, καθώς το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων ξεπέρασε τις προσδοκίες. Πρωταρχικός στόχος στο πεδίο της οικονομίας ήταν να σταλεί μήνυμα προς... Βορράν ότι η Αθήνα ετοιμάζεται να υποβάλει επίσημο αίτημα αναθεώρησης της συμφωνίας για το χρέος, έχοντας τη σύμφωνη γνώμη της Γαλλίας. Από τις επίσημες δηλώσεις και, πολύ περισσότερο, από τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις φάνηκε ότι οι δεσμοί Ελλάδας - Γαλλίας είναι στενοί σε όλα τα πεδία και αυτό, αν μη τι άλλο, ενισχύει τη θέση όχι μόνο του πρωθυπουργού στα ευρωπαϊκά όργανα, αλλά και του υπουργού Οικονομικών, που ετοιμάζεται πυρετωδώς για το «μπρα-ντεφερ» με τους Γερμανούς.

Η στήριξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς οι Γάλλοι ήταν εκείνοι που επέμειναν για την πρόβλεψη του ειδικού μηχανισμού σύνδεσης του ΑΕΠ με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και ήταν εκείνοι που ουσιαστικά έσυραν τους Γερμανούς στη συμφωνία του 2018. Κοινή πεποίθηση είναι ότι οι συνθήκες έχουν, πλέον, αλλάξει, ότι οι «ψυχροί» αριθμοί δικαιώνουν το ελληνικό αίτημα και ότι η σημερινή κυβέρνηση προωθεί μεταρρυθμιστική ατζέντα, η οποία πάει πέρα από τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις.

Αυτό που καθιστούν, πάντως, σαφές κυβερνητικές πηγές είναι ότι η πολύτιμη συμμαχία της Γαλλίας δεν αλλάζει τη στρατηγική της Αθήνας. Το πρώτο βήμα προέβλεπε την υποβολή τριών ξεχωριστών φακέλων τεκμηρίωσης: 1) αλλαγή χρήσης των ANFA - SMP με λίστα προτεινόμενων επενδύσεων, 2) εξαίρεση μεταναστευτικών δαπανών 200 εκατ. ευρώ από το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, 3) λειτουργία μηχανισμού για τη μεταφορά υπερπλεονάσματος από τη μια χρονιά στην άλλη. Το επόμενο βήμα θα αφορά στην τεκμηρίωση δημοσιονομικού χώρου το 2020 για πρόσθετες φοροελαφρύνσεις (μείωση εισφοράς αλληλεγγύης και ΕΝΦΙΑ) και το πέμπτο τη διεκδίκηση πλεονασμάτων 2%, δηλαδή περίπου 3 δισ. ευρώ χαμηλότερα ετησίως από αυτό που προβλέπει η συμφωνία του 2018.

Οι πιο... υποψιασμένοι δεν περιορίζονται, πάντως, στην ελληνογαλλική συμμαχία για τα πλεονάσματα και εστιάζουν στις συμφωνίες και στις δημόσιες δηλώσεις για γαλλικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Αν βάλει, μάλιστα, κανείς στο κάδρο τις αναφορές στην παρουσία του γαλλικού πολεμικού στόλου στην «ευαίσθητη» περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, τις συζητήσεις για την αγορά φρεγατών, όπως επίσης την παρουσία στο συνέδριο του Ελληνογαλλικού Επιμελητηρίου των εκπροσώπων της Naval και της Thales, αντιλαμβάνεται ότι το Παρίσι προκρίνει μια θεαματική αναβάθμιση στη συνεργασία με την Ελλάδα, αξιοποιώντας τη θετική συγκυρία. Το προφανές είναι ότι τέτοιου είδους ραγδαίες εξελίξεις σημαίνουν, κατ’ αρχάς, συναγερμό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, που επιθυμεί να δηλώσει «παρών» στην Ελλάδα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, με επενδύσεις στην ενέργεια και όχι μόνο, κάτι που έγινε σαφές και στον Ελληνα πρωθυπουργό. Καμπανάκι χτύπησε, όμως, και στο Βερολίνο, που συνειδητοποιεί ότι μαζί με την Α. Μέρκελ φθίνει και η γερμανική κυριαρχία στην ευρωζώνη, με τον πρόεδρο Μακρόν να «χτίζει» έναν άξονα στη Νότια Ευρώπη, επενδύοντας και σε «βούτυρο και σε κανόνια», κατά την προσφιλή έκφραση. Οσο για τους Κινέζους, που αξιοποίησαν άριστα έως τώρα την απουσία ευρωπαϊκών κεφαλαίων (και) στην Ελλάδα, έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν βλέποντας να μπαίνουν κι άλλοι στο παιχνίδι των κατασκευών, της ενέργειας, του τουρισμού και της υψηλής τεχνολογίας.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» στις 1/2