
Πρωτογενής τομέας: Στη "σκιά" της Τουρκίας η Ελλάδα - Η χώρα "χάνει" σε ιχθυοκαλλιέργειες και εξαγωγές κηπευτικών
Τι αποκαλύπτουν στοιχεία έρευνας
Η Ελλάδα δέχεται μεγάλη πίεση λόγω των αυξημένων εξαγωγών της Τουρκίας στις ιχθυοκαλλιέργειες, ενώ βρίσκεται πολλά βήματα πίσω στην εξαγωγή κηπευτικών
Σε δύο βασικούς παραγωγικούς τομείς των τροφίμων, τις ιχθυοκαλλιέργειες και τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αγροτικών προϊόντων, η Ελλάδα βρίσκεται στη σκιά της Τουρκίας. Στον τομέα των ιχθυοκαλλιεργειών ο ανταγωνισμός για τη χώρα μας γίνεται όλο και πιο έντονος τα τελευταία χρόνια, λόγω της αλματώδους αύξησης της παραγωγής τρίτων χωρών, και ιδίως της Τουρκίας. Η μεγαλύτερη πίεση που ασκείται προέρχεται από τις αυξημένες εξαγωγές της Τουρκίας προς χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η γειτονική χώρα, εκτός από τις ανταγωνιστικές τιμές, εισέρχεται όλο και πιο επιθετικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ έχει ιδρύσει στην Ελλάδα εταιρείες εμπορίας τουρκικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας, που αξιοποιούν το δίκτυο διανομής που αναπτύχθηκε χάρη στις ελληνικές εταιρείες τα προηγούμενα χρόνια. Μέσω των τουρκικών εταιρειών, τα ψάρια που παράγει η γειτονική χώρα εισέρχονται στην Ελλάδα και διοχετεύονται σε άλλα κράτη-μέλη της Ενωμένης Ευρώπης.
Εκτός των άλλων, η Τουρκία προμηθεύει σχεδόν το 98% των εισαγόμενων ποσοτήτων τσιπούρας και λαβρακιού στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το 2023 οι εξαγωγές της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανήλθαν σε 63.096 τόνους. Από αυτούς σχεδόν το 34% ήταν λαβράκι (22.401 τόνοι) και το 64% τσιπούρα (40.695 τόνοι). Το 95% των εξαγωγών ήταν νωπά ψάρια και το 5% κατεψυγμένα. Η ανάπτυξη του κλάδου των υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει καίριες προκλήσεις, οι οποίες εντοπίζονται κατά βάση στη μη χωροθέτηση των Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ), η οποία αποτελεί αρμοδιότητα της Γενικής Γραμματείας Χωροταξίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι υφίστανται ώριμες μελέτες για τις ΠΟΑΥ, οι οποίες βρίσκονται σε υπουργικά γραφεία, χωρίς να προωθούνται στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση. Επιπροσθέτως, υπάρχουν τρεις μελέτες, για τις οποίες, παρά το γεγονός ότι είναι πλήρως καταρτισμένες και ολοκληρωμένες, εμφανίζεται σημαντική κωλυσιεργία. Το αποτέλεσμα είναι ότι από τις συνολικά 23 ΠΟΑΥ που θα έπρεπε έως τώρα να έχουν χωροθετηθεί μόνο οι 7 έχουν χωροθετηθεί.
H Τουρκία και η Ελλάδα είναι οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγοί τσιπούρας και λαβρακιού (273.000 τόνοι και 121.300 τόνοι, αντίστοιχα), καθώς αντιπροσωπεύουν το 64% της παραγωγής παγκοσμίως. Ακολουθούν η Αίγυπτος (78.500 τόνοι), η Ισπανία (37.596 τόνοι), η Τυνησία (19.000 τόνοι), η Κροατία (17.250 τόνοι), η Ιταλία (17.050 τόνοι) και η Σαουδική Αραβία (12.000 τόνοι). Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη της Τουρκίας ήταν ταχύτατη ως προς τις παραγόμενες ποσότητες, με την Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, να κινείται πτωτικά.
Η παραγωγή ντομάτας σε θερμοκήπια παρουσιάζει σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Και σε αυτόν τον τομέα η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά μακριά, με παραγωγή περίπου 11 τόνων ανά στρέμμα μέση απόδοση το 2023, ενώ στις χώρες με υψηλή παραγωγή στην Ευρώπη, όπως η Πολωνία, το Βέλγιο και η Ολλανδία, η απόδοση ήταν πάνω από 40 τόνους το στρέμμα το 2023. Επίσης, στην Τουρκία η μέση απόδοση είναι περίπου 16 τόνοι ανά στρέμμα. Στον αντίποδα, υπερτερούμε άλλων χωρών, όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Τα κηπευτικά και τα λαχανικά που παράγονται στην Ελλάδα προέρχονται από υπαίθριες και θερμοκηπιακές καλλιέργειες. Η συνολική έκταση γης που φυτεύτηκε με κηπευτικά και άλλες συναφείς καλλιέργειες, όπως άνθη, σπορεία και φυτώρια, κάλυπτε μόλις το 1,6% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας το 2022.
Δημοσιεύθηκε στο MoneyPro των Παραπολιτκών
Η γειτονική χώρα, εκτός από τις ανταγωνιστικές τιμές, εισέρχεται όλο και πιο επιθετικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ έχει ιδρύσει στην Ελλάδα εταιρείες εμπορίας τουρκικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας, που αξιοποιούν το δίκτυο διανομής που αναπτύχθηκε χάρη στις ελληνικές εταιρείες τα προηγούμενα χρόνια. Μέσω των τουρκικών εταιρειών, τα ψάρια που παράγει η γειτονική χώρα εισέρχονται στην Ελλάδα και διοχετεύονται σε άλλα κράτη-μέλη της Ενωμένης Ευρώπης.
Στη σκιά της Τουρκίας οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες - Το 98% των εισαγόμενων ποσοτήτων τσιπούρας και λαβρακιού στην ΕΕ εξάγεται απο τις τουρκικές θάλασσες
Εξετάζοντας την προαναφερθείσα εικόνα, όπως προκύπτει από στοιχεία της Ετήσιας Εκθεσης Υδατοκαλλιέργειας, που εκδόθηκε από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), η εμπορία τουρκικών ψαριών μέσω της Ελλάδας σημείωσε πτώση κατά 2% το 2023 σε σχέση με το 2022. Παρ’ όλα αυτά, οι ποσότητες που διέρχονται από τη χώρα μας δεν είναι σε καμία περίπτωση ευκαταφρόνητες. Ειδικότερα, το 2023 εισήχθησαν 13.231 τόνοι νωπών ψαριών - 8.754 τόνοι τσιπούρας και 4.477 τόνοι λαβρακιού-, οι οποίοι εκτελωνίστηκαν στην Ελλάδα και στη συνέχεια σχεδόν στο σύνολό τους επαναπροωθήθηκαν ως τουρκικό προϊόν κυρίως σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.Εκτός των άλλων, η Τουρκία προμηθεύει σχεδόν το 98% των εισαγόμενων ποσοτήτων τσιπούρας και λαβρακιού στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το 2023 οι εξαγωγές της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανήλθαν σε 63.096 τόνους. Από αυτούς σχεδόν το 34% ήταν λαβράκι (22.401 τόνοι) και το 64% τσιπούρα (40.695 τόνοι). Το 95% των εξαγωγών ήταν νωπά ψάρια και το 5% κατεψυγμένα. Η ανάπτυξη του κλάδου των υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει καίριες προκλήσεις, οι οποίες εντοπίζονται κατά βάση στη μη χωροθέτηση των Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ), η οποία αποτελεί αρμοδιότητα της Γενικής Γραμματείας Χωροταξίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι υφίστανται ώριμες μελέτες για τις ΠΟΑΥ, οι οποίες βρίσκονται σε υπουργικά γραφεία, χωρίς να προωθούνται στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση. Επιπροσθέτως, υπάρχουν τρεις μελέτες, για τις οποίες, παρά το γεγονός ότι είναι πλήρως καταρτισμένες και ολοκληρωμένες, εμφανίζεται σημαντική κωλυσιεργία. Το αποτέλεσμα είναι ότι από τις συνολικά 23 ΠΟΑΥ που θα έπρεπε έως τώρα να έχουν χωροθετηθεί μόνο οι 7 έχουν χωροθετηθεί.
H Τουρκία και η Ελλάδα είναι οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγοί τσιπούρας και λαβρακιού (273.000 τόνοι και 121.300 τόνοι, αντίστοιχα), καθώς αντιπροσωπεύουν το 64% της παραγωγής παγκοσμίως. Ακολουθούν η Αίγυπτος (78.500 τόνοι), η Ισπανία (37.596 τόνοι), η Τυνησία (19.000 τόνοι), η Κροατία (17.250 τόνοι), η Ιταλία (17.050 τόνοι) και η Σαουδική Αραβία (12.000 τόνοι). Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη της Τουρκίας ήταν ταχύτατη ως προς τις παραγόμενες ποσότητες, με την Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, να κινείται πτωτικά.
Τι συμβαίνει με τις εξαγωγές κηπευτικών
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά βήματα πίσω σε εξαγωγές κηπευτικών σε σύγκριση με άλλες χώρες, καθώς διέθεσε 197 εκατ. ευρώ εκτός συνόρων το 2023, με βάση στοιχεία από το ΙΟΒΕ. Αντίστοιχα, η Τουρκία είχε εξαγωγές κηπευτικών αξίας 1,11 δισ. ευρώ την ίδια χρονιά, η Ολλανδία 7,29 δισ. ευρώ και η Ισπανία 8,53 δισ. ευρώ.Η παραγωγή ντομάτας σε θερμοκήπια παρουσιάζει σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Και σε αυτόν τον τομέα η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά μακριά, με παραγωγή περίπου 11 τόνων ανά στρέμμα μέση απόδοση το 2023, ενώ στις χώρες με υψηλή παραγωγή στην Ευρώπη, όπως η Πολωνία, το Βέλγιο και η Ολλανδία, η απόδοση ήταν πάνω από 40 τόνους το στρέμμα το 2023. Επίσης, στην Τουρκία η μέση απόδοση είναι περίπου 16 τόνοι ανά στρέμμα. Στον αντίποδα, υπερτερούμε άλλων χωρών, όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Τα κηπευτικά και τα λαχανικά που παράγονται στην Ελλάδα προέρχονται από υπαίθριες και θερμοκηπιακές καλλιέργειες. Η συνολική έκταση γης που φυτεύτηκε με κηπευτικά και άλλες συναφείς καλλιέργειες, όπως άνθη, σπορεία και φυτώρια, κάλυπτε μόλις το 1,6% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας το 2022.
Τα στοιχεία φανερώνουν μείωση των υπαίθριων καλλιεργειών
Τα στοιχεία των τελευταίων ετών καταδεικνύουν τη σταδιακή συρρίκνωση των καλλιεργειών και την ερήμωση της υπαίθρου. Οι εκτάσεις κηπευτικών και λαχανικών που καλλιεργούνται τόσο στην ύπαιθρο όσο και σε θερμοκήπια, προϊόντων όπως είναι τα μαρούλια, οι ντομάτες, τα αγγούρια, οι πιπεριές και οι φράουλες, μειώθηκαν από τα 288,5 χιλιάδες στρέμματα το 2010 σε 142,1 χιλιάδες στρέμματα το 2023, κάτι που σημαίνει συρρίκνωση των καλλιεργούμενων κατά 51%. Εντονότερη μείωση των καλλιεργειών σε στρέμματα καταγράφηκε το χρονικό διάστημα από το 2020 έως και το 2023, σε ποσοστό 33%. Η εικόνα αυτή οφείλεται στη μείωση των υπαίθριων καλλιεργειών, καθότι η έκταση σε θερμοκήπια αυξήθηκε κατά 22%, από 61,3 χιλιάδες στρέμματα το 2010 σε 74,5 χιλιάδες στρέμματα το 2023, με κορύφωση τα 83,6 χιλιάδες στρέμματα το 2021.Δημοσιεύθηκε στο MoneyPro των Παραπολιτκών