Ανάμεσα στις βασικότερες ζώνες παραγωγής ελαιολάδου στην Ελλάδα, η Λακωνία αναδεικνύεται το τελευταίο διάστημα σε βαρόμετρο τιμών, με τις πρόσφατες συναλλαγές να καταδεικνύουν τάσεις που αποκτούν σημασία για την υπόλοιπη ελαιοκομική χώρα. Η τοπική αγορά φαίνεται να κινείται πιο δυναμικά από άλλες περιοχές, με τιμές που κυμαίνονται μεταξύ 4,10 έως 4,40 ευρώ/κιλό, με αποκλίσεις ανά περιοχή και περίπτωση. Διατηρείται δηλαδή σχεδόν στα επίπεδα του περασμένου Μαΐου, όταν έκλεισαν συμφωνίες μεταξύ 4,2-4,5€/κιλό.

Ειδικότερα, δύο πράξεις που καταγράφηκαν στον νομό το τελευταίο διάστημα, στα 4,25 και στα 4,40 ευρώ το κιλό, αποτυπώνουν το εύρος της ζήτησης. Παράλληλα, η ενεργή εμπλοκή ιδιωτικών εργοστασίων που πληρώνουν άνω των 4,50 ευρώ/κιλό για εξαγώγιμα προϊόντα προς βόρεια Αμερική και κεντρική Ευρώπη δείχνει πως η περιοχή αξιοποιεί το «χαρτοφυλάκιο» των ποιοτήτων της.

Αν και ακόμη δεν υπάρχει σαφής εικόνα για το ύψος της νέας σοδειάς, οι τοπικοί παραγωγοί εμφανίζονται συγκρατημένοι, αποφεύγοντας προς το παρόν τη μαζική διάθεση αποθεμάτων, σε αντίθεση με άλλες περιοχές που δέχονται ισχυρότερη πίεση.

Το ενδιαφέρον εντείνεται και λόγω των διαθέσιμων ποιοτήτων στη Λακωνία, η οποία φαίνεται να έχει διατηρήσει καλύτερα αποθέματα από άλλες ζώνες, τουλάχιστον όσον αφορά τις premium κατηγορίες. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Λακωνία μπαίνει πιο νωρίς στην εμπορική περίοδο σε σχέση με την Κρήτη ή τη Μεσσηνία, τής δίνει πλεονέκτημα στον καθορισμό του ψυχολογικού ορίου τιμών.

Σε Μεσσηνία και Τριφυλία, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Οι τιμές παραγωγού κινούνται μεταξύ 3,60 και 3,80 ευρώ/κιλό, χωρίς ιδιαίτερη αγοραστική ζωντάνια. Η Κρήτη, από την άλλη πλευρά, κρατά μια ενδιάμεση αλλά ιδιαίτερα επιθετική στάση διαπραγμάτευσης. Αν και το αγοραστικό ενδιαφέρον εκδηλώνεται σε επίπεδα μεταξύ Μεσσηνίας και Λακωνίας, οι Κρητικοί εμφανίζονται αδιάλλακτοι στο να πουλήσουν ποιοτικό έξτρα παρθένο κάτω από τα 4,20 ευρώ/κιλό.


Οι αβεβαιότητες

Παρ’ όλα αυτά, επικρατούν δύο βασικές αβεβαιότητες σε ελαιοκομικές περιοχές της νότιας Ελλάδας, ενώ η αντίστροφη μέτρηση για τη νέα σεζόν έχει ήδη ξεκινήσει:
- Η ποιότητα της παραγωγής, δεδομένου ότι η ανθοφορία ήταν μεν έντονη, αλλά η καρπόδεση ήταν μέτρια και πάντως όχι η αναμενομένη.
- Οι καιρικές συνθήκες του Ιουλίου με πιθανές αυξημένες θερμοκρασίες, που ενδέχεται να επιβαρύνουν την περιοχή με αυξημένο δακοπληθυσμό, δημιουργώντας κίνδυνο υποβάθμισης ποιότητας.


Οι κρίσιμες μεταβλητές που επηρεάζουν την αγορά του ελαιόλαδου

Στην παρούσα συγκυρία, συνοπτικά, η πορεία των τιμών εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες:
- Ζήτηση: Τα υψηλής ποιότητας έξτρα παρθένα ελαιόλαδα διατηρούν τιμές άνω των 4 €/κιλό, όμως η παραμικρή υποχώρηση στην ποιότητα οδηγεί σε απότομη πτώση έως και 50 λεπτών/κιλό, με τη δικαιολογία της υπερεπάρκειας.
- Αποθέματα: Κυκλοφορούν αντικρουόμενες εκτιμήσεις -από 50.000 έως 90.000 τόνους- συνολικού αποθέματος, με την Κρήτη να φέρεται να κατέχει σχεδόν τα μισά.
- Προσδοκώμενη παραγωγή: Η εξαιρετική ανθοφορία του 2025 δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη καρπόδεση, με τις πρώτες ενδείξεις να κάνουν λόγο για συγκομιδή κάτω από τους 250.000 τόνους. Η περσινή ξηρασία, η αδύναμη βλαστοφορία και η απειλή του δάκου επιβαρύνουν τις προβλέψεις.


Αύξηση στην Ισπανία, "εκτόξευση" στην Ιταλία

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η τιμή του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου καταγράφει μικρές ανοδικές τάσεις στην Ισπανία, φτάνοντας τα 3,79 €/κιλό στην Ανδαλουσία, σημειώνοντας αύξηση 5,44% τις τελευταίες ημέρες. Ο μέσος όρος κυμαίνεται στα 3,657 €/κιλό, καθιστώντας την αγορά πιο ανταγωνιστική έναντι των υπολοίπων ευρωπαϊκών.

Στον αντίποδα, η Ιταλία διατηρεί τον τίτλο του ακριβότερου προμηθευτή, με το εξαιρετικά παρθένο να αγγίζει τα 9,60 €/κιλό, επίπεδα σχεδόν διπλάσια της Ισπανίας και της Ελλάδας. Η διαφορά αυτή αποδίδεται τόσο στη μειωμένη διαθεσιμότητα, όσο και στην υψηλή προστιθέμενη αξία των πιστοποιημένων προϊόντων.

Η χώρα μας, παρά την πλούσια παραγωγική παράδοση, εξακολουθεί να υστερεί σε αποθέματα και διακυμάνσεις στην ποιότητα της πρώτης ύλης, με αποτέλεσμα το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο να κυμαίνεται κατά μέσο όρο στα 3,68 €/κιλό, αρκετά χαμηλότερα από τις δυνατότητες που της προσδίδει η ποιότητα και η φήμη του προϊόντος.