Ο Πέτρος Ζούλιας είναι ένας από τους πιο σπουδαίους ανθρώπους στον χώρο της Τέχνης. Το όνομά του έχει συνδεθεί με επιτυχίες και ο ίδιος πάντα μας εκπλήσσει ευχάριστα με ό,τι και αν καταπιαστεί.

Φέτος σπουδαία έργα φέρουν την υπογραφή του: «Οι Φάλαινες του Αυγούστου», «Η Μαρίκα» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» από το γνωστό μυθιστόρημα του Μυριβήλη.

«Για μένα το κοινό των τριών παραστάσεων είναι ο άνθρωπος στο κέντρο της σκηνικής δημιουργίας. Διαφορετικά έργα, που απαιτούν από εμένα άλλη προσέγγιση, χωρίς ίχνος μανιέρας. Κάτι που αποζητώ. Να μπορώ να λέω κάτι στον κόσμο και ταυτόχρονα να ανανεώνομαι, να εξελίσσομαι στη δουλειά μου», εξομολογείται στο «S».

Τον συγκινεί το θέατρο, γιατί έχει ουμανισμό και ευαισθησία σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν η τεχνολογία, η εικόνα, η μηχανή των γρήγορων και εφήμερων εντυπώσεων. Οσο για το πώς καταφέρνει να σκηνοθετεί παράλληλα τόσες παραστάσεις, απαντά:

«Είναι κουραστικό, αλλά αναγκαίο σε μια εποχή μεγάλης οικονομικής αγωνίας και ανασφάλειας. Η εναλλαγή πρόβας, βέβαια, πολλές φορές λειτουργεί εμπνευστικά και απελευθερωτικά στη σκηνική γραφή του κάθε έργου. Η διαφορά του ρεπερτορίου και της σύνθεσης του θιάσου πολλές φορές με τροφοδοτεί με δύναμη. Με αφυπνίζει».

Είναι η Ελλάδα χώρα όπου μπορεί ένας σκηνοθέτης να δημιουργήσει ελεύθερα και να ανταμειφθεί για τη δουλειά του;

«Δυσκολεύονται οι σκηνοθέτες στην Ελλάδα. Είναι πολλοί πια και συχνά μένουν απλήρωτοι ή παίρνουν λιγότερα απ’ αυτά που συμφώνησαν. Ο ηθοποιός, αν δεν πληρωθεί, μπορεί να μην παίξει. Ο σκηνοθέτης είναι ακάλυπτος απέναντι στην εκμετάλλευση του παραγωγού. Η ειδικότητά μου αισθάνομαι ολοένα και περισσότερο ότι ευτελίζεται, απαξιώνεται», τονίζει, εξηγώντας πως η κρίση έχει και τα καλά της.

«Μας αναγκάζει να προσέχουμε περισσότερο τις δουλειές μας και τον αντίκτυπο που θα έχουν».
Οσο για το τι θεωρεί επιτυχία, λέει: «Να περάσω καλά με τους συνεργάτες και να παραδώσω μια παράσταση που θα αγαπηθεί πολύ. Επιτυχία είναι όταν το προσωπικό μου δράμα και το υποκειμενικό μου “πιστεύω” συναντούν τον αποδέκτη τους και συμβαίνει κάτι δυνατό και ωραίο και στους δύο μας». Επειτα από τόσα χρόνια εμπειρίας στον χώρο, πιστεύει ότι υπάρχουν «ψώνια», άνθρωποι που ασχολούνται περισσότερο με το lifestyle και λιγότερο με τη δουλειά του ηθοποιού;

«Νομίζω ότι πάντα υπήρχαν τα ψώνια, οι “βεντέτες” και οι εργάτες της θεατρικής Τέχνης. Οι αφοσιωμένοι και οι διάττοντες αστέρες. Οι περαστικοί. Η αλήθεια είναι ότι στους νεότερους χάνω συχνά το ήθος και τη διαθεσιμότητα που έχω συναντήσει στους παλαιότερους. Συχνά, τους αισθάνομαι κρυφοανταγωνιστές της θέσης μου και της αρμοδιότητάς της. Οι νέοι οφείλουν, όμως, να είναι αντιδραστικοί και καχύποπτοι, λόγω της ηλικίας τους. Περνούν και πέρασαν πολλά από σκηνοθέτες που κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνει ο ρόλος τους. Νομίζω ότι τα νέα παιδιά μαθαίνουν λάθος τα όρια και τις ευθύνες τους στη σκηνή. Δεν “παίζουν”, αλλά σκέφτονται, αναλύουν. Κάνουν λογοκρισία του ίδιου τους του εαυτού και της εκφραστικής τους δυνατότητας», δηλώνει.

Εχει μετανιώσει που η δουλειά του υπήρξε πάνω από όλα;
«Εχασα μεγάλα κομμάτια προσωπικής ζωής. Πολλές φορές μετανιώνω που μονοπώλησε το θέατρο τον πολύτιμο χρόνο μου και την ψυχική μου ισορροπία».