Μέσα από τη μουσική του Βέρντι, του Πουτσίνι, του Μπελίνι, καθώς και τις σκιές προσώπων που καθόρισαν τη ζωής της Μαρίας Κάλλας, η Μαρία Ναυπλιώτου ενσαρκώνει τα τελευταία δύο χρόνια στη σκηνή του θεάτρου Δ.Χορν την σπουδαιότερη παγκοσμίως ντίβα της όπερας.

Το έργο που έχει τίτλο «Master Class» και σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μας ταξιδεύει στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του 70, όταν η Μαρία Κάλλας παρέδιδε μαθήματα λυρικού τραγουδιού σε φοιτητές της Μουσικής Σχολής Τζούλλιαρντ της Νέας Υόρκη και μέσα από γεγονότα και πρόσωπα που τη σημάδεψαν δείχνει στον σύγχρονο θεατή σχεδόν όλη την πολυτάραχη ζωή της. Το κείμενο του αμερικανού συγγραφέα Terrence McNally, μέσω της μετάφρασης του Στρατή Πασχάλη, διαθέτει καυστικό χιούμορ, νεύρο, αλλά και θλίψη.

Είναι ένα κουβάρι κυρίως κακών αναμνήσεων της Κάλλας με έμφαση στις ιδιοτροπίες και τις παραξενιές της.

Η Μαρία Ναυπλιώτου ερμηνεύει σπαρακτικά μια Κάλλας προδομένη, σκληρή και γεμάτη ελαττώματα. Με ένα κομψό μαύρο φόρεμα, τα μαλλιά της πιασμένα πίσω και ψηλές γόβες μεταμορφώνεται στην γυναίκα εκείνη που κάποτε λάτρεψε όλη η οικουμένη. Το υπέρτατο ταλέντο της Κάλλας ανακατεύεται εξαίσια με την απόλυτη κατάθλιψη που ήταν σχεδόν πάντα κολλημένη πάνω της. Πόσω μάλλον την εποχή που έκανε αυτά τα μαθήματα μουσικής, έχοντας χάσει τα δυο σημαντικότερα πράγματα όλου του βίου της. Τη φωνή της και τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Η σκηνοθεσία δεν καταφέρνει να δείξει κάτι και από το μοναδικό ερμηνευτικό μεγαλείο ή την τεράστια λάμψη της μεγάλης ντίβας, καθώς βασίζεται στη νευρικότητα και την εύθραυστη ψυχολογία της. Η κορύφωση του έργου είναι δυνατή, αλλά αρκετά προβλέψιμη χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Όμως διαθέτει συναρπαστικές παύσεις και σιωπές που «φωνάζουν».

Ωστόσο η Μαρία Ναυπλιώτου, αν και σε αρκετά σημεία φλερτάρει με την υπερβολή, γεμίζει τη σκηνή με την αμεσότητά της και τη μεστή φωνή της και με ιδιαίτερη άνεση κατεβαίνει αρκετές φορές στο κοινό παίζοντας μαζί του. Την παράσταση πλαισιώνουν ακόμα ένας Τενόρος (Γιώργος Φλωράτος), δύο Σοπράνο (Εύα Γαλογαύρου, Λητώ Μεσσήνη) και ένας Πιανίστας (Πέτρος Μπούρας), οι οποίοι ερμηνεύουν πασίγνωστα κομμάτια της όπερας ντύνοντας υπέροχα τον μονόλογο της πρωταγωνίστριας.