«Όταν είμαι καλά στη σκηνή, αισθάνομαι μια εξύψωση, μια πρωτόγνωρη ελευθερία που δεν μπορώ να εξηγήσω. Είναι ένας ηλεκτρισμός που μεταδίδεται ανάμεσα σε μένα, τους συνεργάτες μου και το κοινό. Δεν ξέρω πώς να ονομάσω αυτό το συναίσθημα».

«Όταν δεν είμαι καλά, είναι μια φρικτή ταλαιπωρία. Εγώ προσωπικά σκέφτομαι τα χειρότερα. Δεν είμαι αισιόδοξος άνθρωπος. Είμαι περήφανη και η περηφάνια μου με καθιστά μαχήτρια. Είναι σαν το μυαλό μου να είναι χωρισμένο σε δύο μέρη που αντιμάχονται: Το ένα λέει "πρέπει να δώσεις μάχη" και το άλλο λέει "είναι κακή η ερμηνεία σου, θα 'πρεπε να ντρέπεσαι". Είναι μια εξουθενωτική μονομαχία».

Οι παραπάνω δηλώσεις αποτελούν απόσπασμα από τη συνέντευξη που είχε δώσει από το διαμέρισμά της στο Παρίσι στις 14 Ιουνίου του 1964 η Μαρία Κάλλας στον Μπερνάρ Γκαβοτί. Ταυτόχρονα είναι «ψηφίδες» στο μωσαϊκό που συνέθετε τον ψυχισμό ενός μουσικού φαινομένου που κατάφερε να αλλάξει ριζικά το λυρικό θέατρο και το ρεπερτόριό του.

Η πορεία στην αθανασία

Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη. Ήταν κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας (Λίτσας) Δημητριάδη από τη Στυλίδα Φθιώτιδος. Οι γονείς της μετακόμισαν στην Αμερική, διεκδικώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ και σε ηλικία 11 ετών κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Το 1937 οι γονείς της πήραν διαζύγιο και η Κάλλας εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της και τη μεγάλη αδελφή της στην Αθήνα. Εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο και ο πρώτος ρόλος που ερμήνευσε ήταν η Σαντούτσα στην όπερα του Μασκάνι «Καβαλερία Ρουστικάνα», σε μία μαθητική παράσταση. Το 1939 εγγράφηκε στο Ωδείο Αθηνών, όπου γνώρισε την υψηλή τεχνική των ρόλων του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου.

Η μητέρα της συχνά υπενθύμιζε πώς η κόρη της γεννήθηκε μια μέρα με θύελλα, χαρακτηριστικό και της προσωπικότητας της Κάλλας.

«Η κόρη μου Μαρία γεννήθηκε την ώρα μιας θύελλας και σήμερα αυτό μου φαίνεται συμβολικό, γιατί έκτοτε δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί η ίδια μια εστία θύελλας. Την ημέρα της γέννησής της, στις 4 Δεκεμβρίου 1923, χιόνιζε και εγώ, που έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα, δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου τόσο δυνατή χιονοθύελλα», είχε πει σε συνέντευξη της η μητέρα της Μ. Κάλλας.

Το 1940 προσλήφθηκε στη Λυρική Σκηνή του τότε Βασιλικού Θεάτρου και το 1941 πρωτοεμφανίστηκε ως Βεατρίκη στην οπερέτα Βοκκάκιος του Σουπέ. Τον Σεπτέμβριο του 1945 επέστρεψε στη γενέτειρά της, όπου ζούσε ο πατέρας της, για να προωθήσει τη διεθνή της καριέρα, αλλάζοντας το επίθετό της σε Κάλλας. Το 1947 μετά από μια επιτυχημένη ακρόαση της ανέθεσαν τον ρόλο της «Τζιοκόντα» στην ομώνυμη όπερα του Αμίλκαρε Πονκιέλι στην Αρένα της Βερόνας, έναν από τους σπουδαιότερους λυρικούς χώρους της Ιταλίας.

Μαέστρος της παράστασης ήταν ο διάσημος Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος έγινε στην πορεία δάσκαλός της. Στη Βερόνα ζούσε και ο βιομήχανος Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, που την ερωτεύτηκε παράφορα και έτσι, στις 21 Απρλίου του 1949, την παντρεύτηκε.

Με τη βοήθεια του Μενεγκίνι η καριέρα της Κάλλας απογειώθηκε σε ρόλους δραματικής υψιφώνου και δραματικής κολορατούρα. Το 1951 εκπόρθησε και τη Σκάλα του Μιλάνου με τους «Σικελικούς Εσπερινούς» του Βέρντι. Το 1954 η ευτραφής Κάλλας υποβλήθηκε σε διαιτητική θεραπεία για να χάσει κιλά και να μπορεί να ενσαρκώνει τους ρόλους της, όχι μόνο με τη φωνή της αλλά και με το παρουσιαστικό της.

Μετά τον θρίαμβο στη Σκάλα του Μιλάνου ακολούθησε το 1956 η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης: η Ελληνίδα ντίβα κατάφερε όχι μόνο να λάβει το μεγαλύτερο ποσό που είχε πληρώσει ποτέ ο θίασος για καλλιτέχνη, αλλά και να γοητεύσει τον τον διευθυντή της ΜΕΤ Ράντολφ Μπινγκ, ο οποίος δήλωσε τότε ότι η πρώτη εμφάνιση της Κάλλας ήταν η πιο συναρπαστική βραδιά της ζωής του.

Ο θυελλώδης έρωτας με τον Α. Ωνάση και η πτώση:

Ο Ωνάσης και η Κάλλας πρωτογνωρίστηκαν το 1957, σε μια δεξίωση που διοργάνωσε η γνωστή κοσμικογράφος της εποχής Έλσα Μάξγουελ. Το ειδύλλιο ωστόσο μεταξύ τους αναπτύχθηκε δύο χρόνια μετά, όταν ο μεγιστάνας προσκάλεσε την ντίβα της όπερας και τον σύζυγό της Μενεγκίνι σε κρουαζιέρα με την πολυτελή θαλαμηγό του. Η παρουσία της συζύγου του Τίνας Λιβανού δεν απασχόλησε τον Ωνάση, που είχε επικεντρωθεί στον στόχο του: την Κάλλας.

Τη φλέρταρε ανοιχτά και ο ερωτισμός ανάμεσά τους ήταν τόσο εμφανής που όταν κατά τη διάρκεια μιας στάσης στην Κωνσταντινούπολη ανέβηκε στη θαλαμηγό ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ευλόγησε την Κάλλας και τον Ωνάση, νομίζοντας ότι είναι σύζυγοι. Όταν αποκαταστάθηκε η αλήθεια, επικράτησε αμηχανία. Λέγεται ότι, εκείνη τη νύχτα, Ωνάσης και Κάλλας εγκατέλειψαν τη θαλαμηγό με μια βάρκα, για να απομονωθούν σε μία ήσυχη παραλία. Οι κακές γλώσσες ανέφεραν ότι στη βάρκα καρπώθηκε ο έρωτάς τους για πρώτη φορά. Αυτή ήταν και η αρχή της παθιασμένης σχέσης τους. Ο Ωνάσης πήρε αμέσως διαζύγιο από την Τίνα Λιβανού. Η Κάλλας έφυγε από τον σύζυγό της σχεδόν τρεις μήνες μετά, παρά τις αντιδράσεις του.

Το ζευγάρι είχε μεσογειακό ταμπεραμέντο. Υπήρχε έρωτας και πάθος. Με το ίδιο πάθος όμως, Ωνάσης και Κάλλας καυγάδιζαν σχεδόν καθημερινά. Η Κάλλας δεν είχε καμία σχέση με τις πειθήνιες γυναίκες που συνήθως γνώριζε ο Ωνάσης και οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Ο μεγιστάνας έφτανε συχνά στο σημείο να προσβάλλει και να πληγώνει την ντίβα, ακόμη και δημόσια. Με το πέρασμα του χρόνου, άρχισε να απομακρύνεται από εκείνη. Η Κάλλας από την άλλη, που είχε αραιώσει τις εμφανίσεις της στην όπερα, περνούσε ατέλειωτες στη θαλαμηγό, περιμένοντάς τον.

Το 1968, το ζευγάρι μετρούσε σχεδόν δέκα χρόνια σχέσης. Και ενώ η Κάλλας παρέμενε ερωτευμένη, ο Ωνάσης είχε ήδη προχωρήσει στην επόμενη κατάκτησή του, την Τζάκι Κένεντι. Η Κάλλας είχε υποψιαστεί ότι ο σύντροφός της μπορεί να ενδιαφερόταν για την πιο διάσημη χήρα του κόσμου, αλλά όταν έμαθε από την τηλεόραση ότι θα την παντρευτεί, κλονίστηκε. Ο χωρισμός τής στοίχισε πολύ: η άλλοτε δυναμική ντίβα μεταμορφώθηκε σε μια απεριποίητη και αντικοινωνική γυναίκα. Περνούσε ώρες κλεισμένη στο δωμάτιο, κλαίγοντας για τον χαμένο της έρωτα.

Και κάπου εκεί ξεκινά η μεγάλη πτώση της καριέρας της.

Τον Ιούλιο του 1968 ο Αριστοτέλης Ωνάσης παντρεύτηκε τη χήρα του Αμερικανού προέδρου Κένεντι Τζάκι. Η Κάλλας καταρρέει ψυχολογικά. Καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να ξεπεράσει τα προσωπικά της προβλήματα και ξαναμπαίνει στην καλλιτεχνική δράση. Πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική «Μήδεια» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Πιερ-Πάολο Παζολίνι (1969), ηχογραφεί δίσκους, διδάσκει όπερα στη μουσική σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και δίνει ρεσιτάλ με έναν παλιό της γνώριμο, τον Ιταλό τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο, που κι αυτός αντιμετώπιζε φωνητικά προβλήματα.

Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στο Σαπόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.

Έκτοτε, η Κάλλας απομονώθηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και κλείστηκε στον εαυτό της. Η μεγάλη ντίβα έφυγε από τη ζωή το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου 1977 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 54 ετών. Η σορός της αποτεφρώθηκε στο κρεματόριο του Περ-Λασέζ και, κατ' επιθυμία της, η τέφρα της σκορπίστηκε στη θάλασσα του Αιγαίου.