Το θέμα αποτελεί ακόμα ταμπού. Όπως κάθε διαφορετική μορφή έρωτος. Πόσο μάλλον στις αρχές του 20ου αι. οπότε διαδραματίζεται η ιστορία των Ψιθύρων. Μία ομοφυλοφιλική σχέση ανάμεσα στις δύο διευθύντριες ενός σχολείου, τη δεκαετία του ΄30, είναι έγκλημα, που οδηγείται στη Δικαιοσύνη και μάλιστα δικάζεται κεκλεισμένων των θυρών, όχι για να μη διασυρθούν οι κατηγορούμενες, αλλά για να μη σκανδαλιστεί το ακροατήριο. Μόνο που όταν διαπιστώνεται ότι αυτή η «σχέση» είναι το αποκύημα της φαντασίας μίας απείθαρχης μαθήτριας, ουδείς μπορεί πια να προσδιορίσει το «έγκλημα» ούτε βέβαια να επαναφέρει στη ζωή τη μία εκ των δύο κατηγορούμενων γυναικών, που στο μεταξύ έχει αυτοκτονήσει.

«Το έργο δεν έχει ως θέμα του τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, αλλά το ψέμα. Κι όσο μεγαλύτερο ένα ψέμα, τόσο πιο θελκτικό»... Είναι η συγγραφέας Λίλλιαν Χέλλμαν 67 χρόνια πριν. Μιλά στους New York Times για τους Ψιθύρους, το θεατρικό έργο που της χάρισε υποψηφιότητα για το Πούλιτζερ, βραβείο που εντέλει δεν απέσπασε, επειδή τα μέλη τής επιτροπής δεν κατάφεραν ν΄ απαγκιστρωθούν από τις ηθικοπλαστικές αγκυλώσεις τους. Θυμωμένοι από την αδικία σε βάρος τής Χέλλμαν, οι κριτικοί των σημαντικότερων αμερικανικών εφημερίδων ίδρυσαν τότε την Ένωση Θεατρικών Κριτικών και στο εξής απένειμαν τα δικά τους ετήσια βραβεία. Εκείνη ήταν μόλις 26 όταν το έγραψε. Στην πραγματικότητα, το εμπνεύστηκε από ένα βιβλίο του Ράφηντ, που είχε κυκλοφορήσει το 1930 στη Σκωτία και αναφερόταν σε κάποιο σκάνδαλο στο Εδιμβούργο του 1810, όταν η ατίθαση μαθήτρια ενός σχολείου κατήγγειλε πως οι δύο διευθύντριες «έδειχναν υπερβολική αγάπη η μία για την άλλη». Η Χέλλμαν έπιασε την ιστορία και τη δραματοποίησε φτάνοντάς την στα όρια της τραγωδίας. «Στη σκηνή, ένας (αρνητικός) ήρωας είναι δύο φορές αθλιότερος απ΄ ό,τι σ΄ ένα μυθιστόρημα. Όταν διάβασα την ιστορία, φαντάστηκα το παιδί νευρωτικό και πονηρό, όχι όμως εντελώς ανήθικο όπως το βλέπουν οι θεατές [...] Αυτό που το καθιστά φοβερό είναι το αποτέλεσμα του ψέματος που λέει» θα δηλώσει χρόνια μετά.

Οι «Ψίθυροι» πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1934 στο Μπρόντγουεη κι «έσπασαν ταμεία» την ίδια στιγμή που οι βρετανικές Αρχές απαγόρευαν την παρουσίασή τους στο Λονδίνο. Το έργο, βλέπεις, ήταν η απειλητική κόψη ενός σπαθιού στο τρυφερό αδούλευτο δέρμα του λονδρέζικου ψευτο-πουριτανισμού. Το θέμα του έπληττε την ηθική αυτής της ίδιας κοινωνίας, που το είχε γεννήσει... Η τότε νεαρή φιλόδοξη Αμερικανίδα συγγραφέας μετατρέπει την αληθινή ιστορία σε θεατρικό σενάριο, «δένοντας» την υπόθεση με εμβόλιμα στοιχεία μυθιστορίας, βάζοντας τη μία από τις δύο ηρωίδες της να αποδέχεται την ομοφυλοφιλία που καταπιέζει μέσα της και δίνοντας ένα δραματικό τέλος, που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε.

Οι «Ψίθυροι» που πλημμυρίζουν από τις 3 Μαΐου τη σκηνή του θεάτρου Αθηνών, στη Βουκουρεστίου, περνούν από την εκκωφαντική βάσανο μιας διαχρονικής ηθικής, που παλεύει να μετατοπίσει το «έγκλημα» από τη σκαμπρόζικη -το πολύ πολύ- σήμερα σχέση στο διαρκώς και αιωνίως καταστροφικό ψέμα. Γιατί προϊόντος του χρόνου και καθώς οι κοινωνικές αγκυλώσεις αμβλύνονται, περίτρανα αποδεικνύεται πως η κακεντρεχής φαντασιοπληξία είναι η λάσπη, που βρομίζει ανθρώπους και συνειδήσεις, και όχι η διαφορετικότητα στην επιλογή ερωτικού συντρόφου (άλλωστε, η «ηθική» των κοινωνιών δεν προσβλήθηκε όταν το 1936, για τη μεταφορά του έργου στον κινηματογράφο, η ομοφυλοφιλική σχέση αντικαταστάθηκε από ένα τρίγωνο, «ευλογώντας»... ποσότητα και συνδυασμό των νομιμοποιημένων ερωτικών συντρόφων).

Ο Αλέξανδρος Κοέν σκηνοθετεί με σεβασμό και συνέπεια, χωρίς νεοτερισμούς και υπερβάσεις, ένα βαθύτατα ψυχογραφικό έργο, δίνοντας στις ηρωίδες του, που καταστρέφονται από το ψέμα ενός παιδιού, ολόκληρο το εύρος της υποταγής σε μία τρομακτική, ανελέητη φήμη, που εύκολα μολύνει το -έτσι κι αλλιώς- υποκριτικά εσωστρεφές σκωτσέζικο περιβάλλον της εποχής.

Η Μαρίνα Ψάλτη βαίνει διαρκώς βελτιούμενη επί σκηνής κι από κοντά η συνονόματή της Ασλάνογλου σε μία από τις πολύ καλές θεατρικές εμφανίσεις της. Αλεξάνδρα Παντελάκη και Βάνα Παρθενιάδου αποδεικνύονται ιδανική επιλογή ως χαρακτήρες «καταλύτες» στη δραματική εξέλιξη της υπόθεσης, ενώ εξαιρετικά εντυπωσιακές τόσο με τις υποκριτικές, όσο κυρίως με τις φωνητικές τους δυνατότητες είναι οι «μαθήτριες» Μαρίνα Εμμανουηλίδου, Κατερίνα Κουτσονικόλα, Δανάη Πολίτη, Δέσποινα Τασλακίδου και Μαριάννα Τσαμπά, οι οποίες άλλωστε είναι και μέλη του φωνητικού συνόλου chores της Μαρίνας Σάττι. Θαυμάσια στις κακές εφηβικές μουτσούνες της η Βασιλική Κωστοπούλου ως μαθήτρια Μαίρυ - πέτρα του σκανδάλου.

Υποβλητική η μουσική του Παναγιώτη Μανουηλίδη, πυκνό και λειτουργικό το σκηνικό του Γιάννη Αρβανίτη.