Το τελευταίο διάστηµα, η πανδηµία του κορονοϊού έδινε την απαιτούµενη κάλυψη στους Ελληνες πολιτικούς να συνεχίζουν να «σφυρίζουν αδιάφορα» κάθε φορά που το θέµα της άρσης των περιορισµών στην ψήφο των αποδήµων έπεφτε στο τραπέζι. Ωστόσο, µε αφορµή τη συνέντευξη της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ Θεοδώρας Τζάκρη στον «Εθνικό Κήρυκα» και τον δηµοσιογράφο Βασίλη Κουτσίλα το συγκεκριµένο ζήτηµα πήρε µιαν άλλη τροπή.

Οι περιορισµοί που είχαν τεθεί για τους απόδηµους θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν έως και προσβλητικοί, µιας και καµία δυτική δηµοκρατία δεν θα µπορούσε να τους υποστηρίξει. Μάλιστα, ο τρόπος µε τον οποίο η Ελλάδα προσπάθησε να περιορίσει το δικαίωµα της ψήφου των αποδήµων θυµίζει έντονα τον τρόπο µε τον οποίο το Ρεπουµπλικανικό Κόµµα προσπάθησε κατά καιρούς να εκπαραθυρώσει τους µειονοτικούς ψηφοφόρους στις ΗΠΑ.

Τόσο η προσπάθεια περιορισµού του εκλογικού σώµατος στις ΗΠΑ όσο και οι περιορισµοί στην ψήφο των αποδήµων δεν είναι κάτι καινούργιο. Με τον διορισµό όµως του Αντώνη ∆ιαµατάρη στη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών, αρµόδιου για τα θέµατα του Απόδηµου Ελληνισµού, το µείζον ζήτηµα της ψήφου των αποδήµων πήρε σάρκα και οστά, φτάνοντας το 2019 για ψήφιση στη Βουλή, γεγονός το οποίο ήταν αποτέλεσµα της 40χρονης ενασχόλησης του πρώην υφυπουργού µε τα κοινά της Οµογένειας, από τη θέση του εκδότη και διευθυντή του «Εθνικού Κήρυκα».

Είμαστε κι εμείς Ελληνες. Και αν δεν κάνω λάθος, η Βουλή φέρει το όνομα «Βουλή των Ελλήνων» και όχι «Βουλή των κατοίκων της Ελλάδας»

Μόλις έναν µήνα πριν, σε κλίµα εθνικής ενότητας, γιορτάζαµε µαζί τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Μια Επανάσταση η οποία κατέστη δυνατή µέσα από τους σκληρούς αγώνες και τις θυσίες των Ελλήνων της ∆ιασποράς της εποχής εκείνης, οι οποίοι µε τη συµβολή των φιλελλήνων έδωσαν τεράστιες µάχες πριν, αλλά και κατά τη διάρκειά της. ∆εν θα ήταν λοιπόν υπερβολικό να πούµε πως χωρίς τον απόδηµο Ελληνισµό δεν θα υπήρχε ελληνικό κράτος. Από τον Ιωάννη Καποδίστρια µέχρι τον Εµµανουήλ Μπενάκη και τον Ανδρέα ∆ρακόπουλο, οι απόδηµοι έχουν αποδείξει πόσα µπορούν να προσφέρουν στην πατρίδα. Παρ’ όλα αυτά, οι εν Ελλάδι πολιτικοί συνεχίζουν να τους θεωρούν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Εύλογα θα ρωτούσε κάποιος τρίτος: «Μα γιατί;». Η απάντηση είναι απλή. Και δεν είναι άλλη από τον φόβο. Φόβο για την ανατροπή του κατεστηµένου. Ενός κατεστηµένου που οδήγησε τη χώρα στα όρια της πτώχευσης και του κοινωνικού διχασµού και από το οποίο ωφελήθηκαν µόνο ορισµένα πολιτικά τζάκια και το 1% της ελίτ. Η λογική τους είναι πως όσο οι πολίτες «τρώγονται» µεταξύ τους, αυτοί θα µένουν στο απυρόβλητο.

Σε γενικές γραµµές, οι Ελληνες της ∆ιασποράς είναι ευκατάστατοι, µορφωµένοι και τρέφουν µια ανιδιοτελή αγάπη για την Ελλάδα. Οι περισσότεροι έχουν επενδύσει στους τόπους καταγωγής τους, στηρίζουν φιλανθρωπικά ιδρύµατα µε έδρα την Ελλάδα, αφήνουν αρκετά χρήµατα στις διακοπές τους, σε πολλές περιπτώσεις στέλνουν χρήµατα στους συγγενείς τους, ενώ αρκετοί έχουν µεγάλες περιουσίες και επιχειρήσεις στην Ελλάδα και ενώ πληρώνουν µεγάλους φόρους, δεν έχουν δικαίωµα ψήφου. Το σλόγκαν της Αµερικανικής Επανάστασης ήταν: «Καµία φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση». Και πολεµήσαµε γι’ αυτό. Το ίδιο ακριβώς συµβαίνει και στη συγκεκριµένη περίπτωση. Οι απόδηµοι καλούνται να σωπάσουν και να πληρώσουν, χωρίς να λαµβάνουν κάποιο ουσιαστικό αντάλλαγµα. Για χρόνια δεν µιλούσαµε, αλλά µέχρι εδώ.

Είµαστε κι εµείς Ελληνες. Και αν δεν κάνω λάθος, η Βουλή φέρει το όνοµα «Βουλή των Ελλήνων» και όχι «Βουλή των κατοίκων της Ελλάδας».