Τον Οκτώβριο του 1944, έπειτα από περισσότερα από δύο χρόνια μακελειού ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Σοβιετικούς, ο Κόκκινος Στρατός διέσχισε τελικά τη μεθόριο και μπήκε σε γερμανικό έδαφος. Το μικρό χωριό Νέμερσντορφ φέρει τη δυστυχή διάκριση να είναι το πρώτο κατοικημένο μέρος που συνάντησαν οι Σοβιετικοί και το όνομά του έγινε σύντομα συνώνυμο της θηριωδίας. Σε ένα αφήνιασμα βίας, λέγεται πως στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού δολοφόνησαν όλους όσους βρήκαν εκεί, άντρες, γυναίκες και παιδιά, προτού επιδοθούν στον ακρωτηριασμό των πτωμάτων τους.

Ενας ανταποκριτής της ελβετικής εφημερίδας «Le Courrier», που ισχυρίστηκε πως πήγε στο χωριό αφότου οι Σοβιετικοί είχαν απωθηθεί προσωρινά, αηδίασε τόσο με αυτά που είδε, ώστε ένιωσε ανήμπορος να τα εξιστορήσει. «Θα σας απαλλάξω από την περιγραφή των ακρωτηριασμών και της φρικτής κατάστασης των πτωμάτων επί του πεδίου», έγραψε. «Αυτές είναι εντυπώσεις που ξεφεύγουν και από την πιο οργιώδη φαντασία». Καθώς οι Σοβιετικοί προήλαυναν, τέτοιες σκηνές επαναλαμβάνονταν σε όλες τις ανατολικές επαρχίες της Γερμανίας. Στο Ποβάγιεν, κοντά στην Καινιξβέργη, για παράδειγμα, ήταν παντού στρωμένα τα κορμιά νεκρών γυναικών: είχαν βιαστεί και κατόπιν σκοτωθεί άγρια με ξιφολόγχες ή με χτυπήματα από υποκόπανους τυφεκίων στο κεφάλι. Τέσσερις γυναίκες είχαν ξεγυμνωθεί, είχαν δεθεί στο πίσω μέρος ενός σοβιετικού άρματος μάχης και είχαν συρθεί μέχρι να πεθάνουν.

Στο Γκρος Χάιντεκρουγκ, μία γυναίκα είχε σταυρωθεί πάνω στον σταυρό του ιερού της τοπικής εκκλησίας, με δύο Γερμανούς στρατιώτες παρόμοια κρεμασμένους εκατέρωθέν της. Κι άλλες σταυρώσεις συνέβησαν σε άλλα χωριά, όπου γυναίκες βιάστηκαν και κατόπιν καρφώθηκαν πάνω σε πόρτες αχυρώνων. Στο Μέτγκετεν δεν σκοτώθηκαν και ακρωτηριάστηκαν μόνο γυναίκες, αλλά και παιδιά: σύμφωνα με τον Γερμανό λοχαγό που εξέτασε τα πτώματά τους, «τα περισσότερα από τα παιδιά είχαν σκοτωθεί με ένα χτύπημα στο κεφάλι με αμβλύ όργανο», αλλά «μερικά είχαν πολλαπλά τραύματα από ξιφολόγχη στα μικροσκοπικά κορμάκια τους».

H σφαγή γυναικόπαιδων δεν είχε καμία στρατιωτική χρησιμότητα - ήταν μια προπαγανδιστική συμφορά για τον Κόκκινο Στρατό και απλώς σκλήρυνε τη γερμανική αντίσταση. H αναίτια καταστροφή γερμανικών κωμοπόλεων και χωριών ήταν επίσης αντιπαραγωγική. Οπως επεσήμαινε ο Λεβ Κοπέλεφ, ένας Σοβιετικός στρατιώτης, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της πυρπόλησης γερμανικών χωριών, καλό ήταν να επιζητά κανείς εκδίκηση, «αλλά πού περνάμε μετά τη νύχτα; Πού θα βάλουμε τους τραυματίες;». Οταν όμως κοιτά κανείς τέτοια γεγονότα με καθαρά πρακτικούς όρους, σίγουρα χάνει το νόημα. Η επιθυμία για εκδίκηση ήταν ίσως η αναπόφευκτη απάντηση σε μερικές από τις μεγαλύτερες αδικίες που διαπράχθηκαν ποτέ από τον άνθρωπο. Οι στρατιώτες που διέπραξαν αυτές τις ωμότητες είχαν ως κίνητρο μια βαθιά και συχνά προσωπική πικρία. «Εχω πάρει εκδίκηση και θα πάρω κι άλλη», ισχυριζόταν ένας στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού ονόματι Γκόφμαν το 1944, η σύζυγος και δύο παιδιά του οποίου είχαν δολοφονηθεί από τους ναζί στη λευκορωσική κωμόπολη Κρασνοπόλιε (το πολωνικό Κρασνοπόλ). «Εχω δει χωράφια στρωμένα με γερμανικά πτώματα, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Πόσοι από δαύτους θα πρέπει να πεθάνουν για κάθε δολοφονημένο παιδί! Είτε είμαι μέσα στο δάσος είτε σε ένα καταφύγιο, η τραγωδία του Κρασνοπόλιε είναι μπροστά στα μάτια μου. (...) Και ορκίζομαι ότι θα παίρνω εκδίκηση για όσο καιρό το χέρι μου μπορεί να κρατά όπλο».

Αλλοι στρατιώτες είχαν παρόμοιες ιστορίες και παρόμοια δίψα για αίμα. «Η ζωή μου έχει συρρικνωθεί», έγραψε ο Σαλμάν Κισέλεφ έπειτα από τον θάνατο της συζύγου του και των έξι παιδιών του. «Σκότωσαν τη μικρή μου Νιουσένκα», ισχυριζόταν o ανθυπολοχαγός Κράτσοφ, ένας ήρωας της Σοβιετικής Ενωσης, που είχε χάσει τη σύζυγό του και την κόρη του από τα Einsatzgruppen στην Ουκρανία. «Μόνο ένα πράγμα μού έχει απομείνει: εκδίκηση».

Αμέσως μετά τη λήξη του B’ Παγκόσμιου Πολέμου, η απειλή ή η υπόσχεση εκδίκησης διαπερνούσε τα πάντα. Περνούσε σαν μια κλωστή σχεδόν κάθε γεγονός που λάμβανε χώρα, από τη σύλληψη των ναζί και των συνεργατών τους έως τη λεκτική σύνταξη των μεταπολεμικών Συνθηκών, που μορφοποίησαν την Ευρώπη για τις επόμενες δεκαετίες. Ηγέτες από τον Ρούσβελτ έως τον Τίτο έδειξαν ευχαρίστως ανεκτικότητα στις εκδικητικές φαντασιώσεις των υφισταμένων τους και επιδίωξαν να χαλιναγωγήσουν τον λαϊκό πόθο για εκδίκηση, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους πολιτικούς σκοπούς. Διοικητές σε όλους τους συμμαχικούς στρατούς έκαναν τα στραβά μάτια στις υπερβολές των ανδρών τους και πολίτες εκμεταλλεύτηκαν το χάος για να αποκαταστήσουν χρόνια αδυναμίας και θυματοποίησης από δικτάτορες και τυραννίσκους.

Από όλα τα θέματα που αναδύονται στη μελέτη της άμεσης μεταπολεμικής περιόδου, αυτό της εκδίκησης είναι ίσως το πιο καθολικό. Κι όμως, είναι ένα αντικείμενο που σπάνια αναλύεται σε κάποιο βάθος. Ενώ υπάρχουν πολλές έξοχες μελέτες για τη νόμιμη εξαδέλφη της εκδίκησης, την ανταπόδοση -δηλαδή, τη νόμιμη και, υποτίθεται, αμερόληπτη άσκηση της δικαιοσύνης-, δεν υπάρχει γενική μελέτη για τον ρόλο που έπαιξε η εκδίκηση την επαύριο του πολέμου. Οι αναφορές στην εκδίκηση περιορίζονται συνήθως σε επιπόλαιες, μονομερείς διηγήσεις συγκεκριμένων γεγονότων. Σε μερικές περιπτώσεις, η ίδια η ύπαρξή της υποβαθμίζεται επίτηδες από τους ιστορικούς ή ακόμα και απορρίπτεται ξεκάθαρα. Σε άλλες περιπτώσεις διογκώνεται υπερβολικά, πέρα από κάθε μέτρο. Υπάρχουν πολιτικοί και συναισθηματικοί λόγοι και για τις δύο απόψεις, που πρέπει να ληφθούν υπόψη για μια αμερόληπτη κατανόηση των γεγονότων.

Πολλοί ιστορικοί έχουν επίσης πάρει τοις μετρητοίς τις ιστορίες εκείνης της εποχής περί εκδίκησης, δίχως να σταματήσουν για να αναζητήσουν τα κίνητρα εκείνων που έδωσαν για πρώτη φορά αυτές τις εξιστορήσεις. H ιστορία του Νέμερσντορφ αποτελεί ένα τέλειο παράδειγμα. Επί σχεδόν 50 χρόνια κι ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, οι Δυτικοί ιστορικοί αποδέχονταν την εκδοχή των γεγονότων που έδινε η ναζιστική προπαγάνδα. Αυτό γινόταν εν μέρει επειδή τους βόλευε -οι Ρώσοι ήτανοι κακοί της Ευρώπης- και εν μέρει επειδή δεν ήταν σε θέση να έχουν πρόσβαση στα σοβιετικά αρχεία, για να δουν μια εναλλακτική εκδοχή των γεγονότων.

Πιο πρόσφατες μελέτες, ωστόσο, δείχνουν ότι οι ναζί νόθευσαν φωτογραφίες του Νέμερσντορφ και υπερέβαλαν τόσο ως προς το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έλαβε χώρα η σφαγή όσο και ως προς τον αριθμό των ανθρώπων που φονεύθηκαν. Τέτοιες διαστρεβλώσεις της αλήθειας ήταν συνηθισμένες αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν ωμότητες και από τις δύο πλευρές γίνονταν αντικείμενο άγριας εκμετάλλευσης για την προπαγανδιστική τους αξία. Συνεπώς, η πραγματική ιστορία του τι συνέβη στο Νέμερσντορφ, η οποία δεν είναι λιγότερο φρικτή από τις παραδοσιακές εξιστορήσεις, κρύβεται κάτω από στρώσεις αυτού που σήμερα αποκαλούμε «γενικά αποδεκτή εκδοχή». Η εκδίκηση αποτελούσε ένα ουσιαστικό μέρος του θεμελίου πάνω στο οποίο χτίστηκε η μεταπολεμική Ευρώπη. Ολα όσα συνέβησαν μετά τον Πόλεμο φέρουν τη σφραγίδα της: έως και σήμερα, άτομα, κοινότητες, ακόμα και ολόκληρα έθνη εξακολουθούν να ζουν με την πικρία που γεννήθηκε από αυτή την εκδίκηση.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά