Ηεπιχείρηση «Βιστούλας» ξεκίνησε στα τέλη Απριλίου του 1947 και συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού. Πρόθεση δεν ήταν μόνο να «καταστραφούν οι συμμορίες του UPA», αλλά να εργαστεί από κοινού με το Κρατικό Γραφείο Επαναπατρισμού, προκειμένου να διενεργήσει «μια εκκένωση της περιοχής από όλα τα άτομα ουκρανικής εθνικότητας προς τα νοτιοδυτικά εδάφη και μια επανεγκατάστασή τους εκεί με μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά».

Οι ιστορικοί που ισχυρίζονται ότι ο μόνος σκοπός της επιχείρησης ήταν να στερηθεί την υποστήριξη ο UPA αγνοούν αυτές τις ξεκάθαρες δηλώσεις, που διατυπώθηκαν από το ίδιο το Γραφείο Κρατικής Ασφάλειας, διακηρύσσοντας πως η εθνοκάθαρση της χώρας αποτελούσε έναν φανερό, και ξεχωριστό, αντικειμενικό σκοπό. Η επιχείρηση αποσκοπούσε στον ξεριζωμό όλων των εναπομεινάντων ουκρανόφωνων από την Πολωνία μέχρι τον τελευταίο άντρα, γυναίκα και παιδί, και θα περιελάμβανε ακόμα και μικτές πολωνοουκρανικές οικογένειες. Σε αυτούς τους ανθρώπους θα δίνονταν ελάχιστες ώρες να μαζέψουν τα πράγματά τους και κατόπιν θα μεταφέρονταν σε διαμετακομιστικούς κόμβους, για να καταγραφούν. Από εκεί θα μεταφέρονταν σε διάφορες περιοχές στα δυτικά και τα νότια, που ήταν κάποτε γερμανικές, αλλά που τώρα αποτελούσαν μέρος της πολωνικής επικράτειας.\

Θεωρητικά, οι οικογένειες θα μεταφέρονταν μαζί, αλλά στην πράξη σε όλους τους εκτοπιζόμενους θα δινόταν ένας αριθμός και θα εκτοπίζονταν μαζί με εκείνους που καταγράφονταν την ίδια ώρα. Με τον τρόπο αυτόν, μέλη οικογενειών που καταγράφονταν χωριστά συχνά στέλνονταν σε κωμοπόλεις και χωριά που απείχαν χιλιόμετρα μεταξύ τους, εκτός κι αν μπορούσαν να πείσουν (ή να δωροδοκήσουν) αξιωματούχους να τους αφήσουν να μείνουν μαζί. Υποτίθεται επίσης ότι θα επιτρεπόταν στις οικογένειες να πάρουν μαζί τους ρούχα και τιμαλφή, ακόμα και κάποιον αριθμό ζώων, ώστε να συντηρηθούν στα νέα τους σπίτια. Στην πραγματικότητα, σπανίως τους δινόταν αρκετός χρόνος για να μαζέψουν όπως θα έπρεπε τα πράγματά τους και συχνά υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν σημαντικά αντικείμενα στο σπίτι τους, για να τα λεηλατήσουν οι Πολωνοί γείτονές τους. Πολλοί επίσης παραπονούνταν ότι ληστεύτηκαν από ασυνείδητους φρουρούς ή από συμμορίες ντόπιων κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Δεν υπήρχε τίποτε ιδιαίτερα μοναδικό στη συγκέντρωση ολόκληρων χωριών και στον εκτοπισμό τους σε ένα άλλο μέρος της ηπείρου − ο πόλεμος είχε καταστήσει κοινότοπη αυτή την πρακτική και το 1947 ο «εξειδικευμένος» εκτοπισμός των Ουκρανών διαρκούσε ήδη περισσότερο από δύο χρόνια. Ούτε η κλίμακά του ήταν μοναδική − για την ακρίβεια, δεν ήταν παρά ένα σχετικά ήσσον γεγονός σε σύγκριση με την πανευρωπαϊκής κλίμακας απέλαση των Γερμανών. Αυτό που καθιστούσε τον εν λόγω εκτοπισμό διαφορετικό από όλους τους άλλους ήταν o σκοπός του: οι πολωνικές Αρχές δεν ήθελαν απλώς να εκδιώξουν αυτή την εθνοτική ομάδα, αλλά να την αναγκάσουν να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της ότι αποτελούσε μια χωριστή εθνότητα. Θα υποχρεώνονταν να αλλάξουν τον τρόπο που μιλούσαν, τον τρόπο που λάτρευαν και τον τρόπο που μορφώνονταν. 

Η όλη διαδικασία ήταν πολύ θλιβερή, όπως δείχνουν καθαρά οι συνεντεύξεις με ουκρανόφωνους Πολωνούς τα πρόσφατα χρόνια. Για την Αννα Κλίμαζ και τη Ροζαλία Νάιντουχ, δύο Λέμκος που εκτοπίστηκαν από το χωριό τους, την Μπεντνάρκα στη Γαλικία, το πιο θλιβερό γεγονός ήταν η ίδια η εκδίωξη και ιδίως η συμπεριφορά των Πολωνών γειτόνων τους. Αντί να τους υποστηρίξουν ή να τους βοηθήσουν, οι ντόπιοι Πολωνοί έδειχναν μόνο ανυπόμονοι να απαλλαγούν από δαύτους και λεηλατούσαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους με ενθουσιασμό προτού ακόμη φύγουν. Οι συγχωριανοί που αρνήθηκαν να επιτρέψουν σε πλιατσικολόγους να μπουν στα σπίτια τους ξυλοκοπούνταν, ενώ άλλοι υποχρεώθηκαν να κάθονται και να παρακολουθούν την ώρα που τα σπίτια τους καταληστεύονταν μπροστά στα μάτια τους. Από κάποιους μάλιστα κλάπηκαν πράγματα από τα κάρα όπου τα φόρτωναν, για να τα πάρουν μαζί τους, με τα λόγια: «Μην πάρεις αυτό, μην πάρεις εκείνο. Δεν θα το χρειαστείς αυτό πλέον...».

Στα στρατόπεδα διερχομένων συλλαμβάνονταν όσοι ήταν ύποπτοι για παρτιζάνικη ανάμιξη. Γι’ αυτούς, το άγχος του εκτοπισμού έγινε τώρα εφιάλτης. Στέλνονταν σε φυλακές και σε στρατόπεδα κράτησης, το πιο διαβόητο από τα οποία ήταν το Γιαβόρζνο, ένα πρώην ναζιστικό στρατόπεδοφυλακή, που το είχαν υπό τον έλεγχό τους τώρα οι πολωνικές Αρχές. Εκεί ξυλοκοπούνταν, ληστεύονταν και υποβάλλονταν σε ένα καθεστώς κακής διατροφής, κακής υγιεινής και άθλιας μεταχείρισης. Ενας από τους πολλούς διοικητές του στρατοπέδου ήταν o διαβόητος Σαλόμον Μόρελ, που μετατέθηκε εκεί έπειτα από τη θητεία του ως επικεφαλής στο στρατόπεδο για Γερμανούς στη Ζγκόντα, μια μικρή, επαρχιακή κωμόπολη κοντά στο προάστιο Σβιετοχλόβιτσε, στη σημερινή Νοτιοδυτική Πολωνία. Οπως και στη Ζγκόντα, οι κρατούμενοι βασανίζονταν από σαδιστές δεσμοφύλακες, που τους κρεμούσαν από σωλήνες, τους τρυπούσαν με καρφίτσες, τους ανάγκαζαν διά της βίας να καταπιούν διάφορα ύποπτα υγρά και τους έδερναν με μεταλλικούς λοστούς, με ηλεκτρικά καλώδια, με κοντάκια τυφεκίων και διάφορα άλλα όργανα. Στο ουκρανικό υποστρατόπεδο στο Γιαβόρζνο, 161 κρατούμενοι πέθαναν ως αποτέλεσμα του υποσιτισμού και άλλοι πέντε από τύφο, ενώ δύο γυναίκες αυτοκτόνησαν.

Για την πλειονότητα των Ουκρανών, στο μεταξύ, το επόμενο στάδιο ήταν το ταξίδι τους προς τα νέα τους σπίτια. Φίλοι και γνωστοί χωρίζονταν, φορτώνονταν σε τρένα μαζί με τα ζώα τους −τέσσερις οικογένειες και τα ζώα τους σε κάθε βαγόνι− και μεταφέρονταν στις πρώην γερμανικές επαρχίες της Ανατολικής Πρωσίας, της Πομερανίας και της Σιλεσίας, στην αντίπερα πλευρά της Πολωνίας. Παρόλο που το ταξίδι δεν ήταν καθόλου τρομακτικό όσο η δοκιμασία που περίμενε όσους στέλνονταν στο Γιαβόρζνο, υπήρχε μία σύντομη στιγμή πανικού όταν τα τρένα περνούσαν σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το Αουσβιτς. Το ταξίδι μπορούσε να διαρκέσει μέχρι και δύο εβδομάδες και κατά τη διάρκειά του οι εκτοπισθέντες βρώμιζαν και γέμιζαν ψείρες. Παρά την αβεβαιότητα και την έλλειψη άνεσης, το ταξίδι δεν ήταν τόσο δυσάρεστο όσο η άφιξη των ανθρώπων σε έναν καινούργιο και άγνωστο τόπο. Ο τρόπος με τον οποίο υποτίθεται ότι θα λειτουργούσε το σύστημα ήταν ο εξής: σε κάθε οικογένεια δινόταν ένας προορισμός και αναμενόταν να παρουσιαστεί στο τοπικό Κρατικό Γραφείο Επαναπατρισμού όταν θα έφτανε εκεί. Θα της δινόταν ένα σπίτι για να ζήσει εκεί, απευθείας ή με κλήρωση. Εχοντας εγκαταλειφθεί από τους Γερμανούς πρώην ιδιοκτήτες τους, αυτά τα ακίνητα υποτίθεται πως ήταν επιπλωμένα − η ιδέα ήταν πως η επίπλωση που οι εκτοπισθέντες Ουκρανοί και Λέμκος υποχρεώθηκαν να αφήσουν πίσω τους θα αντικαθίστατο από την επίπλωση που θα έβρισκαν μέσα στα καινούργια τους σπίτια.

Στην πραγματικότητα, όμως, οτιδήποτε είχε κάποια αξία είχε από καιρό λεηλατηθεί ή είχε κατασχεθεί από διεφθαρμένους αξιωματούχους. Εως το 1947, τα καλύτερα ακίνητα τα είχαν πάρει οι εκτοπισθέντες Πολωνοί, αφήνοντας μόνο εγκαταλελειμμένα κτίρια, ληστευμένα διαμερίσματα ή διαλυμένα αγροκτήματα με απελπιστικά φτωχό χώμα. Οι οικογένειες που έφταναν εκεί συχνά εγκατέλειπαν τα μέρη που τους είχαν παραχωρηθεί και τριγυρνούσαν στην τύχη στην ύπαιθρο, ψάχνοντας για κάτι καλύτερο.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά