
Αντιρωσικής υστερίας το ιστόρημα - Μέρος 1ο
Ο εξ απορρήτων
Η Κίνα ούτε μπορεί ούτε θέλει να διεκδικήσει τη θέση που (υποτίθεται ότι) κατείχαν μέχρι τώρα οι ΗΠΑ ως ηγέτιδα δύναμη του πλανήτη. Οι «αποικιοκρατικές» της διεισδύσεις σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής δεν απειλούν τα ζωτικά συμφέροντα της Δύσης
Ένας από τους κύριους λόγους πίσω από τη στάση Τραμπ είναι η επιδίωξή του να αποσπάσει τη Ρωσία από τη σύμπλευσή της με την Κίνα, καθώς η πολιτική της «διπλής ανάσχεσης» εκ των πραγμάτων ωθεί τις δύο μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις τη μία στην αγκαλιά της άλλης. Δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι οι ΗΠΑ θέλουν να εμπλακούν σε πόλεμο με την Κίνα, αλλά προσδοκούν να μη γίνει πρώτος μεταξύ ίσων σε ένα πολυπολικό σύστημα.
Διότι, αν τα πράγματα παραμείνουν στην ίδια γραμμή, θα δημιουργηθεί το πρόπλασμα ενός γεωπολιτικού μεγέθους που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη υπέρ-υπερδύναμη (hyper power) στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεδομένου ότι τα μεγέθη αυτού του συμπλόκου είναι απλά τεράστια, από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς. Και αυτό, παρότι η Ρωσία με την Κίνα από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχαν μετατραπεί σε θανάσιμους γεωπολιτικούς αντιπάλους. H μαοϊκή Κίνα, μάλιστα, είχε προσεγγίσει στρατηγικά τις ΗΠΑ, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει την τότε σοβιετική απειλή. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για «φυσικούς» συμμάχους και η καχυποψία μεταξύ τους είναι δεδομένη.
Για να μπορέσουν, λοιπόν, οι ΗΠΑ να επαναφέρουν την παραδοσιακή λογική του «διαίρει και βασίλευε» και να αποφύγουν τη δημιουργία μιας υπέρ-υπερδύναμης, πρέπει να σπάσουν τον άξονα Ρωσίας-Κίνας. Πρέπει, επομένως, να ανοίξουν διαύλους με τη Μόσχα, για να μην είναι αναγκασμένη να είναι εξαρτημένη από το Πεκίνο.
Για να ξεκινήσει και να πετύχει αυτό, πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ομως, ο τερματισμός του πολέμου είναι μία δύσκολη διαδικασία, όπως διαπιστώνει ο Τραμπ. Ο κύριος λόγος είναι ότι οι πόλεμοι αποκτούν πάντα τη δική τους δυναμική και δεν αρκούν οι καλές προθέσεις για να τερματιστούν.
Το ερώτημα μετά τις τελευταίες εξελίξεις είναι αν τελικώς ο Τραμπ θα παρασυρθεί στη λογική του «κόμματος του πολέμου», της Ε.Ε. και του αμερικανικού βαθέος κράτους, όπως εμφανώς επιδιώκουν να τον ρυμουλκήσουν. Με τη διορία των 50 ημερών που έδωσε στη Μόσχα για να καταλήξει σε εκεχειρία και τη διάψευση του δημοσιεύματος των «Financial Times» ότι έδωσε «πράσινο φως» στον Ζελένσκι για πλήγματα στη Μόσχα (σ.σ.: ο Λευκός Οίκος αναφέρθηκε σε απλή «περιέργεια» του Τραμπ για το αν έχουν οι Ουκρανοί αυτήν τη δυνατότητα) δείχνει ότι ακόμη επιδιώκει να το αποφύγει, χωρίς βεβαίως να μπορούμε να προεξοφλήσουμε τη συνέχεια.
Τι είναι, όμως, αυτό που ώθησε τη Δύση στο να στραφεί εναντίον και των δύο, αντί να επιλέξει μια πολιτική «διαίρει και βασίλευε», που είναι και το θεμέλιο της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σοφίας; Μια αρχική απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι αυτή ήταν μια αναγκαστική επιλογή, γιατί και οι δύο αυτές χώρες είναι ακραία εχθρικές και επιθετικές έναντι της Δύσης, με αποτέλεσμα να μην αφήνεται κάποια άλλη επιλογή πέρα από την αντιπαλότητα.
Ομως, κάτι τέτοιο δεν φαινόταν να επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία αυτό που κυρίως επιδίωκαν και επιδιώκουν είναι να δημιουργήσουν μια ζώνη ασφαλείας στο εγγύς εξωτερικό τους, κάτι που ουδόλως απειλεί τα στρατηγικά συμφέροντα των δυτικών χωρών.
Η Κίνα προσπαθεί -με μια παρανοϊκή ανάγνωση του Δικαίου της Θάλασσας- να μετατρέψει τη Νότιο Σινική Θάλασσα σε κινεζικό «γαλάζιο έδαφος», έτσι ώστε να δημιουργήσει μια θαλάσσια προέκταση που θα λειτουργεί ως γεωπολιτική ασπίδα. Αυτή, ναι μεν, είναι μια επιθετική ενέργεια έναντι των χωρών της περιοχής, πλην όμως εκφράζει μια αμυντική λογική στο ευρύτερο διεθνές επίπεδο. Στον αντίποδα των ΗΠΑ, συνορεύει με χώρες που είναι ανταγωνιστικές της.
Γενικότερα, η Κίνα ούτε μπορεί ούτε θέλει να διεκδικήσει τη θέση που (υποτίθεται ότι) κατείχαν μέχρι τώρα οι ΗΠΑ ως ηγέτιδα δύναμη του πλανήτη. Οι «αποικιοκρατικές» της διεισδύσεις σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής δεν απειλούν τα ζωτικά συμφέροντα της Δύσης. Είναι, δε, εξόχως τρωτές σε δυτικά αντίμετρα, αν έτσι κριθεί σκόπιμο.
Τις διαδρομές, δε, που ενώνουν την Κίνα με τον έξω κόσμο συνεχίζει να ελέγχει κατά κύριο λόγο η Δύση και οι σύμμαχοί της. Επιπροσθέτως, η σημερινή Κίνα, σε αντίθεση με αυτήν της μαοϊκής εποχής, είναι πιο τρωτή, ακριβώς γιατί εξαρτάται από το εξωτερικό για εισροές πρώτων υλών, ενέργειας, τροφίμων και στο μέλλον πιθανώς και πόσιμου νερού, όπως και για τις εξαγωγές των προϊόντων της. Οσο αυξάνεται η ισχύς της Κίνας, όντας εμπορική αυτοκρατορία, τόσο αυξάνεται η τρωτότητά της…
Αν αυτό είχε συμφωνηθεί, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχαμε φτάσει στη ρωσική εισβολή. Το Κίεβο, ωστόσο, ζητούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και το ΝΑΤΟ δήλωνε ότι ακολουθεί πολιτική «ανοικτών θυρών».
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Διότι, αν τα πράγματα παραμείνουν στην ίδια γραμμή, θα δημιουργηθεί το πρόπλασμα ενός γεωπολιτικού μεγέθους που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη υπέρ-υπερδύναμη (hyper power) στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεδομένου ότι τα μεγέθη αυτού του συμπλόκου είναι απλά τεράστια, από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς. Και αυτό, παρότι η Ρωσία με την Κίνα από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχαν μετατραπεί σε θανάσιμους γεωπολιτικούς αντιπάλους. H μαοϊκή Κίνα, μάλιστα, είχε προσεγγίσει στρατηγικά τις ΗΠΑ, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει την τότε σοβιετική απειλή. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για «φυσικούς» συμμάχους και η καχυποψία μεταξύ τους είναι δεδομένη.
Για να μπορέσουν, λοιπόν, οι ΗΠΑ να επαναφέρουν την παραδοσιακή λογική του «διαίρει και βασίλευε» και να αποφύγουν τη δημιουργία μιας υπέρ-υπερδύναμης, πρέπει να σπάσουν τον άξονα Ρωσίας-Κίνας. Πρέπει, επομένως, να ανοίξουν διαύλους με τη Μόσχα, για να μην είναι αναγκασμένη να είναι εξαρτημένη από το Πεκίνο.
Για να ξεκινήσει και να πετύχει αυτό, πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ομως, ο τερματισμός του πολέμου είναι μία δύσκολη διαδικασία, όπως διαπιστώνει ο Τραμπ. Ο κύριος λόγος είναι ότι οι πόλεμοι αποκτούν πάντα τη δική τους δυναμική και δεν αρκούν οι καλές προθέσεις για να τερματιστούν.
Το ερώτημα μετά τις τελευταίες εξελίξεις είναι αν τελικώς ο Τραμπ θα παρασυρθεί στη λογική του «κόμματος του πολέμου», της Ε.Ε. και του αμερικανικού βαθέος κράτους, όπως εμφανώς επιδιώκουν να τον ρυμουλκήσουν. Με τη διορία των 50 ημερών που έδωσε στη Μόσχα για να καταλήξει σε εκεχειρία και τη διάψευση του δημοσιεύματος των «Financial Times» ότι έδωσε «πράσινο φως» στον Ζελένσκι για πλήγματα στη Μόσχα (σ.σ.: ο Λευκός Οίκος αναφέρθηκε σε απλή «περιέργεια» του Τραμπ για το αν έχουν οι Ουκρανοί αυτήν τη δυνατότητα) δείχνει ότι ακόμη επιδιώκει να το αποφύγει, χωρίς βεβαίως να μπορούμε να προεξοφλήσουμε τη συνέχεια.
Ο νέος «Ψυχρός Πόλεμος»
Τι είναι, όμως, αυτό που ώθησε τη Δύση στο να στραφεί εναντίον και των δύο, αντί να επιλέξει μια πολιτική «διαίρει και βασίλευε», που είναι και το θεμέλιο της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σοφίας; Μια αρχική απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι αυτή ήταν μια αναγκαστική επιλογή, γιατί και οι δύο αυτές χώρες είναι ακραία εχθρικές και επιθετικές έναντι της Δύσης, με αποτέλεσμα να μην αφήνεται κάποια άλλη επιλογή πέρα από την αντιπαλότητα.
Ομως, κάτι τέτοιο δεν φαινόταν να επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία αυτό που κυρίως επιδίωκαν και επιδιώκουν είναι να δημιουργήσουν μια ζώνη ασφαλείας στο εγγύς εξωτερικό τους, κάτι που ουδόλως απειλεί τα στρατηγικά συμφέροντα των δυτικών χωρών.
Η Κίνα προσπαθεί -με μια παρανοϊκή ανάγνωση του Δικαίου της Θάλασσας- να μετατρέψει τη Νότιο Σινική Θάλασσα σε κινεζικό «γαλάζιο έδαφος», έτσι ώστε να δημιουργήσει μια θαλάσσια προέκταση που θα λειτουργεί ως γεωπολιτική ασπίδα. Αυτή, ναι μεν, είναι μια επιθετική ενέργεια έναντι των χωρών της περιοχής, πλην όμως εκφράζει μια αμυντική λογική στο ευρύτερο διεθνές επίπεδο. Στον αντίποδα των ΗΠΑ, συνορεύει με χώρες που είναι ανταγωνιστικές της.
Γενικότερα, η Κίνα ούτε μπορεί ούτε θέλει να διεκδικήσει τη θέση που (υποτίθεται ότι) κατείχαν μέχρι τώρα οι ΗΠΑ ως ηγέτιδα δύναμη του πλανήτη. Οι «αποικιοκρατικές» της διεισδύσεις σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής δεν απειλούν τα ζωτικά συμφέροντα της Δύσης. Είναι, δε, εξόχως τρωτές σε δυτικά αντίμετρα, αν έτσι κριθεί σκόπιμο.
Τις διαδρομές, δε, που ενώνουν την Κίνα με τον έξω κόσμο συνεχίζει να ελέγχει κατά κύριο λόγο η Δύση και οι σύμμαχοί της. Επιπροσθέτως, η σημερινή Κίνα, σε αντίθεση με αυτήν της μαοϊκής εποχής, είναι πιο τρωτή, ακριβώς γιατί εξαρτάται από το εξωτερικό για εισροές πρώτων υλών, ενέργειας, τροφίμων και στο μέλλον πιθανώς και πόσιμου νερού, όπως και για τις εξαγωγές των προϊόντων της. Οσο αυξάνεται η ισχύς της Κίνας, όντας εμπορική αυτοκρατορία, τόσο αυξάνεται η τρωτότητά της…
Η Ουκρανία ως buffer state
Από πλευράς της, η Ρωσία έχει εκπέσει αμετάκλητα από τη θέση της υπερδύναμης που κατείχε ως Σοβιετική Ενωση. Αντιμετωπίζει σήμερα πολλά προβλήματα και, κυρίως, δεν δείχνει διάθεση να απειλήσει κάποιο δυτικό κράτος. Σε ό,τι αφορά στην Ουκρανία, αυτό που σταθερά επεδίωκε το Κρεμλίνο ήταν να τη μετατρέψει σε buffer state (κράτος-μαξιλάρι). Δηλαδή, να λειτουργεί ως μια ουδέτερη ζώνη, ως χώρα «αποσβεστήρας κραδασμών», μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ.Αν αυτό είχε συμφωνηθεί, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχαμε φτάσει στη ρωσική εισβολή. Το Κίεβο, ωστόσο, ζητούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και το ΝΑΤΟ δήλωνε ότι ακολουθεί πολιτική «ανοικτών θυρών».
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά