Σε συνέχεια του άρθρου της προηγούμενης εβδομάδας, θα ήταν τεράστιο λάθος να αποδώσουμε τα προβλήματα της νέας γεωπολιτικής συνθήκης σε ιδιορρυθμίες της προσωπικότητας του προέδρου Τραμπ (δεν συζητάμε καν για τις εξοργιστικά παρανοϊκές και ανοϊκές, σε σημείο κρετινισμού, αντιλήψεις ότι ο πρόεδρος Τραμπ ελέγχεται από τη Μόσχα και τα συναφή). Αντιθέτως, φαίνεται ότι αποτελούν στοιχείο των γεωπολιτικών κοσμοαναγνώσεων ευρύτερων και βαθύτερων δυνάμεων και δομών εξουσίας μέσα στο πολιτικό οικοσύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναλυτικότερα, θα πρέπει να αντιληφθούμε το νέο κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής των ΗΠΑ ως έκφανση στο τακτικό επίπεδο μιας ευρύτερης και μακρόπνοης υψηλής αμερικανικής στρατηγικής, εν μέρει άτυπης, αλλά υπαρκτής, η οποία προκύπτει από τις γεωπολιτικές αναγνώσεις του βαθέος συστήματος εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι αναγνώσεις αυτές ναι μεν είναι υποκειμενικές ως έναν βαθμό, αλλά εδράζονται πάνω σε μια απολύτως αντικειμενική γεωγραφική πραγματικότητα.

Στο πιο θεμελιώδες επίπεδο, η πραγματικότητα αυτή είναι ότι ο κόσμος αποτελείται από δύο μεγάλα νησιά που βρίσκονται μέσα στον παγκόσμιο ωκεανό. Ενα μεγαλύτερο και ένα μικρότερο. Το μεγάλο νησί είναι η «Παγκόσμια Νήσος» (World Island κατά sir Halford Mackinder), δηλαδή το σύμπλεγμα Ευρασίας-Αφρικής, με κυρίαρχη δομή την Ευρασία, και το δεύτερο η Αμερική. Οι ΗΠΑ, ως απόλυτα κυρίαρχη δύναμη στην Αμερική και στους ωκεάνιους δρόμους, έχουν ως θεμελιώδες συμφέρον την ύπαρξη μιας διαιρεμένης Ευρασίας, με ανταγωνιστικές δυνάμεις σε αυτήν.

Κι αυτό γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, οι τεράστιοι πόροι της Ευρασίας δεν θα αφιερωθούν στην ανάπτυξη ισχυρών χερσαίων στρατευμάτων, τα οποία θα πολεμάνε το ένα το άλλο, αλλά σε ένα πανίσχυρο ναυτικό, το οποίο αργά ή γρήγορα θα απειλήσει και τις ΗΠΑ. Αυτό δεν είναι πλέον μια θεωρητική πραγματικότητα. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι το Ναυτικό της Κίνας, μόλις έπαψε να υφίσταται η απειλή της Ρωσίας, αναπτύσσεται με τρομακτικά γρήγορους ρυθμούς.

Φυσικά, αυτή είναι απλώς μια έκφανση, ίσως η πιο απλοϊκή, του άτυπου, πλην όμως απόλυτα και αδυσώπητα υπαρκτού ανταγωνισμού μεταξύ Αμερικής και Ευρασίας. Ομως, η ίδια φιλοσοφία κυριαρχεί παντού. Ιδιαίτερα σε έναν παγκοσμιοποιημένο οικονομικά και τεχνολογικά κόσμο. Σε έναν «Επίπεδο Κόσμο» κατά τον χαρακτηρισμό του Φρίντμαν. Μια συσπειρωμένη Ευρασία αποτελεί μια τεράστια αγορά, μεταξύ των άλλων, αλλά και ένα απέραντο πεδίο φυσικών πόρων, ενεργειακών πηγών, βιομηχανίας, υψηλής τεχνολογίας, ανθρώπινου δυναμικού κ.ά., έναντι της οποίας οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αντιτάξουν ισάξια μεγέθη. Ακόμα και οι ΗΠΑ με το «προγεφύρωμά» τους στην Ευρασία, κατά την κυνική ορολογία του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, δηλαδή τη Δυτική Ευρώπη, θα κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα περιθωριοποιημένο μέγεθος.

Η Ευρώπη και η ινδική γεωστρατηγική

Το «προγεφύρωμα» θα πρέπει να ασκεί επίδραση στο ευρύτερο εσωτερικό, αλλιώς κινδυνεύει να εξελιχθεί σε έναν απομονωμένο υπό πολιορκία χώρο, όπως ήταν το προγεφύρωμα του Αντζιο στην Ιταλία κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ή οι συμμαχικές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρα, ίσως ακόμα και κυρίαρχες αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η πολιτική Τραμπ είναι έκφανση του παραδοσιακού απομονωτισμού των ΗΠΑ ή ότι οι ΗΠΑ θέλουν να μετακινήσουν την προσοχή τους προς την Κίνα να είναι από περιοριστικές έως παραπλανητικές ή, ακόμα, και εντελώς λανθασμένες.

Κατά την άποψη του γράφοντος, η πολιτική Τραμπ βασίζεται πάνω στη θεμελιώδη αγγλοσαξονική γεωπολιτική ανάγνωση του κόσμου, δηλαδή στην ανάγκη η Ευρασία να είναι διαχωρισμένη σε ανταγωνιστικές δυνάμεις που βλέπουν με καχυποψία η μία την άλλη. Ετσι, η «ήπια προσέγγιση» της Ρωσίας, που φαίνεται πως επιδιώκει ο Τραμπ, αποτελεί πιθανώς το πρώτο βήμα για την ενεργοποίηση μιας διαδικασίας αποσυσπείρωσης του σχήματος Ρωσίας - Κίνας, το οποίο τον τελευταίο καιρό, μετά τη διάσκεψη της Σανγκάης, τείνει να μετατραπεί σε σχήμα Ρωσίας - Κίνας - Ινδίας.

Σε πολύ γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική Τραμπ αποσκοπεί στο να κάνει τη Ρωσία με την Κίνα να θυμηθούν ότι είναι ιστορικοί αντίπαλοι και έχουν και πολλά ανταγωνιστικά στοιχεία στις σημερινές τους γεωπολιτικές ταυτότητες. Αρα, η Ρωσία πρέπει να πάψει να είναι «κλειστή» προς τη Δύση, ώστε να μην είναι αναγκασμένη να προσκολλάται στην Κίνα. Επιπροσθέτως, μία απόλυτα εχθρικά προς τη Δύση Ρωσία ή μία απόλυτα εχθρικά προς τη Ρωσία Δύση απειλεί να οδηγήσει και την Ινδία σε ενσωμάτωση σε ένα εχθρικό προς τη Δύση γεωπολιτικό σχήμα, εξαιτίας των ιδιαίτερων σχέσεων που έχει το Νέο Δελχί με τη Μόσχα και δεν μπορεί να πάψει να έχει.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει ίσως να πούμε ότι η ισχυρή σχέση Ινδίας - Ρωσίας προέκυψε εν πολλοίς ως ένα ανεπιθύμητο παράπλευρο της προσέγγισης με την Κίνα που επεδίωξε και επέτυχε το δίδυμο Νίξον - Κίσινγκερ, εν παραλλήλω με τη σχέση Πακιστάν - ΗΠΑ που υπήρχε λόγω της θέσης του Πακιστάν στη σοβιετική περιφέρεια. Οπως χαρακτηριστικά γράφει ο Shivsankar Menon, για τους Ινδούς ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε το 1971, όταν οι ΗΠΑ στήριξαν αποφασιστικά το Πακιστάν στον πόλεμο με την Ινδία, πίεσαν την Κίνα να παρέμβει στρατιωτικά υπέρ του Πακιστάν και εντέλει απείλησαν με παρέμβαση ναυτικών δυνάμεων των ΗΠΑ.

Εκτοτε, η σχέση Ινδίας - Σοβιετικής Ενωσης (και εν συνεχεία Ρωσίας) απέκτησε υπαρξιακές (existential) διαστάσεις για την ινδική γεωστρατηγική. Αρα, η Ινδία ωθείται δι' αυτής της αναγκαιότητας προς μια ενσωμάτωση στο ήδη υπάρχον σινορωσικό γεωπολιτικό σχήμα. Εδώ βέβαια μπορεί να προκύψει η αυτονόητη αντίρρηση ότι η Ινδία με την Κίνα έχουν όχι μόνο εξόχως ανταγωνιστικές γεωπολιτικές ταυτότητες, αλλά και ανοιχτά ζητήματα, με προεξάρχον, φυσικά, τα διαφιλονικούμενα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, το θέμα των οποίων οδηγεί διαρκώς σε βίαια έως και θανατηφόρα επεισόδια μεταξύ των δύο χωρών.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά