
Ξέρουν πώς δεν θέλουν να είναι το κόµµα τους, αλλά δεν ξέρουν και τι θέλουν
Άρθρο γνώμης
Η µεγάλη πλειονότητα των εκλογέων, ακόµα και αυτών που ψηφίζουν σε όλες τις εκλογές, δυσκολεύεται να αντιληφθεί τις διαφορές πολιτικών που είχε συνηθίσει να µάχονται στο ίδιο µετερίζι
Παρακολουθώ την προσπάθεια πρώην στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να εξηγήσουν στο εκλογικό τους κοινό τις διαφοροποιήσεις τους σε σχέση µε το παλιό τους κόµµα. Η ρητορική τους συνοψίζεται στη φράση: «∆εν είναι αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ που εµείς υπηρετήσαµε». Με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να παρουσιάζει σε αυτό το φεγγάρι την ελκυστικότερη εκδοχή. Αυτό το φαινόµενο δεν περιορίζεται βέβαια µόνο στην Αριστερά, καθώς χαρακτηρίζει όλους τους πολιτικούς χώρους στην Ελλάδα.
Οσοι σήµερα συµπορεύονται µε το ΜέΡΑ25 και τον Γιάνη Βαρουφάκη υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ µεταλλάχθηκε σε µνηµονιακό κόµµα µετά το καλοκαίρι του 2015. Η πρόεδρος της Πλεύσης είναι ακόµα πιο επιθετική υποστηρίζοντας ότι ο Αλέξης Τσίπρας ήταν από την αρχή «πουληµένος». Οσοι ακολούθησαν τον Στέφανο Κασσελάκη στέκονται περισσότερο στην καθαίρεση του επικεφαλής τους και στο «συνέδριο του µπουζουξίδικου», ενώ η ρητορική του προέδρου της Νέας Αριστεράς, Αλέξη Χαρίτση, υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραµένει προβληµατικός, παρά την τελευταία αλλαγή ηγεσίας. Οι συγκρούσεις του παρελθόντος δυσχεραίνουν σε µεγάλο βαθµό τις συγκλίσεις στο παρόν. Το ΠΑΣΟΚ, πάλι, δέχθηκε οξεία κριτική, ότι έχει απολέσει τον πατριωτικό χαρακτήρα του ή την αριστερή του κατεύθυνση ήδη από τις προηγούµενες δεκαετίες. Πολλοί και πολύ διαφορετικοί µεταξύ τους υπήρξαν ΠΑΣΟΚ κάποια στιγµή και αποχώρησαν για πολλούς, διαφορετικούς λόγους, που δεν θα µπορούσαν να χωρέσουν σε αυτό το άρθρο. Από το φαινόµενο, που θα µπορούσε να ονοµαστεί «∆εν είναι αυτό το κόµµα µας πλέον», δεν ξεφεύγει ούτε το κυβερνών κόµµα. Ο πρώην πρόεδρός του και πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαµαράς σε πρόσφατο άρθρο του στα «Νέα» ανέφερε ότι δεν µιλάµε πια για κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας, αλλά για κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ολα αυτά αφορούν, όµως, τα στελέχη των κοµµάτων. Η µεγάλη πλειονότητα των εκλογέων, ακόµα και αυτών που ψηφίζουν σε όλες τις εκλογές, δυσκολεύεται να αντιληφθεί τις διαφορές πολιτικών, που είχε συνηθίσει να µάχονται στο ίδιο µετερίζι. Αντιθέτως, στους περισσότερους φαίνεται λογικό η Νέα ∆ηµοκρατία του 2025 να είναι διαφορετική από αυτή του Κωνσταντίνου Καραµανλή στα 70s, που έβαλε τη χώρα στην ΕΟΚ, ή από εκείνη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που πρωτοµίλησε για ιδιωτικοποιήσεις, και από τη Ν.∆. των ετών της οικονοµικής κρίσης. Επίσης, όσο και αν πολλοί νοσταλγούν το «παλιό το ΠΑΣΟΚ, το ορθόδοξο», αντιλαµβάνονται ότι οι πολιτικές του Αντρέα δεν θα µπορούσαν να εφαρµοστούν σήµερα και δεν πιστεύουν ότι θα µπορούσε το Κίνηµα να φτάσει σε ποσοστά ΓΑΠ. Αν το πίστευαν, το 2021 θα είχαν εκλέξει πρόεδρο τον ΓΑΠ. Αλλωστε, το παράδειγµα του τελευταίου απέδειξε ότι ακόµα και αν ένα κόµµα έχει ισχυρή λαϊκή εντολή, όταν η εποχή αλλάζει, αυτό δεν µπορεί να σταθεί. Τέτοια στιγµή ήταν για το ΠΑΣΟΚ το 2011, όταν έκανε στροφή στον ρεαλισµό. Για τη Νέα ∆ηµοκρατία ήταν σίγουρα το 2015, όταν έπειτα από τρεις ηχηρές ήττες προχώρησε σε αλλαγή γενιάς στην ηγεσία της. Ισως το ’15 να ήταν και για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν το συνειδητοποίησαν εγκαίρως. Ετσι, σήµερα, δέκα χρόνια µετά, όλες οι πλευρές ξέρουν πώς δεν θέλουν να είναι το κόµµα τους, αλλά δεν ξέρουν και τι θέλουν.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Οσοι σήµερα συµπορεύονται µε το ΜέΡΑ25 και τον Γιάνη Βαρουφάκη υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ µεταλλάχθηκε σε µνηµονιακό κόµµα µετά το καλοκαίρι του 2015. Η πρόεδρος της Πλεύσης είναι ακόµα πιο επιθετική υποστηρίζοντας ότι ο Αλέξης Τσίπρας ήταν από την αρχή «πουληµένος». Οσοι ακολούθησαν τον Στέφανο Κασσελάκη στέκονται περισσότερο στην καθαίρεση του επικεφαλής τους και στο «συνέδριο του µπουζουξίδικου», ενώ η ρητορική του προέδρου της Νέας Αριστεράς, Αλέξη Χαρίτση, υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραµένει προβληµατικός, παρά την τελευταία αλλαγή ηγεσίας. Οι συγκρούσεις του παρελθόντος δυσχεραίνουν σε µεγάλο βαθµό τις συγκλίσεις στο παρόν. Το ΠΑΣΟΚ, πάλι, δέχθηκε οξεία κριτική, ότι έχει απολέσει τον πατριωτικό χαρακτήρα του ή την αριστερή του κατεύθυνση ήδη από τις προηγούµενες δεκαετίες. Πολλοί και πολύ διαφορετικοί µεταξύ τους υπήρξαν ΠΑΣΟΚ κάποια στιγµή και αποχώρησαν για πολλούς, διαφορετικούς λόγους, που δεν θα µπορούσαν να χωρέσουν σε αυτό το άρθρο. Από το φαινόµενο, που θα µπορούσε να ονοµαστεί «∆εν είναι αυτό το κόµµα µας πλέον», δεν ξεφεύγει ούτε το κυβερνών κόµµα. Ο πρώην πρόεδρός του και πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαµαράς σε πρόσφατο άρθρο του στα «Νέα» ανέφερε ότι δεν µιλάµε πια για κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας, αλλά για κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ολα αυτά αφορούν, όµως, τα στελέχη των κοµµάτων. Η µεγάλη πλειονότητα των εκλογέων, ακόµα και αυτών που ψηφίζουν σε όλες τις εκλογές, δυσκολεύεται να αντιληφθεί τις διαφορές πολιτικών, που είχε συνηθίσει να µάχονται στο ίδιο µετερίζι. Αντιθέτως, στους περισσότερους φαίνεται λογικό η Νέα ∆ηµοκρατία του 2025 να είναι διαφορετική από αυτή του Κωνσταντίνου Καραµανλή στα 70s, που έβαλε τη χώρα στην ΕΟΚ, ή από εκείνη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που πρωτοµίλησε για ιδιωτικοποιήσεις, και από τη Ν.∆. των ετών της οικονοµικής κρίσης. Επίσης, όσο και αν πολλοί νοσταλγούν το «παλιό το ΠΑΣΟΚ, το ορθόδοξο», αντιλαµβάνονται ότι οι πολιτικές του Αντρέα δεν θα µπορούσαν να εφαρµοστούν σήµερα και δεν πιστεύουν ότι θα µπορούσε το Κίνηµα να φτάσει σε ποσοστά ΓΑΠ. Αν το πίστευαν, το 2021 θα είχαν εκλέξει πρόεδρο τον ΓΑΠ. Αλλωστε, το παράδειγµα του τελευταίου απέδειξε ότι ακόµα και αν ένα κόµµα έχει ισχυρή λαϊκή εντολή, όταν η εποχή αλλάζει, αυτό δεν µπορεί να σταθεί. Τέτοια στιγµή ήταν για το ΠΑΣΟΚ το 2011, όταν έκανε στροφή στον ρεαλισµό. Για τη Νέα ∆ηµοκρατία ήταν σίγουρα το 2015, όταν έπειτα από τρεις ηχηρές ήττες προχώρησε σε αλλαγή γενιάς στην ηγεσία της. Ισως το ’15 να ήταν και για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν το συνειδητοποίησαν εγκαίρως. Ετσι, σήµερα, δέκα χρόνια µετά, όλες οι πλευρές ξέρουν πώς δεν θέλουν να είναι το κόµµα τους, αλλά δεν ξέρουν και τι θέλουν.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά