Πολλές αντιδράσεις προκάλεσε η κίνηση της Μαρίας Φαραντούρη να αφιερώσει το τραγούδι «Της αγάπης αίµατα» στην υπουργό Πολιτισµού, Λίνα Μενδώνη, κατά τη διάρκεια συναυλίας στη Μικρή Επίδαυρο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη. Πολλοί ήταν εκείνοι που στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης κάλεσαν σε cancel της µεγάλης καλλιτέχνιδος, καθώς η πρωτοβουλία της συγκρούστηκε µε ισχυρά στερεότυπα.

Το πρώτο στερεότυπο είναι αυτό που θέλει το σύνολο του έργου του Θεοδωράκη να αποτελεί ύµνο της ελληνικής Αριστεράς, κυρίως επειδή ήταν απαγορευµένο καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Σ ύµφωνα µε βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι «ο ήχος της µνήµης, το αποτύπωµα µιας εποχής βασανισµών, φυλακών, εξοριών». ∆εν θα µπορούσε, λοιπόν, να αφιερωθεί σε µια µη αριστερή πολιτικό. Το τραγούδι, όµως, που επέλεξε η Φαραντούρη είναι µέρος της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη «Αξιον Εστί», ο οποίος καµία τέτοια εµπειρία και πρόθεση δεν είχε. Ο ίδιος πρότεινε στον Θεοδωράκη να το διαβάσει, γιατί πίστευε ότι ταιριάζει πολύ στη µουσική του. Και ο Μίκης -σύµφωνα µε τα λεγόµενά του- αξιοποίησε το έργο ως ευκαιρία για να εξοικειώσει τους Ελληνες µε τον συµφωνικό και τον χορωδιακό ήχο. Αυτή ήταν η αγωνία του. Γι’ αυτό και, παρότι έγραψε τη µουσική τάχιστα, άργησε να την παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό. Το δεύτερο στερεότυπο είναι ότι οι καλλιτέχνες οφείλουν να είναι αριστεροί. Να είναι απέναντι στην εξουσία. Να είναι απέναντι στη ∆ύση. ∆εν µπορούν, λοιπόν, να αφιερώνουν σε µια εκπρόσωπο της εξουσίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, πολλοί αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπιστούν τον αγώνα των Παλαιστινίων -όπως είδαµε πρόσφατα στη Μεγάλη Επίδαυρο-, των αντιεξουσιαστών, ακόµα και των σοβιετικών τανκς στο παρελθόν.

Πόσο εύκολο, όµως, είναι σε αυτούς τους κύκλους για όσους διαφωνούν να εκφράσουν τη διαφωνία τους; Ο Ελύτης, βέβαια, δεν ήταν καθόλου αριστερός. Ο Μίκης, που ήταν, όταν µελοποιούσε το έργο του, δεν ήταν ακόµη το σύµβολο της Αριστεράς, στο οποίο εξελίχθηκε στη συνέχεια. Στην πολυκύµαντη πολιτική του διαδροµή, έγινε υπουργός µονοκοµµατικής κυβέρνησης Νέας ∆ηµοκρατίας, ενώ στα στερνά του αντιτάχθηκε σε αριστερή κυβέρνηση. Το τρίτο στερεότυπο είναι αυτό του ανάλγητου υπουργού. Εκείνου που ζει µακριά από τον λαό. Εκείνον πρέπει να κατακρίνουµε για τα λάθη του, αλλά, όταν πράττει κάτι σωστό, δεν πρέπει να επιβραβεύεται, καθώς αυτή είναι η δουλειά του ή το κάνει για να ρίξει στάχτη στα µάτια. Είναι ένα στερεότυπο που ισχυροποιήθηκε στα χρόνια του µνηµονίου. Αλλωστε, οι προγενέστεροι υπουργοί -ιδίως του ΠΑΣΟΚ- ήταν «καλοί και γαλαντόµοι», γιατί µοίραζαν πολύ χρήµα.

Από το 2011 και µετά ήταν που έγιναν ανάλγητοι, µε εξαίρεση κάποιους υπουργούς του Τσίπρα, που έκαναν ακριβώς τα ίδια, αλλά µε πόνο. Είµαστε, όµως, στο 2025. Οχι στο 1960, στο 1967, στο 1981 ή στο 2015. Οι δηµιουργοί εκείνης της γενιάς των εξοριών και των φυλακίσεων αποχωρούν και οι νέες γενιές δεν έχουν τέτοιες εµπειρίες. Η µουσική του Μίκη ακούγεται ελεύθερα επί µισό αιώνα. Μισό αιώνα δηµοκρατικών κυβερνήσεων. Η Μαρία Φαραντούρη έχει πολιτική εµπειρία και διαδροµή. Εχει πάει κόντρα στο ρεύµα στο παρελθόν. Το πιθανότερο είναι ότι είχε φανταστεί τι θα γινόταν µε την αφιέρωσή της. Και αδιαφόρησε. Ασφαλώς, θα έχει τους λόγους της.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά