Ας ξεκινήσουµε µε ένα «έπρεπε». Επρεπε, εδώ και 15 χρόνια, να έχουν βρεθεί και καταδικαστεί οι δολοφόνοι των τριών νέων εργαζοµένων στη Marfin, που έχασαν τη ζωή τους από την καταδροµική επίθεση της 5ης Μαΐου 2010. Ηταν και παραµένει χρέος της πολιτικής ηγεσίας, της ∆ικαιοσύνης, της Αστυνοµίας -όλων όσοι όφειλαν και οφείλουν ακόµα να µη σταµατήσουν την προσπάθεια εντοπισµού των κουκουλοφόρων, που προκάλεσαν την ανείπωτη συµφορά. Ο Επαµεινώνδας Τσάκαλης, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου -έγκυος, τότε, τεσσάρων µηνών- και η Παρασκευή Ζούλα έχασαν τη ζωή τους όταν οµάδα κουκουλοφόρων εκτέλεσαν µια καλά προσχεδιασµένη επίθεση. Πριν ρίξουν τις µολότοφ, έσπασαν τα τζάµια µε βαριοπούλες και περιέχυσαν τον εσωτερικό χώρο της τράπεζας µε βενζίνη. Ναι, ο στόχος ήταν να υπάρξουν θύµατα· δυστυχώς, το κατάφεραν.

∆εν ήταν όµως µόνο το χέρι αυτών που έβαλαν τις µολότοφ που προκάλεσε τη συµφορά. Εκτός από τους θλιβερούς πρωταγωνιστές της δολοφονίας των τριών, υπήρξαν και δεκάδες που συνέβαλαν στο να αποτραπεί κάθε προσπάθεια διάσωσης. Ακόµα χειρότερα, φρόντισαν να αξιοποιηθεί το δράµα της Marfin, από τις πρώτες κιόλας στιγµές, για να οξυνθούν οι διαθέσεις σύγκρουσης και καταστροφής, µε φόντο το φούντωµα των αντιµνηµονιακών εκδηλώσεων.

Ο Παντελής Καψής, στο βιβλίο του «Η Πτώση», περιγράφει τις δραµατικές στιγµές, αµέσως µετά την πυρπόληση του υποκαταστήµατος της Marfin: «Και τα τρία θύµατα έχασαν τη ζωή τους µέσα σε 10 λεπτά από τη στιγµή που εκδηλώθηκε η επίθεση. Σε αυτό συνέβαλε και η δυσκολία που αντιµετώπισαν οι πυροσβέστες για να φτάσουν. Εκαναν περίπου 7 λεπτά για να διανύσουν µια απόσταση 50 µέτρων από την Κλαυθµώνος, όπου ήταν σε επιφυλακή όχηµα της Πυροσβεστικής. Εµποδίστηκαν από διαδηλωτές που τους υποδέχτηκαν µε ξύλα και πέτρες. Στα αξιοσηµείωτα της τραγωδίας, οι αποδοκιµασίες προς τους εργαζόµενους στην τράπεζα από µερίδα των διαδηλωτών επειδή απεργούσαν». ∆εν ήταν συνεπώς µόνο οι «µεµονωµένοι». Υπήρχε και υποστηρικτικό «κίνηµα», που έβαλε πλάτη για να ολοκληρωθεί η τραγωδία...

∆εκαπέντε χρόνια µετά, οι µνήµες για το έγκληµα στην οδό Σταδίου φαίνεται να συγκίνησαν ευρύτερα την κοινή γνώµη. Ισως η όλη φόρτιση, µε αφορµή το τραγικό δυστύχηµα στα Τέµπη, να έπαιξε τον ρόλο της. Οµως µαζί µε τα οδυνηρά αισθήµατα που προκαλεί η µνήµη και το ότι οι ένοχοι µένουν ακόµα στο σκοτάδι, ατιµώρητοι, έχουµε µια ιδιότυπη προσπάθεια πολιτικού ξεπλύµατος ευθυνών. Κάποια κόµµατα και παράγοντες κυρίως στον χώρο της Αριστεράς θεώρησαν ότι είναι καιρός να ανασύρουν από το πουθενά τη θεωρία της προβοκάτσιας, σε µια προσπάθεια «παραγραφής» για τα χάδια, τότε, στους κουκουλοφόρους και τις «φιλικές» µολότοφ... Κάπως αργά βέβαια έρχονται να ισχυριστούν ότι οι κουκουλοφόροι ήταν βαλτοί από το παρακράτος για να κάνουν ό,τι έκαναν. Τις υπόνοιες για προβοκάτσια εκείνη τη θλιβερή ηµέρα πρωτοδιατύπωσε η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ο ΣΥΡΙΖΑ το προχώρησε, καθώς έκανε έναν παραλληλισµό µε το σήµερα. Ισχυρίστηκε πως όλα έγιναν από «µία µολότοφ σαν κι εκείνες που έριχναν κουκουλοφόροι προβοκάτορες, ανενόχλητοι από την ΕΛ.ΑΣ., δίπλα σε παιδιά και οικογένειες και στο πρόσφατο ειρηνικό συλλαλητήριο της 28ης Φεβρουαρίου 2025 για τα Τέµπη»...

Η νεκρανάσταση της θεωρίας για προβοκάτσια στη Marfin, 15 χρόνια µετά, µόνο θλίψη και οργή µπορεί να προκαλεί. Και λέµε νεκρανάσταση, γιατί και εκείνη τη µέρα -για να φρεσκάρουµε λίγο τη µνήµη µας- µετά το τραγικό συµβάν κυκλοφόρησαν ευρέως fake news ότι ήταν έργο προβοκατόρων µε τις ευλογίες της Αστυνοµίας. Κάτι που πυροδότησε νέο κύµα βίας· ας θυµηθούµε πως βρισκόµασταν στη µέση µεγάλων κινητοποιήσεων κατά του πρώτου µνηµονίου. Υπήρξε ακόµη µια εξέλιξη που οδήγησε τις αντιδράσεις των αγανακτισµένων σε επικίνδυνες ατραπούς. Από την τραγική έκβαση στη Marfin και τη διασπορά fake news, το σύνθηµα «να καεί το µπ...λο η Βουλή» έφτασε στην πλατεία Συντάγµατος και υιοθετήθηκε από τους ανερχόµενους «αστέρες» της Χρυσής Αυγής.

Οι θεωρίες για προβοκάτσιες ήταν πάντα ένας βολικός τρόπος να ερµηνευθούν µονόµπαντα τα βίαια ξεσπάσµατα µε κουκουλοφόρους, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Ακόµα χειρότερη όµως είναι η προσπάθεια να καλυφθούν οι πραγµατικές ευθύνες γι’ αυτά, να δίνεται άλλοθι στους πραγµατικά υπαίτιους των βίαιων επεισοδίων, να παρέχεται το πρόσχηµα της ατιµωρησίας στους πρωταγωνιστές των καταστροφών.

Η εξιχνίαση του εγκλήµατος στη Marfin, η αποκάλυψη των φυσικών αλλά και ηθικών αυτουργών της µοιραίας επίθεσης θα ήταν όχι µόνο ένα ελάχιστο χρέος της πολιτείας στη µνήµη των θυµάτων και τον πόνο των συγγενικών τους προσώπων· θα έδινε τελειωτικό χτύπηµα στις θεωρίες συνωµοσίας και στη συγκάλυψη των ενόχων στο όνοµα της «προβοκάτσιας». Παράλληλα, η έξαρση των καταδροµικών επιθέσεων στον «Ιανό» και τα Πανεπιστήµια έχει αποτέλεσµα να αναζωπυρωθεί η συζήτηση για την αντιµετώπιση της οργανωµένης βίας και την εξουδετέρωση των µηχανισµών που την υποκινούν. Αρκεί η συζήτηση να µην ξεχαστεί µόλις τα γεγονότα ξεθυµάνουν. Αρκεί η ∆ικαιοσύνη να µην τιµωρεί τους πρωταγωνιστές που συλλαµβάνονται µε ποινές-χάδι. Αρκεί να υπάρξει, επιτέλους, µια στοιχειώδης συναίνεση στα κόµµατα που έχουν διάθεση και προτάσεις για την εκρίζωση ενός καρκινώµατος, που καταπονεί επί δεκαετίες την κοινωνία µας.