Καταντάει έως και ανεξήγητο το πώς παρακολουθούν την Τουρκία οι πολιτικές ελίτ της Ελλάδας, από τη δεκαετία του ’50, του περασμένου αιώνα, έως σήμερα. Διστακτικές, νωθρές, αβάστακτα αφελείς, χωρίς πολιτικά ανακλαστικά ή και αναιτίως νυσταγμένες κατά καιρούς, οι ελληνικές κυβερνήσεις έδωσαν στην Άγκυρα τη δυνατότητα να επιδίδεται με το πάσο της μονομερώς και αυθαιρέτως σε κινήσεις «διόρθωσης» των ιστορικών αποτελεσμάτων του «1923» και σε πρωτότυπες «ερμηνείες» διεθνών Συνθηκών και κανόνων Δικαίου κατά τα γούστα και τα ιστορικά συμπλέγματα των εθνικιστών πολιτικών της Τουρκίας. Το ανεξήγητο έγκειται στο ότι η Αθήνα συσσώρευσε σημαντικές απώλειες, έχοντας απέναντί της μια χώρα η οποία έδειξε με συγκεκριμένες και διόλου κρυφές πολιτικές των κυβερνήσεών της, μόλις λίγα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πως ήθελε να «καθαρίσει» με τους Έλληνες και με τον ελληνισμό της Κύπρου. Η τόσο σαφής, χωρίς «μυστικά», με τόσο εμφανείς στόχους πολιτική της Τουρκίας θα έπρεπε κανονικά να έχει διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τη δουλειά της Αθήνας σε πολιτικό - διπλωματικό επίπεδο, διμερώς και διεθνώς. Και θα έπρεπε να έχει οδηγήσει τις ελληνικές ηγεσίες της χώρας, τουλάχιστον από τη δεκαετία ’70, σε μια σοβαρή ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων με οπλικά συστήματα της πιο σύγχρονης στρατιωτικής τεχνολογίας, ώστε να είναι η Ελλάδα, κατά τα πρότυπα του Ισραήλ, μια χώρα με αμυντική θωράκιση δυσανάλογη του μεγέθους της. Όμως, τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Έτσι, η πολιτική τάξη που κυβέρνησε τη χώρα μας, με την αδράνεια, τα λάθη και τις παραλείψεις της, έδωσε χρόνο, χώρο και δύναμη στην επιθετική Τουρκία.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις παρακολούθησαν χωρίς αντιδράσεις τη ναζιστικού μοντέλου «Νύχτα των κρυστάλλων» εναντίον της ελληνορθόδοξης κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη το 1955 και τις αθλιότητες του τουρκικού κράτους που συνόδεψαν τις απελάσεις του 1964-1965. Από εκεί και πέρα, πορεία για το 1974 και μετά... 45 χρόνια κατηφόρας.

Θα περίμενε κανείς, ότι, τουλάχιστον, το πολιτικό σύστημα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, μετά τη στρατιωτική κατοχή της Β. Κύπρου από την Τουρκία, την από μέρους της έγερση ζητήματος υφαλοκρηπίδας και τη δημιουργία της τουρκικής 4ης αποβατικής «Στρατιάς του Αιγαίου», θα αντιλαμβανόταν τι επιδιώκει η Άγκυρα και τι ακριβώς θα έπρεπε, συνεπώς, να κάνει στο εξής η Ελλάδα από την πλευρά της. Δεν το αντιλήφθηκαν αυτό, δυστυχώς, οι εσωστρεφείς ελληνικές κυβερνήσεις. Ακολούθησαν αδράνειες για να «κερδηθεί χρόνος», δειλές πολιτικές «κατευνασμού», ασυνάρτητη διπλωματία «ανοιγμάτων» και «αναθεώρησης» των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ακολούθησαν θλιβερές, πλην πανάκριβες, επιλογές αγοράς (εν πολλοίς «μιζοφόρων») οπλικών συστημάτων από τρίτες χώρες, αντί για αναβάθμιση της αμυντικής θωράκισης της χώρας με σύγχρονα μέσα.

Στο μεταξύ, η Τουρκία εκσυγχρόνιζε τα Όπλα της, συνέχιζε να δυναμώνει οργανωμένα τις πιέσεις της στη γραμμή Θράκης - Αιγαίου - Κύπρου, με την Αθήνα να παρακολουθεί σαν υπνωτισμένη τις κι-νήσεις της. Και μέσα από την ελληνική αδράνεια, που συνδέθηκε και με την παραγωγική αποδυνάμωση της χώρας, ξεπηδούσαν και οι ανόητες «εκτιμήσεις» πολιτικών και δημοσιογραφικών κύκλων, κατά τις οποίες η Τουρκία απλώς «προκαλούσε» και ήταν επιθετική προς την Ελλάδα για να «εκτονώσει τα εσωτερικά της προβλήματα». Όλα αυτά πολύ πριν από την περίοδο Ερντογάν και με την Αθήνα να στηρίζει ολόθερμα την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε., κι ας είχε από το 1995 επάνω στο κεφάλι την επίσημα διακηρυγμένη τουρκική «απειλή πολέμου», κι ας είχε θέσει η Άγκυρα ζήτημα κυριαρχίας νήσων και νησίδων στο Ανατολικό Αιγαίο, με τη θεωρία περί «γκρίζων ζωνών». Ύστερα από αυτήν τη σειρά εξελίξεων, πώς ήταν δυνατόν να μην οδηγηθούν κάποτε τα πράγματα στη σημερινή κατάσταση; Γιατί να μην «αξιοποιεί» η Άγκυρα με κυνικές πολιτικές ισχύος τις αδυναμίες, την αδράνεια και τα κατά συρροή λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων; Για ποιον λόγο να υπολήπτεται η Τουρκία τις άνευρες πολιτικές εξωτερικών υποθέσεων και εθνικής ασφάλειας της Αθήνας; Γιατί να «φοβηθεί» τη σημερινή Ελλάδα;