Ο πρωθυπουργός, µιλώντας σε εµπιστευτικού τύπου ενηµέρωση των διεθνών επενδυτών και των funds, στο Citi του Λονδίνου, υπήρξε ξεκάθαρος ως προς τη στρατηγική του. Στόχος του είναι να έχει ακόµα µία τετραετία στη διακυβέρνηση της Ελλάδας, µε αυτοδύναµη κυβέρνηση. Βούλησή του είναι να προχωρήσει στις καθοριστικές εκλογές για την προοπτική της Ελλάδας του 2030 µέσα στην άνοιξη, στα όρια της συνταγµατικής θητείας.

Με δεδοµένο ότι οι εθνικές εκλογές ανεβάζουν το «country risk» (το επενδυτικό ρίσκο, δηλαδή) της Ελλάδας, όπως το ίδιο κάνουν τα σενάρια για αναξιόπιστες και ασταθείς κυβερνήσεις συνασπισµού, που στη βάση µικροκοµµατικών υπολογισµών διακινούνται πολλούς µήνες τώρα στο εγχώριο πολιτικό παρασκήνιο και τα µίντια, επιβαρύνεται η εικόνα. Καθίσταται πιο ασαφής για την προοπτική της χώρας. Πολλοί σχολιαστές και αναλυτές αλλά και πολιτικοί ή τεχνοκράτες µιλούν ακόµα και σήµερα µε όρους της «µνηµονιακής» δεκαετίας για «µεταρρυθµίσεις» και «διαρθρωτικές αλλαγές». ∆εν έχουν εµπεδώσει, τελικά, ούτε αυτοί την πολιτική και τη στρατηγική Μητσοτάκη για την υπό διαµόρφωση Ελλάδα, ούτε έχουν κατανοήσει τη σηµασία των προσαρµογών που έχουν συντελεστεί στο πρακτικό επίπεδο, σε σχέση µε τα όσα διακήρυσσε η Νέα ∆ηµοκρατία, από τη θέση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, την περίοδο 2016-2019. Για παράδειγµα, το πώς «δουλεύει» η διαδικασία των Σ∆ΙΤ στο επενδυτικό και επιχειρησιακό επίπεδο.

Τι σηµατοδοτεί η επιµονή στις διακρατικές συµφωνίες (G2G) για τους κεντρικούς στρατιωτικούς εξοπλισµούς και τα µεγάλα «deals» στον ενεργειακό, τεχνολογικό και εξαγωγικό τοµέα και, φυσικά, το «διακύβευµα» των στρατηγικών συµφωνιών στο γεωπολιτικό πεδίο, που καθορίζει τα πάντα. Ιδιαίτερα σε περιόδους-«µεταίχµιο» στο παγκόσµιο «power game», µε διαδοχικές κρίσεις, όπως η πανδηµία, ο πόλεµος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που επέφερε, η εκτίναξη του πληθωρισµού, το κραχ στις εφοδιαστικές αλυσίδες, το ενεργειακό lockdown, ο ανταγωνισµός ΗΠΑ - Κίνας, τα νέα δεδοµένα για την Ευρώπη, που έχει µπει ως οντότητα σε φάση δοµικής απορρύθµισης. Ισχυρότατες χώρες ευρωπαϊκές, αλλά και οι ωφεληµένες από την ενεργειακή µετάβαση ΗΠΑ έπεσαν σε περιδίνηση, χωρίς να αναφερθούµε σε ασιατικές και αφρικανικές.

Αντίθετα, η Ελλάδα, που βγήκε πρόσφατα από τις µνηµονιακές δεσµεύσεις, προχωρά στα πλάνα αναδιάταξής της προς το µέλλον έχοντας «προεξοφλήσει» ουσιαστικά τη διεθνή αναδιάταξη, τοποθετούµενη µε σαφήνεια στη Δύση, όχι µόνον ως εταίρος της Ε.Ε., αλλά ως κύριος σύµµαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, την ίδια στιγµή που έχει σηµαίνοντα ρόλο στα τεκταινόµενα στην Αν. Μεσόγειο και «δυναµική» στον διάδροµο «Βαλκάνια, Πολωνία, Βαλτικές». ∆εν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι η Ελλάδα έχει πολύ θετική αξιολόγηση από τους διεθνείς οίκους στην παρούσα συγκυρία, κάτι που συσχετίζεται µε την επόµενη µέρα της, υπό την προϋπόθεση της σταθερότητας.

Τα παραπάνω συνδέονται άµεσα µε την παρουσία και τη στρατηγική ενός διεθνούς πρωθυπουργού, όπως ο Κ. Μητσοτάκης, που διαχειρίζεται τις τύχες της -πολύ επιπόλαια συσχετίζεται το σήµερα µε την αποτυχηµένη και «συµπλεγµατική» απόπειρα εκσυγχρονισµού του Κ. Σηµίτη- και της σχέσης εµπιστοσύνης και αποδοχής που έχει µε τους πολίτες, ασχέτως κοµµατικής τοποθέτησης και πρόσκαιρων, δικαιολογηµένων διαµαρτυριών. Μιλώντας για εκλογές, είναι φανερό ότι ο Κ. Μητσοτάκης επιθυµεί να κρατήσει στη διάθεσή του όλη τη «σκαλέτα» των ενδεχόµενων ηµεροµηνιών του πρώτου εξαµήνου του 2023.

Στις προσωπικές δηλώσεις του, πάντως, µιλά για εκλογές µε απλή αναλογική τον Μάιο και µε ενισχυµένη από τις 20 Ιουνίου, οπότε τελειώνουν οι Πανελλαδικές, µέχρι την Κυριακή 3 Ιουλίου, οπότε αρχίζουν οι καλοκαιρινές διακοπές. Στο µεσοδιάστηµα θα έχει την ευκαιρία να περιοδεύσει, κυβερνητικά, σε όλη την Ελλάδα, στο µοντέλο της επίσκεψης στην Πάτρα και σε δεύτερη φάση µε κλασικούς προεκλογικούς όρους. Επίσης, να «κεφαλαιοποιήσει» τις πολιτικές και τις διεθνείς «µεγάλες πολιτικές» της πρώτης τετραετίας της κυβέρνησης αλλά και να προδιαγράψει τις στρατηγικές της δεύτερης για ένα νέο κράτος, µια νέα οικονοµία, µια νέα ευηµερία για τους Ελληνες.

Τα δύο κόµµατα διακυβέρνησης ξεκινούν, η Ν.∆. από το 32%-33% µετά τον «σκόπελο» των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, µε ζώσα τα θέµατα της ακρίβειας και της ενέργειας, και χρειάζεται χρόνο για να φθάσει το 35%-36% στις εκλογές µε απλή αναλογική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, µε πιο συγκροτηµένο κόµµα, αλλά χωρίς διαµορφωµένη στρατηγική διακυβέρνησης και διατυπωµένο όραµα για την Ελλάδα του 2030, ξεκινά από 25%-26% και έχει φιλοδοξία να φθάσει στο 29%- 30% στις εκλογές µε απλή αναλογική. Σε µια τέτοια περίπτωση στις εκλογές µε ενισχυµένη, που θα καθορίσουν οριστικά τους όρους διακυβέρνησης µέχρι το 2027, η Ν.∆. θα µπορεί να φθάσει το 40% και ο ΣΥΡΙΖΑ το ασφαλές για µια ισχυρή προοπτική 33%. Η «ποµφόλυγα» του ΚΙΝ.ΑΛ.-ΠΑΣΟΚ, που δεν έχει άλλωστε ουσιώδες πολιτικό αποτύπωµα, αλλά µόνον φιλοδοξίες, ακόµα και αν στις εκλογές µε απλή κινηθεί στη ζώνη του 10%, στις εκλογές µε ενισχυµένη, όταν θα κρίνονται οι όροι της διακυβέρνησης, ενδεχοµένως θα συναντήσει σε ποσοστά το ΚΚΕ. Το πιο πιθανό είναι το επόµενο Κοινοβούλιο να συγκροτείται από 5 ή 6 κόµµατα. Στο ερώτηµα, λοιπόν, «βιαστικές εκλογές», η απάντηση είναι ένα άλλο ερώτηµα: Γιατί;

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 3 Δεκεμβρίου 2022