
Ο ''δούρειος ίππος'' Ευρώπη, το ''οχυρό'' Τραµπ και η ''αυτοκρατορία του δράκου''
Άρθρο γνώμης
Οι Αµερικανοί, επιλέγοντας έναν «αιφνιδιαστικό πόλεµο» έναντι όλων των δυνάµεων της παγκοσµιοποίησης, ψάχνουν την ανατροπή των ισχυόντων για δεκαετίες κανόνων και την επιβολή νέων, δικής τους αρχιτεκτονικής
Οι γρήγορες επιλογές της οµάδας Τραµπ στην Ουάσινγκτον, µε στόχο τη «γείωση» των κανόνων της παγκοσµιοποίησης και του ελεύθερου εµπορίου, µε προβολή δασµών και επιθετική στρατηγική για την επιστροφή στην αυτάρκεια της βασικής παραγωγικής διαδικασίας στις ΗΠΑ, δεν έµειναν χωρίς αντίδραση από τις αγορές και το πολιτικό κατεστηµένο των φιλελευθέρων, που κυβερνούν τον κόσµο για πάνω από τρεις δεκαετίες. Εχοντας περιφρονήσει τους ∆υτικούς συµµάχους τους, αλλά και πλήττοντας σκληρά τους εµπορικούς εταίρους τους, οι ΗΠΑ βρέθηκαν πολύ γρήγορα σε οµηρία ως προς τα αντίµετρα που υιοθετήθηκαν. Αρχικά, σε σχέση µε τα κρατικά οµόλογα και την αξία του δολαρίου µέσα σε ένα χάος στις διεθνείς αγορές και, στη συνέχεια, σε γεωπολιτικό επίπεδο, µε αρχικές κινήσεις αντισυσπείρωσης κεντρικών ευρωπαϊκών δυνάµεων στον άξονα της Κίνας και της παγκόσµιας αλληλεξάρτησης.
Ακριβώς επειδή η οµάδα Τραµπ και ο Λευκός Οίκος δεν έχουν υπολογίσει µε σωστό τρόπο, στη βάση της στρατηγικής τους, τον χρόνο µετάβασης που είναι απαραίτητος για να περάσει η οικονοµία τους από τη µια εποχή στην άλλη χωρίς να υποστεί δοµικές απώλειες, η Αµερική ουσιαστικά πέφτει σε ύφεση. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, «γλείφει» την ύφεση. Ταυτόχρονα, η προεδρία Τραµπ δίνει σκληρή µάχη στο εσωτερικό της οµοσπονδίας, προκειµένου να ανατρέψει τα δεδοµένα που δηµιούργησαν σειρά κυβερνήσεων των ∆ηµοκρατικών στο Μεταναστευτικό, την αποβιοµηχάνιση, τα πανεπιστήµια, τα ισχυρά λόµπι των τεχνολογιών και της Γουόλ Στριτ, στο κόστος του κράτους και στη διόγκωση της διεθνούς συνδροµής των ΗΠΑ στα κέντρα της παγκοσµιοποίησης. Η οµάδα Τραµπ και ο ίδιος ο πρόεδρος µε την επιθετική, γκροτέσκο ιδιοσυγκρασία επέλεξαν την άµεση προβολή εθνικής ισχύος για την ανάληψη κύριας ηγετικής θέσης στον πλανήτη και την αλλαγή προτύπου από τους παγκόσµιους οργανισµούς – κύριοι µεταξύ αυτών ο Εµπορίου ή ο Υγείας, ακόµα και ο ΟΗΕ– και λέσχες στην κοινότητα των εθνών. Στρατηγικός στόχος όχι µόνον η γεωπολιτική και επιχειρηµατική κυριαρχία των ΗΠΑ, αλλά σύντοµα και ένα «παγκόσµιο παζάρι» µεταξύ τριών κεντρικών, ανταγωνιστικών µεταξύ τους δυνάµεων: των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας. Η οµάδα Τραµπ επιθυµεί µια πολύ ισχυρή Αµερική σε αυτό το τραπέζι. Για να συµβεί αυτό, επιχειρεί να φέρει µε το τέλος του πολέµου στην Ουκρανία και ένα διµερές «new deal» µε τη Μόσχα, που παρακάµπτει την Ευρώπη, να αποµακρύνει, αλλά όχι να αποκόψει τη Ρωσία από τους BRICS, εξελίσσοντάς τη σε µια «ενδιάµεση δύναµη», συγκλίνουσα µε τις ΗΠΑ, στον στρατηγικό διάλογο µε την Κίνα για µια νέα τάξη πραγµάτων και ισορροπίας ισχύος στον πλανήτη.
Οι Αµερικανοί, επιλέγοντας έναν «αιφνιδιαστικό πόλεµο» έναντι όλων των δυνάµεων της παγκοσµιοποίησης, ψάχνουν την ανατροπή των ισχυόντων για δεκαετίες κανόνων και την επιβολή νέων, δικής τους αρχιτεκτονικής, µέσα από µια γρήγορη συµφωνία τύπου Γιάλτας. Μέσα σε µία διετία ουσιαστικά σχεδιάζουν µια παγκόσµια Αµερική, χωρίς να πληρώνει το κόστος της ηγεµονίας της στους προϋπολογισµούς της, όπως στις µεταπολεµικές δεκαετίες, µε χαµηλό πληθωρισµό στο εσωτερικό της, χαµηλούς φόρους και επανάκτηση της ηγεσίας στην παραγωγή, µε επιβολή στην ενότητα του κόσµου της ελευθερίας σε Ατλαντικό και Ειρηνικό έναντι της κοµµουνιστικής Κίνας. Το πλάνο έχει δυσκολίες στην εφαρµογή του. Είναι εµφανές ότι στη λογική του «σαλούν» που ακολουθεί η Ουάσινγκτον δεν έχει υπολογίσει σωστά κάποιες παραµέτρους. Οι περισσότερες από αυτές σχετίζονται µε τους απαιτούµενους ενδιάµεσους χρόνους, αλλά και τη φύση της αντιπαράθεσης. Η νέα αυτή Αµερική δεν έχει απέναντί της την Κίνα και τους συµµάχους της, αλλά την παγκοσµιοποίηση και τα δίκτυά της. Ο πόλεµος που ξεκίνησε µε ισχυρή αυτοπεποίθηση είναι σαφώς πιο δυσχερής και περίπλοκος από τη νίκη που πέτυχε η µέση τάξη των µεσοδυτικών πολιτειών σε βάρος των ελίτ της Νέας Υόρκης και της ανατολικής ακτής στις τελευταίες προεδρικές εκλογές. Για παράδειγµα, η εταιρική Ευρώπη, την οποία η οµάδα Τραµπ εξαρχής επέλεξε να αγνοήσει ως ανύπαρκτη, αντιδρά µε σφοδρότητα, αναλαµβάνοντας ρόλο «δούρειου ίππου» στο πλευρό της Κίνας. Αν παρακολουθήσουµε τις προσεγγίσεις της γερµανικής ηγεσίας της Κοµισιόν, όπως εκφράζονται ή, καλύτερα, διακινούνται από την επικεφαλής της Κοµισιόν, Φον ντερ Λάιεν, θα δούµε ότι, χάριν του εξωτερικού εµπορίου αλλά και της πανστρατιάς απέναντι στην Αµερική του Τραµπ, συνδέει τις δυνάµεις της παγκοσµιοποίησης σε πρόσωπα, αγορές, δίκτυα, αλλά και χώρες -π.χ. τον Καναδά ή ασιατικές δυνάµεις- όχι για να πολεµήσει, αλλά για να πετύχει καίρια δολιοφθορά εκ των έσω στον σχεδιασµό της Ουάσινγκτον. Και µπορεί οι Ευρωπαίοι να εκτιµώνται ως στρατηγικά ηλίθιοι τόσο από την Ουάσινγκτον όσο και από το Πεκίνο, αλλά οι «αυλές» και οι επίγονοι των παλιών αυτοκρατοριών γνωρίζουν ακριβώς πώς θα πετύχουν καθυστερήσεις στην εξέλιξη της ιστορίας, ώστε η οµάδα Τραµπ να βρεθεί στο πεδίο του «Βατερλώ» εκλογικά στην πρώτη διετία. Εφόσον το «οχυρό» Τραµπ καταληφθεί από τους «Ινδιάνους» της παγκοσµιοποίησης, η «αυτοκρατορία του δράκου» θα έχει πετύχει την πιο καίρια νίκη, χωρίς µάλιστα να έχει δώσει πόλεµο.
Η γνωστή και ως «παγίδα του Θουκυδίδη» θα έχει λειτουργήσει εµφυλιοπολεµικά εντός της εννοούµενης παγκόσµιας ∆ύσης, αλλά σε σχέση και µε τη Ρωσία, παραχωρώντας τελικά την παγκόσµια ηγεµονία στην Κίνα. Σε µια τέτοια περίπτωση, θα δικαιωθεί η στρατηγική υπεροψία του Πεκίνου, σύµφωνα µε την οποία οι ∆υτικοί είναι άπληστοι απόγονοι βαρβάρων, που ντετερµινιστικά είναι καταδικασµένοι να δηλώσουν υποτελείς στην πολιτιστική-οργανική ανωτερότητα της «αυτοκρατορίας του δράκου».
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Ακριβώς επειδή η οµάδα Τραµπ και ο Λευκός Οίκος δεν έχουν υπολογίσει µε σωστό τρόπο, στη βάση της στρατηγικής τους, τον χρόνο µετάβασης που είναι απαραίτητος για να περάσει η οικονοµία τους από τη µια εποχή στην άλλη χωρίς να υποστεί δοµικές απώλειες, η Αµερική ουσιαστικά πέφτει σε ύφεση. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, «γλείφει» την ύφεση. Ταυτόχρονα, η προεδρία Τραµπ δίνει σκληρή µάχη στο εσωτερικό της οµοσπονδίας, προκειµένου να ανατρέψει τα δεδοµένα που δηµιούργησαν σειρά κυβερνήσεων των ∆ηµοκρατικών στο Μεταναστευτικό, την αποβιοµηχάνιση, τα πανεπιστήµια, τα ισχυρά λόµπι των τεχνολογιών και της Γουόλ Στριτ, στο κόστος του κράτους και στη διόγκωση της διεθνούς συνδροµής των ΗΠΑ στα κέντρα της παγκοσµιοποίησης. Η οµάδα Τραµπ και ο ίδιος ο πρόεδρος µε την επιθετική, γκροτέσκο ιδιοσυγκρασία επέλεξαν την άµεση προβολή εθνικής ισχύος για την ανάληψη κύριας ηγετικής θέσης στον πλανήτη και την αλλαγή προτύπου από τους παγκόσµιους οργανισµούς – κύριοι µεταξύ αυτών ο Εµπορίου ή ο Υγείας, ακόµα και ο ΟΗΕ– και λέσχες στην κοινότητα των εθνών. Στρατηγικός στόχος όχι µόνον η γεωπολιτική και επιχειρηµατική κυριαρχία των ΗΠΑ, αλλά σύντοµα και ένα «παγκόσµιο παζάρι» µεταξύ τριών κεντρικών, ανταγωνιστικών µεταξύ τους δυνάµεων: των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας. Η οµάδα Τραµπ επιθυµεί µια πολύ ισχυρή Αµερική σε αυτό το τραπέζι. Για να συµβεί αυτό, επιχειρεί να φέρει µε το τέλος του πολέµου στην Ουκρανία και ένα διµερές «new deal» µε τη Μόσχα, που παρακάµπτει την Ευρώπη, να αποµακρύνει, αλλά όχι να αποκόψει τη Ρωσία από τους BRICS, εξελίσσοντάς τη σε µια «ενδιάµεση δύναµη», συγκλίνουσα µε τις ΗΠΑ, στον στρατηγικό διάλογο µε την Κίνα για µια νέα τάξη πραγµάτων και ισορροπίας ισχύος στον πλανήτη.
Οι Αµερικανοί, επιλέγοντας έναν «αιφνιδιαστικό πόλεµο» έναντι όλων των δυνάµεων της παγκοσµιοποίησης, ψάχνουν την ανατροπή των ισχυόντων για δεκαετίες κανόνων και την επιβολή νέων, δικής τους αρχιτεκτονικής, µέσα από µια γρήγορη συµφωνία τύπου Γιάλτας. Μέσα σε µία διετία ουσιαστικά σχεδιάζουν µια παγκόσµια Αµερική, χωρίς να πληρώνει το κόστος της ηγεµονίας της στους προϋπολογισµούς της, όπως στις µεταπολεµικές δεκαετίες, µε χαµηλό πληθωρισµό στο εσωτερικό της, χαµηλούς φόρους και επανάκτηση της ηγεσίας στην παραγωγή, µε επιβολή στην ενότητα του κόσµου της ελευθερίας σε Ατλαντικό και Ειρηνικό έναντι της κοµµουνιστικής Κίνας. Το πλάνο έχει δυσκολίες στην εφαρµογή του. Είναι εµφανές ότι στη λογική του «σαλούν» που ακολουθεί η Ουάσινγκτον δεν έχει υπολογίσει σωστά κάποιες παραµέτρους. Οι περισσότερες από αυτές σχετίζονται µε τους απαιτούµενους ενδιάµεσους χρόνους, αλλά και τη φύση της αντιπαράθεσης. Η νέα αυτή Αµερική δεν έχει απέναντί της την Κίνα και τους συµµάχους της, αλλά την παγκοσµιοποίηση και τα δίκτυά της. Ο πόλεµος που ξεκίνησε µε ισχυρή αυτοπεποίθηση είναι σαφώς πιο δυσχερής και περίπλοκος από τη νίκη που πέτυχε η µέση τάξη των µεσοδυτικών πολιτειών σε βάρος των ελίτ της Νέας Υόρκης και της ανατολικής ακτής στις τελευταίες προεδρικές εκλογές. Για παράδειγµα, η εταιρική Ευρώπη, την οποία η οµάδα Τραµπ εξαρχής επέλεξε να αγνοήσει ως ανύπαρκτη, αντιδρά µε σφοδρότητα, αναλαµβάνοντας ρόλο «δούρειου ίππου» στο πλευρό της Κίνας. Αν παρακολουθήσουµε τις προσεγγίσεις της γερµανικής ηγεσίας της Κοµισιόν, όπως εκφράζονται ή, καλύτερα, διακινούνται από την επικεφαλής της Κοµισιόν, Φον ντερ Λάιεν, θα δούµε ότι, χάριν του εξωτερικού εµπορίου αλλά και της πανστρατιάς απέναντι στην Αµερική του Τραµπ, συνδέει τις δυνάµεις της παγκοσµιοποίησης σε πρόσωπα, αγορές, δίκτυα, αλλά και χώρες -π.χ. τον Καναδά ή ασιατικές δυνάµεις- όχι για να πολεµήσει, αλλά για να πετύχει καίρια δολιοφθορά εκ των έσω στον σχεδιασµό της Ουάσινγκτον. Και µπορεί οι Ευρωπαίοι να εκτιµώνται ως στρατηγικά ηλίθιοι τόσο από την Ουάσινγκτον όσο και από το Πεκίνο, αλλά οι «αυλές» και οι επίγονοι των παλιών αυτοκρατοριών γνωρίζουν ακριβώς πώς θα πετύχουν καθυστερήσεις στην εξέλιξη της ιστορίας, ώστε η οµάδα Τραµπ να βρεθεί στο πεδίο του «Βατερλώ» εκλογικά στην πρώτη διετία. Εφόσον το «οχυρό» Τραµπ καταληφθεί από τους «Ινδιάνους» της παγκοσµιοποίησης, η «αυτοκρατορία του δράκου» θα έχει πετύχει την πιο καίρια νίκη, χωρίς µάλιστα να έχει δώσει πόλεµο.
Η γνωστή και ως «παγίδα του Θουκυδίδη» θα έχει λειτουργήσει εµφυλιοπολεµικά εντός της εννοούµενης παγκόσµιας ∆ύσης, αλλά σε σχέση και µε τη Ρωσία, παραχωρώντας τελικά την παγκόσµια ηγεµονία στην Κίνα. Σε µια τέτοια περίπτωση, θα δικαιωθεί η στρατηγική υπεροψία του Πεκίνου, σύµφωνα µε την οποία οι ∆υτικοί είναι άπληστοι απόγονοι βαρβάρων, που ντετερµινιστικά είναι καταδικασµένοι να δηλώσουν υποτελείς στην πολιτιστική-οργανική ανωτερότητα της «αυτοκρατορίας του δράκου».
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά