Η Ευρώπη εθνικοποιείται και εξοπλίζεται. Αυτή η διαδικασία δεν θα είναι απλή, ούτε κοινότοπη ως προς την ενίσχυση της συνοχής της. Είναι διαφορετικό πλάνο αυτό της «πράσινης» µετάβασης που ακολουθούνταν την τελευταία 20ετία και διαφορετικό το πλάνο των στρατιωτικών εξοπλισµών, της πολεµικής οικονοµίας και της γεωπολιτικής. Το πρώτο ενίσχυσε την συνοχή της, όπως και οι εµπορικές πολιτικές. Το δεύτερο ήδη λειτουργεί αποσυσπειρωτικά για ένα γκρουπ που στρατηγικά διακρίνεται για προβλήµατα ευστοχίας. Ακόµη δηλαδή και πριν από την επικράτηση Τραµπ στις ΗΠΑ. Ο επανεξοπλισµός της Ευρώπης και η γεωπολιτική στρατηγική, ακόµη και µετά την έναρξη του πολέµου στην Ουκρανία, ποτέ δεν αποτέλεσαν πεδίο κοινής πολιτικής. Η ασφάλεια, η άµυνα και η εξωτερική πολιτική ήταν και είναι επί της ουσίας αντικείµενα των εθνικών ηγεσιών και µόνον πεδίο διαβούλευσης στα κοινοτικά όργανα των Βρυξελλών. Στην παρούσα πλέον φάση οι περιπλοκές πολλαπλασιάζονται και οι κινήσεις στη βάση ad hock «συµµαχιών των προθύµων» κυριαρχούν.

Αν παρατηρήσουµε τα όσα συνέβησαν µε τον κανονισµό SAFE για τη χρηµατοδότηση, µε πολύ θετικούς όρους, της τάξης των 150 δισ. ευρώ, ουσιαστικά, για την ενίσχυση της πολεµικής βιοµηχανίας στην Ευρώπη και όχι για τον επανεξοπλισµό των κρατών, θα γίνει φανερό ότι δεν υπάρχει στην ουσία προδιαγραφή στη βάση του επονοµαζόµενου κοινοτικού κεκτηµένου για τέτοιες πρωτοβουλίες. Είναι άξιο υπογράµµισης το γεγονός της πολύ καλής πληροφόρησης που είχε η ηγεσία της Τουρκίας, πολύ πριν τεθεί επείγον θέµα του επανεξοπλισµού της Ευρώπης και της συγκέντρωσης κεφαλαίων για την ενίσχυση της πολεµικής βιοµηχανίας. Τουρκία και Ιταλία συζητούσαν και εγκαίρως είχαν συµφωνήσει για την πώληση της βιοµηχανίας Piaggio και τη στρατηγική σχέση µε την κοµβική βιοµηχανία της Ιταλίας, Leonardo, πριν αποκρυπτογραφηθεί το πλαίσιο του κανονισµού SAFE στο COREPER ή στο Συµβούλιο Γενικών Υποθέσεων της Τρίτης. Το γεγονός ότι οι συλλογικές αποφάσεις του γκρουπ των 27, µε πλειοψηφία των 26 από αυτούς, απλώς, επικύρωσαν τις κινήσεις που είχαν προηγηθεί µεταξύ της ηγεσίας στη Ρώµη και της οικογένειας Ερντογάν, που καθορίζει την πολεµική βιοµηχανία της Τουρκίας, θα πρέπει να µας προβληµατίσει για το µέλλον. Είναι αξιοσηµείωτο εξάλλου ότι η χώρα που διαφωνεί δεν είναι άλλη από τη στενή σύµµαχο της Τουρκίας, την Ουγγαρία.

Από την άλλη, κύριες χώρες που κατηύθυναν το παιχνίδι τού να νοµιµοποιηθεί η Τουρκία ως τρίτη χώρα, χωρίς εταιρική συµφωνία όµως µε την Ευρώπη, ήταν το σύµπλεγµα Γερµανίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Πολωνίας, µε τη Βρετανία, στρατηγικό σύµµαχο της Τουρκίας, να συνεπικουρεί στις διεργασίες από την περίµετρο της Ένωσης. Η Τουρκία έχει «κάρτα εισόδου» επειδή είναι µια ισχυρή χώρα στη βαριά βιοµηχανία, µε ευνοϊκό κόστος στην παραγωγή αλλά και µε βάθος στην πολεµική βιοµηχανία της που υπερβαίνει σε πορεία ανάπτυξης την 20ετία. Η Άγκυρα από την πλευρά της στη συνεργασία µε τους Ευρωπαίους δεν επιχειρεί αµιγώς γεωπολιτική, αλλά κάνει «δουλειές». Προσφέρει όγκο βαριάς βιοµηχανίας και πρώτες ύλες σε µέταλλα και αναζητά επιπλέον τεχνογνωσία σε νέα όπλα και τεχνολογίες αλλά και αγορές.

Η Ελλάδα επί της ουσίας είναι εκτός παιχνιδιού. Όχι ακριβώς γιατί στερείται συµµάχων ή δεν µπορεί να πετύχει συγκλίσεις και συµβιβασµούς µε τους Ευρωπαίους εταίρους της, για παράδειγµα στη στήριξη της άρσης του casus belli, αλλά γιατί δεν διαθέτει πολεµική βιοµηχανία, αλλά ούτε τεχνογνωσία σε νέα όπλα ή καινοτοµία. Η Ελλάδα είναι και θα µείνει ένας εκλεκτός πελάτης, αλλά δεν είναι παραγωγός. Η Ευρώπη δεν θα κάνει κοινά όπλα -στην καλύτερη περίπτωση να αποφασισθεί µια αντιπυραυλική ασπίδα µε κοινά κονδύλια-, αλλά εθνικά όπλα των δυνάµεων που τη συγκροτούν. Και µπορεί η τοποθέτηση του εκπροσώπου για θέµατα Άµυνας, Τόµας Ρενιέ, να ικανοποιεί την Αθήνα, αλλά δεν αλλάζει την πραγµατικότητα. Αν θέλει η Ελλάδα να κάτσει στο ευρωπαϊκό τραπέζι, τότε θα πρέπει να βρει βιοµηχανία, καινοτοµία, τεχνολογίες ή και κεφάλαια, διαφορετικά θα παραµείνει «πελάτης».

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή