
Γιατί χάνουµε στη διεθνή πολιτική µας
Άρθρο γνώμης
Το δοµικό ζήτηµα σε αυτήν τη φάση που αφαιρεί πόντους σε πολλά µέτωπα δεν είναι αυτή καθαυτή η διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι ότι δεν βρίσκονται στις θέσεις και στα επιτελεία ευθύνης τα κατάλληλα πρόσωπα
Ηταν φανερό, µετά την επικράτηση του Ντοναλντ Τραµπ και των Ρεπουµπλικανών στις αµερικανικές εκλογές του Νοεµβρίου, ότι θα ακολουθούσε µια µακρά περίοδος µεγάλων ανατροπών και επαναπροσδιορισµού της ισχύος των εθνικών κρατών αλλά και των διεθνών συσχετισµών που ορίζονταν ως κανονικότητα για δεκαετίες. Πολύ έγκαιρα είχε σηµειωθεί υπό τη µορφή προειδοποίησης προς τις ελίτ των Αθηνών ότι η υπεροπτική οπτική τους, σύµφωνα µε την οποία ο Ντ. Τραµπ δεν θα ερχόταν και ότι τα παγκόσµια δεδοµένα ήταν αδύνατον να ανατραπούν ακόµη και αν αυτός ερχόταν, µπορεί να αποδεικνυόταν αυταπάτη. Μάλιστα απέναντι στις εµµονές τους είχε περιγραφεί η συνθήκη τού να υπάρχουν ταυτόχρονες συντριπτικές εξελίξεις σε πολλά και διαφορετικά µέτωπα ταυτόχρονα µε αποτέλεσµα η απροετοίµαστη και νωχελική Αθήνα να έχανε τον έλεγχο των εξελίξεων.
Είχε προταθεί σχετικά να υπάρξουν έγκαιρος προβληµατισµός και προετοιµασία ούτως ώστε µε ένα πολύ πιο δυναµικό σχήµα στο υπουργείο Εξωτερικών και αναδιάταξη στις υπηρεσίες πληροφοριών να οργανωθούµε ως χώρα για τα νέα δεδοµένα. Πέραν των άλλων, ένα σχήµα στο οποίο ο πρωθυπουργός θα χρειαζόταν να έχει καθοριστική, άµεση εµπλοκή σε όλα τα µέτωπα της διεθνούς πολιτικής της χώρας από την Ευρώπη και την Ουκρανία µέχρι τη Βαλκανική, τη «νέα τάξη» στην Εγγύς Ανατολή, την Τουρκία ή τις ελληνοαµερικανικές σχέσεις, δεν θα λειτουργούσε. Θα έπρεπε λοιπόν να έχει προκριθεί ένα σχήµα ειδικών απεσταλµένων, ΚΥΣΕΑ και Συµβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, υπό τη µορφή task force στο Μέγαρο Μαξίµου, πέρα από ένα πολύ πιο συγκροτηµένο σε αντίληψη υπουργείο Εξωτερικών. Η νέα περίοδος έφθασε. Οι προβλέψεις των κυρίαρχων ελίτ στην Αθήνα διαψεύσθηκαν και η κυβέρνηση αλλά και ο κοινοβουλευτισµός στο σύνολό του έχασαν τον έλεγχο των εξελίξεων και περιέπεσαν σε αµηχανία.
Στην Ελλάδα ιστορικά κυριαρχεί µια σύγχυση, άσχετα µε το ποιος κυβερνά. Αυτή συνίσταται σε µια «χωριάτικη σαλάτα» που αναµειγνύει τη σκακιέρα των συµφερόντων των κρατών ή των υπερεθνικών διακυβερνητικών οργάνων µε τις δηµόσιες σχέσεις και τη µικροπολιτική των προσωπικών επαφών ή σκοπιµοτήτων. Η Ελλάδα επιµένει πάντα, ασχέτως συγκυρίας και εξελίξεων, σε τακτικισµούς και σε ανάλυση µικροσυµφερόντων. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα να χάνεται η «µεγάλη εικόνα». Αυτή ορίζεται ως αντικείµενο ενασχόλησης φιλοσόφων ή θεωρητικών. Χωρίς στρατηγική όµως και χωρίς αντανακλαστικά και ιδέες που στηρίζουν σε τακτική βάση αυτήν τη στρατηγική δεν µπορεί η Ελλάδα να εξυπηρετήσει τα συµφέροντά της. Όταν οι ελληνικές ηγετικές ελίτ για δεκαετίες αρέσκονται να χειρίζονται µε γραφειοκρατική λογική τα διεθνή µας συµφέροντα, ως συνακόλουθοι των κεντρικών αποφάσεων της Ευρώπης ή στη βάση πλατφόρµας δηµοσίων σχέσεων µε τις ΗΠΑ, δεν είναι δυνατόν σήµερα που όλα έχουν ανατραπεί να βρουν τον δρόµο για µια σειρά από νίκες σε επιµέρους µέτωπα οι οποίες θα δώσουν στην Ελλάδα ισχύ και αυτοπεποίθηση ώστε να βρίσκεται στα τραπέζια των αποφάσεων και της διαµόρφωσης νέων συνθηκών και δυνατοτήτων.
Είτε σε αυτά τα τραπέζια παίζεται σκληρό πόκερ είτε υποµονετικό σκάκι. Το δοµικό ζήτηµα σε αυτήν τη φάση που χάνουµε πόντους σε πολλά µέτωπα δεν είναι αυτή καθαυτή η διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι ότι δεν βρίσκονται στις θέσεις και στα επιτελεία ευθύνης τα κατάλληλα πρόσωπα. ∆εν µιλάµε για τον κύκλο της οικονοµίας, της ενέργειας ή της άµυνας, αλλά για την εξωτερική πολιτική της χώρας και τις τακτικές µας απέναντι σε ανταγωνιστές και συµµάχους. Η ευκαιρία να οργανωθούµε καλύτερα και µε περισσότερες πιθανότητες ήταν στον ανασχηµατισµό της κυβέρνησης που πέρασε. Τώρα αν συνεχίσουµε έτσι, θα πηγαίνουµε από ήττα σε ήττα και από συµβιβασµό σε συµβιβασµό. Κάποιοι µάλιστα κοντά στο κεντρικό σύστηµα αποφάσεων θα επιµείνουν στον κ. Μητσοτάκη ότι η µόνη επιλογή µας είναι η ευθυγράµµιση και η «προστασία» µας από την Τουρκία του κ. Ερντογάν. Ουσιαστικά η συναίνεσή µας στη γεωπολιτική ενότητα µε την Άγκυρα.
Είχε προταθεί σχετικά να υπάρξουν έγκαιρος προβληµατισµός και προετοιµασία ούτως ώστε µε ένα πολύ πιο δυναµικό σχήµα στο υπουργείο Εξωτερικών και αναδιάταξη στις υπηρεσίες πληροφοριών να οργανωθούµε ως χώρα για τα νέα δεδοµένα. Πέραν των άλλων, ένα σχήµα στο οποίο ο πρωθυπουργός θα χρειαζόταν να έχει καθοριστική, άµεση εµπλοκή σε όλα τα µέτωπα της διεθνούς πολιτικής της χώρας από την Ευρώπη και την Ουκρανία µέχρι τη Βαλκανική, τη «νέα τάξη» στην Εγγύς Ανατολή, την Τουρκία ή τις ελληνοαµερικανικές σχέσεις, δεν θα λειτουργούσε. Θα έπρεπε λοιπόν να έχει προκριθεί ένα σχήµα ειδικών απεσταλµένων, ΚΥΣΕΑ και Συµβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, υπό τη µορφή task force στο Μέγαρο Μαξίµου, πέρα από ένα πολύ πιο συγκροτηµένο σε αντίληψη υπουργείο Εξωτερικών. Η νέα περίοδος έφθασε. Οι προβλέψεις των κυρίαρχων ελίτ στην Αθήνα διαψεύσθηκαν και η κυβέρνηση αλλά και ο κοινοβουλευτισµός στο σύνολό του έχασαν τον έλεγχο των εξελίξεων και περιέπεσαν σε αµηχανία.
Στην Ελλάδα ιστορικά κυριαρχεί µια σύγχυση, άσχετα µε το ποιος κυβερνά. Αυτή συνίσταται σε µια «χωριάτικη σαλάτα» που αναµειγνύει τη σκακιέρα των συµφερόντων των κρατών ή των υπερεθνικών διακυβερνητικών οργάνων µε τις δηµόσιες σχέσεις και τη µικροπολιτική των προσωπικών επαφών ή σκοπιµοτήτων. Η Ελλάδα επιµένει πάντα, ασχέτως συγκυρίας και εξελίξεων, σε τακτικισµούς και σε ανάλυση µικροσυµφερόντων. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα να χάνεται η «µεγάλη εικόνα». Αυτή ορίζεται ως αντικείµενο ενασχόλησης φιλοσόφων ή θεωρητικών. Χωρίς στρατηγική όµως και χωρίς αντανακλαστικά και ιδέες που στηρίζουν σε τακτική βάση αυτήν τη στρατηγική δεν µπορεί η Ελλάδα να εξυπηρετήσει τα συµφέροντά της. Όταν οι ελληνικές ηγετικές ελίτ για δεκαετίες αρέσκονται να χειρίζονται µε γραφειοκρατική λογική τα διεθνή µας συµφέροντα, ως συνακόλουθοι των κεντρικών αποφάσεων της Ευρώπης ή στη βάση πλατφόρµας δηµοσίων σχέσεων µε τις ΗΠΑ, δεν είναι δυνατόν σήµερα που όλα έχουν ανατραπεί να βρουν τον δρόµο για µια σειρά από νίκες σε επιµέρους µέτωπα οι οποίες θα δώσουν στην Ελλάδα ισχύ και αυτοπεποίθηση ώστε να βρίσκεται στα τραπέζια των αποφάσεων και της διαµόρφωσης νέων συνθηκών και δυνατοτήτων.
Είτε σε αυτά τα τραπέζια παίζεται σκληρό πόκερ είτε υποµονετικό σκάκι. Το δοµικό ζήτηµα σε αυτήν τη φάση που χάνουµε πόντους σε πολλά µέτωπα δεν είναι αυτή καθαυτή η διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι ότι δεν βρίσκονται στις θέσεις και στα επιτελεία ευθύνης τα κατάλληλα πρόσωπα. ∆εν µιλάµε για τον κύκλο της οικονοµίας, της ενέργειας ή της άµυνας, αλλά για την εξωτερική πολιτική της χώρας και τις τακτικές µας απέναντι σε ανταγωνιστές και συµµάχους. Η ευκαιρία να οργανωθούµε καλύτερα και µε περισσότερες πιθανότητες ήταν στον ανασχηµατισµό της κυβέρνησης που πέρασε. Τώρα αν συνεχίσουµε έτσι, θα πηγαίνουµε από ήττα σε ήττα και από συµβιβασµό σε συµβιβασµό. Κάποιοι µάλιστα κοντά στο κεντρικό σύστηµα αποφάσεων θα επιµείνουν στον κ. Μητσοτάκη ότι η µόνη επιλογή µας είναι η ευθυγράµµιση και η «προστασία» µας από την Τουρκία του κ. Ερντογάν. Ουσιαστικά η συναίνεσή µας στη γεωπολιτική ενότητα µε την Άγκυρα.