
Η ευθύνη των δύο πρώην πρωθυπουργών της Κεντροδεξιάς
Άρθρο γνώμης
Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί έχουν µια αρµονική προσωπική σχέση και έχουν συγκλίνει σε κάποιες σοβαρές αιτιάσεις για τη στρατηγική και τις πολιτικές του κόµµατος τα τελευταία χρόνια
Δύο είναι οι πρώην πρωθυπουργοί της Κεντροδεξιάς που βρίσκονται εν ζωή και διατηρούν βαρύ πολιτικό αποτύπωµα στις εξελίξεις όσον αφορά όχι µόνον τη Νέα ∆ηµοκρατία, αλλά και την εξέλιξη της χώρας. Ο ένας είναι ο Κ. Καραµανλής. Ο άλλος ο Αντ. Σαµαράς. Ο πρώτος έχει πάψει να είναι κοινοβουλευτικά ενεργός. Ο δεύτερος παραµένει ως ανεξάρτητος βουλευτής Μεσσηνίας, µετά τη διαγραφή του από τη Νέα ∆ηµοκρατία. Ο πρώτος, ανήκοντας στην πατριαρχική πολιτική οικογένεια της Νέας ∆ηµοκρατίας, αποκλείεται να συµµετάσχει σε κινήσεις διάσπασης του κόµµατος στην παρούσα αλλά και στην επόµενη συγκυρία. Ο δεύτερος, βαθιά πικραµένος από την αδικαιολόγητη και αυθαίρετη, κατά τη γνώµη του, διαγραφή του από τη Νέα ∆ηµοκρατία, φέρεται ότι προτίθεται να οργανώσει ένα νέο πολιτικό σχήµα ή να στηρίξει ένα τέτοιο σχήµα, έστω υπό άλλον αρχηγό. Πρόσωπο εκτός πολιτικής ή, τουλάχιστον, νεότερης πολιτικής γενιάς σε σχέση µε αυτόν. Και οι δύο φέρουν ακέραια την ευθύνη για το δικαίωµα της χώρας να αποκτήσει στις εκλογές του 2027 αυτοδύναµη κυβέρνηση. Φυσικά, ευθύνη για ό,τι συµβεί από τώρα µέχρι τις εκλογές στο διαρθρωτικό πολιτικό σκηνικό της Κεντροδεξιάς φέρει και ο νυν πρόεδρος του κόµµατος και πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης.
Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί έχουν µια αρµονική προσωπική σχέση και έχουν συγκλίνει σε κάποιες σοβαρές αιτιάσεις για τη στρατηγική και τις πολιτικές του κόµµατος τα τελευταία χρόνια. Αυτές, µε διάφορες ευκαιρίες, τις έχουν εκφράσει δηµόσια και στην παρούσα πλέον φάση θα πρέπει να τοποθετηθούν όσον αφορά το µέλλον. Ο κ. Καραµανλής, πέραν πλέον της κοινοβουλευτικής ενέργειάς του, είναι λογικό να επιθυµεί να γίνει σεβαστός τόσο ως πολιτική προσωπικότητα ή ως ιστορία στη διοίκηση της χώρας όσο και ως προς τις απόψεις ή τις προσεγγίσεις του σε σχέση µε την εξωτερική πολιτική της χώρας ή τη φυσιογνωµία της παράταξης της οποίας είναι οργανικό µέρος. Ο κ. Σαµαράς, µε διαφωνίες σε δύο βασικά µέτωπα σε σχέση µε την πολιτική πρακτική της κυβέρνησης υπό τον κ. Μητσοτάκη, της woke ατζέντας και της διεθνούς πολιτικής της, ειδικά στα Ελληνοτουρκικά, έχει µπροστά του µια κρίσιµη επιλογή, που υπερβαίνει την πικρία του µε την προεδρία Μητσοτάκη, αλλά και αυτά τα όρια της Νέας ∆ηµοκρατίας. Οι αποφάσεις και οι επιλογές του θα καθορίσουν το κατά πόσον θα προκύψει ακόµα ένα κόµµα στα δεξιά της Νέας ∆ηµοκρατίας ή, οµονοώντας µε την παρούσα ηγεσία και ξεπερνώντας τις διαφωνίες και τις πικρίες, θα επιτρέψει στην Ελλάδα και στους Ελληνες ψηφοφόρους να προκρίνουν µια κυβέρνηση πλειοψηφίας για την τετραετία 2027-2031. Το κρίσιµο ζήτηµα έγκειται στο ότι µόνον η Νέα ∆ηµοκρατία, πέραν από τις σηµερινές δηµοσκοπήσεις σε µη εκλόγιµους χρόνους, µπορεί να ζητήσει και να πετύχει ψήφο κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τους πολίτες. ∆ιαφορετικά, στην περίπτωση που υποστηριχθεί ένα κόµµα στα δεξιά της, όποιο ποσοστό και να πετύχει αυτό -ακόµα και 5%-7%-, θα στερήσει τη δυνατότητα από την Ελλάδα να έχει µια σταθερή και αποτελεσµατική µονοκοµµατική διακυβέρνηση.
Οι κ. Καραµανλής και Σαµαράς στις δεκαετίες που εµπλέκονται στην πολιτική πραγµατικότητα της χώρας και στη βάση των εµπειριών τους γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τι επιπτώσεις έχει η διαφορά µεταξύ µιας µονοκοµµατικής κυβέρνησης στη διοίκηση της χώρας σε σχέση µε τους συσχετισµούς και την αστάθεια που δηµιουργείται, ιδιαίτερα στη διεθνή εικόνα της χώρας, µε τις κυβερνήσεις συνασπισµού. Μάλιστα, ο κ. Σαµαράς κυβέρνησε ως πρωθυπουργός σε ένα σχήµα σύγκλισης µε το ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρο τον κ. Βενιζέλο και, όσο αρµονική και να ήταν η συνεργασία τους, γνωρίζει από πρώτο χέρι τι θα πει συσχετισµός στην καθηµερινότητα και διαφορετικές εκτιµήσεις και προβολές πολιτικής αναφορικά µε τη συγκυρία. Ο κ. Σαµαράς, ακόµα και αν δεν ηγηθεί ο ίδιος ενός νέου πολιτικού σχήµατος, πολύ περισσότερο εφόσον ηγηθεί, θα έχει την πολιτική ευθύνη ενός προβλεπτού πολιτικού αδιεξόδου την επόµενη ηµέρα µιας διπλής εκλογικής αναµέτρησης. Οταν η Νέα ∆ηµοκρατία, µε επικεφαλής και ψηφισµένο πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη, θα πρέπει να συζητήσει µε άλλα σχήµατα στα αριστερά ή στα δεξιά της για κυβέρνηση συνασπισµού. Οι ηγέτες των µικρότερων κοµµάτων που ενδεχοµένως θα προτίθενται να συµµετάσχουν σε µια κυβέρνηση συνασπισµού θα θέτουν ως όρο τον ορισµό τρίτου πρωθυπουργού, που δεν θα είναι ο επιλεγµένος από τον λαό πολιτικός ηγέτης του πρώτου κόµµατος, ο κ. Μητσοτάκης. Οι πολίτες θα έχουν ψηφίσει, δηλαδή, άλλον πρωθυπουργό και ένα σύστηµα «προκρίτων» και «συµφερόντων» θα επιλέξει στη βάση του δικού τους συσχετισµού άλλον πρωθυπουργό. Ενδεχοµένως και εξωκοινοβουλευτικό. Από την πρώτη ηµέρα της ορκωµοσίας µιας τέτοιας κυβέρνησης, οι πολίτες θα δηλώνουν και θα νιώθουν ξένοι προς αυτήν τη διοίκηση των «δοµηµένων» συµφερόντων. Και φυσικά πολύ σύντοµα, µε την πρώτη δυσκολία, θα ακούσουν τις φωνές του ριζοσπαστισµού και θα δηλώσουν «ανυπακοή» σε αυτήν τη δοτή κυβέρνηση. Θα βγουν στους δρόµους. Και η Αθήνα θα γίνει κάτι σαν το Παρίσι των τελευταίων ετών. Η ευθύνη για µια τέτοια εξέλιξη δεν θα είναι του Τσίπρα, της Κωνσταντοπούλου, του Βελόπουλου, του ΚΚΕ, των κουκουλοφόρων - ακτιβιστών και ούτω καθεξής.
Για την πολιτική φυσική αυτουργία αυτής της δραµατικής αναστροφής της χώρας, σε δύσκολους µάλιστα καιρούς µετάβασης και αλλαγής συνόρων σε διεθνές επίπεδο, θα κατηγορηθεί ιστορικά ο κ. Σαµαράς. Για την ηθική αυτουργία, διά της σιωπής του, ο κ. Καραµανλής. Την ευθύνη τελικά για τις εξελίξεις στη χώρα, και όχι στο πεδίο της παρούσης διακυβέρνησης, αλλά της µελλοντικής -µετά το 2027-, την έχουν τρεις ηγετικές πολιτικές προσωπικότητες της Κεντροδεξιάς. Οι πρώην πρωθυπουργοί Κ. Καραµανλής και Αντ. Σαµαράς και ο νυν πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης. Τα προσωπικά τους, οι πικρίες τους και οι ενστάσεις τους σε επιµέρους πολιτικές και στρατηγικές, ακόµα και αν είναι δικαιολογηµένες, δεν µας αφορούν ως Ελληνες. Ας βρεθούν µεταξύ τους και ας τα συζητήσουν, προκειµένου να επιτύχουν ευνοϊκές για όλους συνθέσεις και ενότητα για την Κεντροδεξιά. Η διοίκηση της χώρας την επόµενη τετραετία είναι η κοινή µοίρα. Τα προσωπικά τους είναι δική τους υπόθεση και αυτό είναι σεβαστό ως δυσχέρεια, αλλά όχι και ως αδιέξοδο.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί έχουν µια αρµονική προσωπική σχέση και έχουν συγκλίνει σε κάποιες σοβαρές αιτιάσεις για τη στρατηγική και τις πολιτικές του κόµµατος τα τελευταία χρόνια. Αυτές, µε διάφορες ευκαιρίες, τις έχουν εκφράσει δηµόσια και στην παρούσα πλέον φάση θα πρέπει να τοποθετηθούν όσον αφορά το µέλλον. Ο κ. Καραµανλής, πέραν πλέον της κοινοβουλευτικής ενέργειάς του, είναι λογικό να επιθυµεί να γίνει σεβαστός τόσο ως πολιτική προσωπικότητα ή ως ιστορία στη διοίκηση της χώρας όσο και ως προς τις απόψεις ή τις προσεγγίσεις του σε σχέση µε την εξωτερική πολιτική της χώρας ή τη φυσιογνωµία της παράταξης της οποίας είναι οργανικό µέρος. Ο κ. Σαµαράς, µε διαφωνίες σε δύο βασικά µέτωπα σε σχέση µε την πολιτική πρακτική της κυβέρνησης υπό τον κ. Μητσοτάκη, της woke ατζέντας και της διεθνούς πολιτικής της, ειδικά στα Ελληνοτουρκικά, έχει µπροστά του µια κρίσιµη επιλογή, που υπερβαίνει την πικρία του µε την προεδρία Μητσοτάκη, αλλά και αυτά τα όρια της Νέας ∆ηµοκρατίας. Οι αποφάσεις και οι επιλογές του θα καθορίσουν το κατά πόσον θα προκύψει ακόµα ένα κόµµα στα δεξιά της Νέας ∆ηµοκρατίας ή, οµονοώντας µε την παρούσα ηγεσία και ξεπερνώντας τις διαφωνίες και τις πικρίες, θα επιτρέψει στην Ελλάδα και στους Ελληνες ψηφοφόρους να προκρίνουν µια κυβέρνηση πλειοψηφίας για την τετραετία 2027-2031. Το κρίσιµο ζήτηµα έγκειται στο ότι µόνον η Νέα ∆ηµοκρατία, πέραν από τις σηµερινές δηµοσκοπήσεις σε µη εκλόγιµους χρόνους, µπορεί να ζητήσει και να πετύχει ψήφο κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τους πολίτες. ∆ιαφορετικά, στην περίπτωση που υποστηριχθεί ένα κόµµα στα δεξιά της, όποιο ποσοστό και να πετύχει αυτό -ακόµα και 5%-7%-, θα στερήσει τη δυνατότητα από την Ελλάδα να έχει µια σταθερή και αποτελεσµατική µονοκοµµατική διακυβέρνηση.
Οι κ. Καραµανλής και Σαµαράς στις δεκαετίες που εµπλέκονται στην πολιτική πραγµατικότητα της χώρας και στη βάση των εµπειριών τους γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τι επιπτώσεις έχει η διαφορά µεταξύ µιας µονοκοµµατικής κυβέρνησης στη διοίκηση της χώρας σε σχέση µε τους συσχετισµούς και την αστάθεια που δηµιουργείται, ιδιαίτερα στη διεθνή εικόνα της χώρας, µε τις κυβερνήσεις συνασπισµού. Μάλιστα, ο κ. Σαµαράς κυβέρνησε ως πρωθυπουργός σε ένα σχήµα σύγκλισης µε το ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρο τον κ. Βενιζέλο και, όσο αρµονική και να ήταν η συνεργασία τους, γνωρίζει από πρώτο χέρι τι θα πει συσχετισµός στην καθηµερινότητα και διαφορετικές εκτιµήσεις και προβολές πολιτικής αναφορικά µε τη συγκυρία. Ο κ. Σαµαράς, ακόµα και αν δεν ηγηθεί ο ίδιος ενός νέου πολιτικού σχήµατος, πολύ περισσότερο εφόσον ηγηθεί, θα έχει την πολιτική ευθύνη ενός προβλεπτού πολιτικού αδιεξόδου την επόµενη ηµέρα µιας διπλής εκλογικής αναµέτρησης. Οταν η Νέα ∆ηµοκρατία, µε επικεφαλής και ψηφισµένο πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη, θα πρέπει να συζητήσει µε άλλα σχήµατα στα αριστερά ή στα δεξιά της για κυβέρνηση συνασπισµού. Οι ηγέτες των µικρότερων κοµµάτων που ενδεχοµένως θα προτίθενται να συµµετάσχουν σε µια κυβέρνηση συνασπισµού θα θέτουν ως όρο τον ορισµό τρίτου πρωθυπουργού, που δεν θα είναι ο επιλεγµένος από τον λαό πολιτικός ηγέτης του πρώτου κόµµατος, ο κ. Μητσοτάκης. Οι πολίτες θα έχουν ψηφίσει, δηλαδή, άλλον πρωθυπουργό και ένα σύστηµα «προκρίτων» και «συµφερόντων» θα επιλέξει στη βάση του δικού τους συσχετισµού άλλον πρωθυπουργό. Ενδεχοµένως και εξωκοινοβουλευτικό. Από την πρώτη ηµέρα της ορκωµοσίας µιας τέτοιας κυβέρνησης, οι πολίτες θα δηλώνουν και θα νιώθουν ξένοι προς αυτήν τη διοίκηση των «δοµηµένων» συµφερόντων. Και φυσικά πολύ σύντοµα, µε την πρώτη δυσκολία, θα ακούσουν τις φωνές του ριζοσπαστισµού και θα δηλώσουν «ανυπακοή» σε αυτήν τη δοτή κυβέρνηση. Θα βγουν στους δρόµους. Και η Αθήνα θα γίνει κάτι σαν το Παρίσι των τελευταίων ετών. Η ευθύνη για µια τέτοια εξέλιξη δεν θα είναι του Τσίπρα, της Κωνσταντοπούλου, του Βελόπουλου, του ΚΚΕ, των κουκουλοφόρων - ακτιβιστών και ούτω καθεξής.
Για την πολιτική φυσική αυτουργία αυτής της δραµατικής αναστροφής της χώρας, σε δύσκολους µάλιστα καιρούς µετάβασης και αλλαγής συνόρων σε διεθνές επίπεδο, θα κατηγορηθεί ιστορικά ο κ. Σαµαράς. Για την ηθική αυτουργία, διά της σιωπής του, ο κ. Καραµανλής. Την ευθύνη τελικά για τις εξελίξεις στη χώρα, και όχι στο πεδίο της παρούσης διακυβέρνησης, αλλά της µελλοντικής -µετά το 2027-, την έχουν τρεις ηγετικές πολιτικές προσωπικότητες της Κεντροδεξιάς. Οι πρώην πρωθυπουργοί Κ. Καραµανλής και Αντ. Σαµαράς και ο νυν πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης. Τα προσωπικά τους, οι πικρίες τους και οι ενστάσεις τους σε επιµέρους πολιτικές και στρατηγικές, ακόµα και αν είναι δικαιολογηµένες, δεν µας αφορούν ως Ελληνες. Ας βρεθούν µεταξύ τους και ας τα συζητήσουν, προκειµένου να επιτύχουν ευνοϊκές για όλους συνθέσεις και ενότητα για την Κεντροδεξιά. Η διοίκηση της χώρας την επόµενη τετραετία είναι η κοινή µοίρα. Τα προσωπικά τους είναι δική τους υπόθεση και αυτό είναι σεβαστό ως δυσχέρεια, αλλά όχι και ως αδιέξοδο.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά