Ώρα για αυτοκριτική από κάποιους
Άρθρο γνώμης
Όσοι υποστήριζαν τη στρατηγική των "ήρεµων νερών" µε την Τουρκία και την "επιτήδεια ουδετερότητα" σε Ουκρανία και Γάζα τώρα πλέον θα πρέπει να εξηγήσουν εκ νέου τη θεώρησή τους
Οι τοµείς της ενέργειας, της ασφάλειας, της άµυνας και των τεχνολογιών στη βάση ανάπτυξης εργαλείων τεχνητής νοηµοσύνης ή και συγκέντρωσης δεδοµένων (data centers) συνδέονται µεταξύ τους. Η Σύνοδος ∆ιατλαντικής Συνεργασίας, που εξελίσσεται στην Αθήνα από χθες, είναι ένα γεγονός πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδοµένα, τόσο ως προς τις προσωπικότητες που συµµετέχουν -µέλη κυβερνήσεων και εταιρειών ή διεθνών οµίλων- όσο και ως προς την ανακοίνωση συµφωνιών και συνεργασιών.
Η συγκεκριµένη σύνοδος εγκαινιάζει µια εποχή για την Ευρώπη, τις ατλαντικές σχέσεις αλλά και την Ελλάδα που αναλαµβάνει ρόλους και έχει πολλαπλάσια σηµασία σε σύγκριση µε το παρελθόν. Όσα συµβαίνουν, µετά και την -υπό πίεση της Ουάσινγκτον- απόφαση των κεντρικών δοµών της Ευρώπης για ανεξαρτητοποίηση από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους µέχρι το 2028, βγάζουν εκτός κάδρου των συνθηκών την Τουρκία. Αυτό σηµαίνει ότι η Ελλάδα από εδώ και πέρα θα κινηθεί και θα λογίζεται ως τοπικός και περιφερειακός παράγων, όχι πλέον σε συσχετισµό µε την Τουρκία αλλά ανεξάρτητα, στη βάση των εµπεδωµένων συµµαχιών της, πολυµερών και ιδιαίτερα διµερών. Η Τουρκία δεν βρίσκεται εκτός κάδρου ως αποτέλεσµα µιας εχθρικής στρατηγικής κάποιας χώρας ή οµάδας χωρών απέναντί της.
Η Άγκυρα έχει επιλέξει τη δική της στρατηγική του «επιτήδειου ουδέτερου» έναντι της δυτικής συµµαχίας και των BRICS, τη δική της εξαίρεση από τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας µετά την εισβολή στην Ουκρανία, τη δική της ισλαµική προσέγγιση στο πλευρό της Χαµάς στο µέτωπο της Γάζας. Το κυριότερο, εδώ και 15 χρόνια η Τουρκία και η µόνιµη τα τελευταία 23 χρόνια ηγεσία Ερντογάν συσχέτισε την ενεργειακή στρατηγική της µε τη Ρωσία, δοµώντας αγωγούς και δίκτυο βασισµένο στους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Η Ελλάδα βαθµηδόν, αλλά ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει απεξαρτηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία, έχει πολύ περιορισµένη έκθεση στις εµπορικές, γεωπολιτικές και οικονοµικές επαφές µε την Κίνα και έχει προσαρµοσθεί µε συνέπεια στη δυτική συµµαχία, έστω υπό την ευρωπαϊκή οπτική. Πέραν αυτών, η Ελλάδα από το 2010-2011 -και παρά την κατάσταση χρεοκοπίας της δηµοσιονοµικά- ανέπτυξε µια γεωπολιτική θεώρηση, όπου επί της ουσίας είχε προεξοφλήσει τον νέο ατλαντισµό, που ξεκίνησε µε τη δεύτερη θητεία Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ, αλλά και τη σύσφιξη σχέσεων µε το Ισραήλ -µαζί µε την Κύπρο- στη συµµαχία «3+1».
Στην Ανατολική Μεσόγειο ταυτόχρονα ανέπτυξε πρωτοβουλίες που έφεραν πιο κοντά το Ισραήλ αρχικά µε την Αίγυπτο και στη συνέχεια και µε άλλες αραβικές ηγεσίες, προεξοφλώντας ουσιαστικά το πλαίσιο των «Συµφωνιών του Αβραάµ». Η Ελλάδα, µία χώρα µε κακή παράδοση και κυβερνήσεις εξαιρετικά εσωστρεφείς, φοβικές ως προς το πολιτικό κόστος όλη αυτή τη δεκαετία µε τις πολλές κρίσεις και διαφορετικές συγκυρίες, δεν υπηρέτησε αυτήν τη στρατηγική µε τον ίδιο δυναµισµό και πεποίθηση, αλλά δεν αποµακρύνθηκε από την εν λόγω θεώρηση πραγµάτων της εθελούσιας διακριτής συµµαχίας µε τις ΗΠΑ στο πεδίο, την εξέλιξη της συνεργασίας µε το Ισραήλ, την εµπεδωµένη συνεπή στάση µε τις ευρωπαϊκές επιλογές. Η Ελλάδα από το 2023 µέχρι πρόσφατα εγκλωβίστηκε σε µία στρατηγική «ήρεµων νερών» µε την Τουρκία, εµφανιζόµενη (η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών) πολύ πιο αισιόδοξη για τις προοπτικές από όσο επέτρεπε η πραγµατικότητα.
Απέναντι στη συνεπή δυτική στάση της Ελλάδας, δυνάµεις της Κεντροδεξιάς, ακόµη και σε επίπεδο πρώην πρωθυπουργών, άσκησαν δριµεία κριτική, υποστηρίζοντας την «ουδετερότητα» και στα δύο πεδία πολέµου -της Ουκρανίας και της Γάζας-, µε ισόρροπες σχέσεις µε τη Ρωσία και την Κίνα έναντι των ΗΠΑ, στο µοντέλο της Τουρκίας. Τώρα πλέον όλοι αυτοί θα πρέπει να εξηγήσουν εκ νέου τη στρατηγική τους ή καλύτερα -όσοι από αυτούς δεν είναι εµµονικοί- να κάνουν την αυτοκριτική τους.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Η συγκεκριµένη σύνοδος εγκαινιάζει µια εποχή για την Ευρώπη, τις ατλαντικές σχέσεις αλλά και την Ελλάδα που αναλαµβάνει ρόλους και έχει πολλαπλάσια σηµασία σε σύγκριση µε το παρελθόν. Όσα συµβαίνουν, µετά και την -υπό πίεση της Ουάσινγκτον- απόφαση των κεντρικών δοµών της Ευρώπης για ανεξαρτητοποίηση από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους µέχρι το 2028, βγάζουν εκτός κάδρου των συνθηκών την Τουρκία. Αυτό σηµαίνει ότι η Ελλάδα από εδώ και πέρα θα κινηθεί και θα λογίζεται ως τοπικός και περιφερειακός παράγων, όχι πλέον σε συσχετισµό µε την Τουρκία αλλά ανεξάρτητα, στη βάση των εµπεδωµένων συµµαχιών της, πολυµερών και ιδιαίτερα διµερών. Η Τουρκία δεν βρίσκεται εκτός κάδρου ως αποτέλεσµα µιας εχθρικής στρατηγικής κάποιας χώρας ή οµάδας χωρών απέναντί της.
Η Άγκυρα έχει επιλέξει τη δική της στρατηγική του «επιτήδειου ουδέτερου» έναντι της δυτικής συµµαχίας και των BRICS, τη δική της εξαίρεση από τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας µετά την εισβολή στην Ουκρανία, τη δική της ισλαµική προσέγγιση στο πλευρό της Χαµάς στο µέτωπο της Γάζας. Το κυριότερο, εδώ και 15 χρόνια η Τουρκία και η µόνιµη τα τελευταία 23 χρόνια ηγεσία Ερντογάν συσχέτισε την ενεργειακή στρατηγική της µε τη Ρωσία, δοµώντας αγωγούς και δίκτυο βασισµένο στους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Η Ελλάδα βαθµηδόν, αλλά ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει απεξαρτηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία, έχει πολύ περιορισµένη έκθεση στις εµπορικές, γεωπολιτικές και οικονοµικές επαφές µε την Κίνα και έχει προσαρµοσθεί µε συνέπεια στη δυτική συµµαχία, έστω υπό την ευρωπαϊκή οπτική. Πέραν αυτών, η Ελλάδα από το 2010-2011 -και παρά την κατάσταση χρεοκοπίας της δηµοσιονοµικά- ανέπτυξε µια γεωπολιτική θεώρηση, όπου επί της ουσίας είχε προεξοφλήσει τον νέο ατλαντισµό, που ξεκίνησε µε τη δεύτερη θητεία Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ, αλλά και τη σύσφιξη σχέσεων µε το Ισραήλ -µαζί µε την Κύπρο- στη συµµαχία «3+1».
Στην Ανατολική Μεσόγειο ταυτόχρονα ανέπτυξε πρωτοβουλίες που έφεραν πιο κοντά το Ισραήλ αρχικά µε την Αίγυπτο και στη συνέχεια και µε άλλες αραβικές ηγεσίες, προεξοφλώντας ουσιαστικά το πλαίσιο των «Συµφωνιών του Αβραάµ». Η Ελλάδα, µία χώρα µε κακή παράδοση και κυβερνήσεις εξαιρετικά εσωστρεφείς, φοβικές ως προς το πολιτικό κόστος όλη αυτή τη δεκαετία µε τις πολλές κρίσεις και διαφορετικές συγκυρίες, δεν υπηρέτησε αυτήν τη στρατηγική µε τον ίδιο δυναµισµό και πεποίθηση, αλλά δεν αποµακρύνθηκε από την εν λόγω θεώρηση πραγµάτων της εθελούσιας διακριτής συµµαχίας µε τις ΗΠΑ στο πεδίο, την εξέλιξη της συνεργασίας µε το Ισραήλ, την εµπεδωµένη συνεπή στάση µε τις ευρωπαϊκές επιλογές. Η Ελλάδα από το 2023 µέχρι πρόσφατα εγκλωβίστηκε σε µία στρατηγική «ήρεµων νερών» µε την Τουρκία, εµφανιζόµενη (η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών) πολύ πιο αισιόδοξη για τις προοπτικές από όσο επέτρεπε η πραγµατικότητα.
Απέναντι στη συνεπή δυτική στάση της Ελλάδας, δυνάµεις της Κεντροδεξιάς, ακόµη και σε επίπεδο πρώην πρωθυπουργών, άσκησαν δριµεία κριτική, υποστηρίζοντας την «ουδετερότητα» και στα δύο πεδία πολέµου -της Ουκρανίας και της Γάζας-, µε ισόρροπες σχέσεις µε τη Ρωσία και την Κίνα έναντι των ΗΠΑ, στο µοντέλο της Τουρκίας. Τώρα πλέον όλοι αυτοί θα πρέπει να εξηγήσουν εκ νέου τη στρατηγική τους ή καλύτερα -όσοι από αυτούς δεν είναι εµµονικοί- να κάνουν την αυτοκριτική τους.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή