Ένα νέο κράτος από νέες ελίτ
Άρθρο γνώμης
Ο κρίσιµος παράγοντας που καθορίζει το αύριο είναι η σύζευξη τεχνητής νοηµοσύνης και ροµποτικής. Η Ελλάδα δεν έχει δικαίωµα να χάσει αυτό το «στοίχηµα» του µέλλοντος
Με την πολλαπλά εµβληµατική εκλογή του Έλληνα υπουργού Οικονοµικών κ. Πιερρακάκη στην ηγεσία του Eurogroup κλείνει ένας δεκαετής κύκλος για τη χώρα. Το κράτος και την οικονοµία. Αυτός άνοιξε τον Σεπτέµβριο του 2015, όταν συνολικά το πολιτικό σύστηµα της χώρας, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αποφάσιζε και συνέκλινε στην πορεία εξόδου από τα µνηµόνια της χρεοκοπίας στη βάση των διαπραγµατεύσεων µε την τρόικα, εντός της πραγµατικότητας της ζώνης του ευρώ.
Ο ιστορικός κύκλος αυτός είχε ως στόχους αρχικά την έξοδο από τη δεσποτική εποπτεία της τεχνοκρατίας Κοµισιόν - ΕΚΤ - ∆ΝΤ, µια βιώσιµη συµφωνία αναδιοργάνωσης της χώρας στη συνέχεια, καθώς και την ανάκτηση της αξιοπιστίας, των θετικών ρυθµών ανάπτυξης, της επενδυτικής βαθµίδας, ενός µέρους έστω του ΑΕΠ που χάθηκε µεταξύ 2010-2015 (της τάξης του 25%) και την ανάσχεση της απορρύθµισης που επεβλήθη µεταξύ 2010-2018 στις δοµές και στους πόρους του κράτους, στα εισοδήµατα, στην επιχειρηµατικότητα.
Ο κύκλος που ξεκίνησε το 2015 είχε µια πολύ ισχυρή συνέχεια µετά την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία το 2019, µε αυτοδύναµη πλειοψηφία της Νέας ∆ηµοκρατίας στο κοινοβούλιο, για να φθάσουµε στο σήµερα, τελευταίες εβδοµάδες του 2025, που η Ελλάδα από «αποσυνάγωγος» του Eurogroup βρέθηκε στην ηγεσία του, ως κωδικοποίηση και τελική εξέλιξη ενός success story απρόβλεπτου στα χρόνια του Σόιµπλε και των συν αυτώ. Κλείνοντας αυτός ο δεκαετής κύκλος ανοίγει ένας επόµενος. Αυτός, για πολλούς του κατεστηµένου στην Ελλάδα αλλά και για µεγάλη µερίδα των πολιτών διαφόρων επαγγελµάτων ή εισοδηµατικών τάξεων, θα έπρεπε να είναι µια ανάκτηση του παρελθόντος σε δείκτες, µοντέλα ανάπτυξης, πολλαπλασιαστές της οικονοµίας και της επιχειρηµατικότητας, µέσων εισοδηµάτων, σχέσης δηµόσιου τοµέα - ιδιωτικού τοµέα. Αυτό όµως είναι λάθος. ∆εν έχει καµία λογική, µε τους υφιστάµενους ρυθµούς ανάπτυξης των τεχνολογιών να δεσπόζουν και να καθορίζουν το µέλλον, η οποιαδήποτε εµµονή ή νοσταλγία παρελθόντων εποχών.
Είτε κάποιοι βλέπουν τις θεωρίες τους κρατικοκεντρικές είτε ακραία φιλελεύθερες, για να αντιµετωπίσουµε το µέλλον και τις προκλήσεις ή τις ευκαιρίες που υπάρχουν στον παράγοντα Ελλάδα, θα πρέπει να αγνοήσουµε το παρελθόν. Κι αυτό γιατί η εµπειρία του παρελθόντος δεν µπορεί να µας βοηθήσει στην παραµετροποίηση του µέλλοντος. Αν παρακολουθήσουµε, για παράδειγµα, τα σενάρια κινδύνων για το µέλλον της Europol (δοµή αστυνοµικής συνεργασίας µεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών), θα δούµε ότι οι αστυνοµικοί της Τροχαίας θα είναι ροµπότ, τα οχήµατα θα είναι αυτοκινούµενα, τα δεδοµένα της εποχής µετά το τέλος της µισθωτής εργασίας για σηµαντικές οµάδες του πληθυσµού απολύτως διαφορετικά απ’ ό,τι συζητείται σήµερα στην καθηµερινότητα. Η πραγµατικότητα αυτή ταυτόχρονα δεν αφορά µια στιγµή κάπου στο τέλος του αιώνα, αλλά το 2035. Βρισκόµαστε λοιπόν στην αφετηρία ενός νέου ιστορικού κύκλου 2025-2035, που αφορά τη νέα οργάνωση της εθνικής συγκρότησης και όχι µια αναµέτρηση µε τα σωστά και τα λάθη του παρελθόντος. Πρόσφατου και απώτερου. Ο κρίσιµος παράγοντας που καθορίζει το αύριο είναι η σύζευξη τεχνητής νοηµοσύνης και ροµποτικής.
Η Ελλάδα δεν έχει δικαίωµα να χάσει αυτό το «στοίχηµα» του µέλλοντος, αφού το παρόν κράτος και η συγκρότηση της οικονοµίας και της κοινωνίας είναι µάλλον παρακµιακά σε σχέση µε αυτά που ορίσθηκαν ως ζητούµενα και άξονες ανάπτυξης και ευηµερίας στο τέλος του Ψυχρού Πολέµου στην Ευρώπη. Άρα δεν έχει να προλάβει ένα τρένο από το παρελθόν, όπως πολλοί εκσυγχρονιστές υποστηρίζουν, αλλά να πετύχει ένα διπλό άλµα προς το µέλλον. Η προσπάθεια αυτή δεν µπορεί παρά έχει στον πυρήνα της τη δηµιουργία ενός νέου οργανικού κράτους, που θα είναι επαρκώς συγκροτηµένο και προπάντων ισχυρό για να θέσει τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά και να λειτουργήσει µε αξιοπιστία ως αναδιανεµητικός οργανισµός στη διάχυση του πλούτου.
Η ανάπτυξη στη βάση αυτήν και η ισχύς του κράτους δεν µπορούν να στηριχθούν µονοµερώς στη φορολογία, αλλά στις επενδύσεις και την κτήση ιδιοκτησίας στην παραγωγή του πλούτου, µε βάση την εργασία των µηχανών και όχι των ανθρώπων-πολιτών. Η άσκηση αυτή δεν θα αφεθεί στην ενεργό πολιτική και τα κόµµατα. Επείγουν λέσχες, από νέες ελίτ, που θα πρέπει να δηµιουργηθούν.
Διαβάστε στην Απογευματινή
Ο ιστορικός κύκλος αυτός είχε ως στόχους αρχικά την έξοδο από τη δεσποτική εποπτεία της τεχνοκρατίας Κοµισιόν - ΕΚΤ - ∆ΝΤ, µια βιώσιµη συµφωνία αναδιοργάνωσης της χώρας στη συνέχεια, καθώς και την ανάκτηση της αξιοπιστίας, των θετικών ρυθµών ανάπτυξης, της επενδυτικής βαθµίδας, ενός µέρους έστω του ΑΕΠ που χάθηκε µεταξύ 2010-2015 (της τάξης του 25%) και την ανάσχεση της απορρύθµισης που επεβλήθη µεταξύ 2010-2018 στις δοµές και στους πόρους του κράτους, στα εισοδήµατα, στην επιχειρηµατικότητα.
Ο κύκλος που ξεκίνησε το 2015 είχε µια πολύ ισχυρή συνέχεια µετά την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία το 2019, µε αυτοδύναµη πλειοψηφία της Νέας ∆ηµοκρατίας στο κοινοβούλιο, για να φθάσουµε στο σήµερα, τελευταίες εβδοµάδες του 2025, που η Ελλάδα από «αποσυνάγωγος» του Eurogroup βρέθηκε στην ηγεσία του, ως κωδικοποίηση και τελική εξέλιξη ενός success story απρόβλεπτου στα χρόνια του Σόιµπλε και των συν αυτώ. Κλείνοντας αυτός ο δεκαετής κύκλος ανοίγει ένας επόµενος. Αυτός, για πολλούς του κατεστηµένου στην Ελλάδα αλλά και για µεγάλη µερίδα των πολιτών διαφόρων επαγγελµάτων ή εισοδηµατικών τάξεων, θα έπρεπε να είναι µια ανάκτηση του παρελθόντος σε δείκτες, µοντέλα ανάπτυξης, πολλαπλασιαστές της οικονοµίας και της επιχειρηµατικότητας, µέσων εισοδηµάτων, σχέσης δηµόσιου τοµέα - ιδιωτικού τοµέα. Αυτό όµως είναι λάθος. ∆εν έχει καµία λογική, µε τους υφιστάµενους ρυθµούς ανάπτυξης των τεχνολογιών να δεσπόζουν και να καθορίζουν το µέλλον, η οποιαδήποτε εµµονή ή νοσταλγία παρελθόντων εποχών.
Είτε κάποιοι βλέπουν τις θεωρίες τους κρατικοκεντρικές είτε ακραία φιλελεύθερες, για να αντιµετωπίσουµε το µέλλον και τις προκλήσεις ή τις ευκαιρίες που υπάρχουν στον παράγοντα Ελλάδα, θα πρέπει να αγνοήσουµε το παρελθόν. Κι αυτό γιατί η εµπειρία του παρελθόντος δεν µπορεί να µας βοηθήσει στην παραµετροποίηση του µέλλοντος. Αν παρακολουθήσουµε, για παράδειγµα, τα σενάρια κινδύνων για το µέλλον της Europol (δοµή αστυνοµικής συνεργασίας µεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών), θα δούµε ότι οι αστυνοµικοί της Τροχαίας θα είναι ροµπότ, τα οχήµατα θα είναι αυτοκινούµενα, τα δεδοµένα της εποχής µετά το τέλος της µισθωτής εργασίας για σηµαντικές οµάδες του πληθυσµού απολύτως διαφορετικά απ’ ό,τι συζητείται σήµερα στην καθηµερινότητα. Η πραγµατικότητα αυτή ταυτόχρονα δεν αφορά µια στιγµή κάπου στο τέλος του αιώνα, αλλά το 2035. Βρισκόµαστε λοιπόν στην αφετηρία ενός νέου ιστορικού κύκλου 2025-2035, που αφορά τη νέα οργάνωση της εθνικής συγκρότησης και όχι µια αναµέτρηση µε τα σωστά και τα λάθη του παρελθόντος. Πρόσφατου και απώτερου. Ο κρίσιµος παράγοντας που καθορίζει το αύριο είναι η σύζευξη τεχνητής νοηµοσύνης και ροµποτικής.
Η Ελλάδα δεν έχει δικαίωµα να χάσει αυτό το «στοίχηµα» του µέλλοντος, αφού το παρόν κράτος και η συγκρότηση της οικονοµίας και της κοινωνίας είναι µάλλον παρακµιακά σε σχέση µε αυτά που ορίσθηκαν ως ζητούµενα και άξονες ανάπτυξης και ευηµερίας στο τέλος του Ψυχρού Πολέµου στην Ευρώπη. Άρα δεν έχει να προλάβει ένα τρένο από το παρελθόν, όπως πολλοί εκσυγχρονιστές υποστηρίζουν, αλλά να πετύχει ένα διπλό άλµα προς το µέλλον. Η προσπάθεια αυτή δεν µπορεί παρά έχει στον πυρήνα της τη δηµιουργία ενός νέου οργανικού κράτους, που θα είναι επαρκώς συγκροτηµένο και προπάντων ισχυρό για να θέσει τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά και να λειτουργήσει µε αξιοπιστία ως αναδιανεµητικός οργανισµός στη διάχυση του πλούτου.
Η ανάπτυξη στη βάση αυτήν και η ισχύς του κράτους δεν µπορούν να στηριχθούν µονοµερώς στη φορολογία, αλλά στις επενδύσεις και την κτήση ιδιοκτησίας στην παραγωγή του πλούτου, µε βάση την εργασία των µηχανών και όχι των ανθρώπων-πολιτών. Η άσκηση αυτή δεν θα αφεθεί στην ενεργό πολιτική και τα κόµµατα. Επείγουν λέσχες, από νέες ελίτ, που θα πρέπει να δηµιουργηθούν.
Διαβάστε στην Απογευματινή