Ένας προϋπολογισµός που βλέπει στο µέλλον
Άρθρο γνώμης
Συνολική στρατηγική για την ανοικοδόµηση και την αναδιάταξη της χώρας, σε συνθήκες πλήρους και δοµηµένης αποκέντρωσης, στην τρίτη και τελευταία για τον πρωθυπουργό τετραετία ευθύνης
Απόψε ολοκληρώνεται η συζήτηση του τελευταίου προϋπολογισµού τακτικής διακυβέρνησης πριν από εκείνον του εκλογικού 2027. Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη προβλέπεται βαρύνουσα. Η κυβέρνηση θα επιµείνει στα θετικά της διακυβέρνησης στη νέα χρονιά, µε έµφαση στην οικονοµία, ενώ η αντιπολίτευση δυστυχώς θα έχει ως στόχο τη διαγραφή και όχι την αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου σε βάθος πενταετίας.
Διαβάστε: Η ομιλία Μητσοτάκη στη Βουλή και η μεγάλη έκπληξη που μας επιφυλάσσει...
Η αλήθεια είναι όπως πάντα κάπου στη µέση. Φυσικά και η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πετύχει βασικούς στόχους που είχαν τεθεί, σχεδόν υπαρξιακά, στο τέλος της εποχής των µνηµονίων. Όµως έχει χάσει το στοίχηµα του κόστους ζωής αλλά και την πειστική ανάσχεση της δοµικής διαφθοράς από την πλευρά της πολιτικής και του κράτους. Από τη δεξιά και την αριστερή αντιπολίτευση στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη θα επιχειρήσουν και σήµερα, όπως άλλωστε προσπαθούν κάθε ηµέρα, να µηδενίσουν το έργο που έχει επιτευχθεί. Αυτό είναι ένα στοιχειώδες σφάλµα που στερεί από τον δηµόσιο διάλογο τόσο τη σοβαρότητα όσο και την προοπτική του. Η παρούσα συζήτηση επί του προϋπολογισµού, επειδή συνδυαζόταν µε την κατάθεση των επίσηµων εκτιµήσεων για το µεσοπρόθεσµο πρόγραµµα του υπουργείου Οικονοµικών για την επόµενη πενταετία, αναµενόταν µε πολύ µεγαλύτερες προσδοκίες.
Αλλά οι κινητοποιήσεις των αγροτών και η ένταση πέριξ της κακοδιαχείρισης στον ΟΠΕΚΕΠΕ αποπροσανατόλισαν την προσοχή των πολιτών αλλά και το κέντρο βάρους των τοποθετήσεων των κοµµάτων. Έτσι φθάνουµε απόψε σε µια µάλλον διαδικαστικού τύπου ψήφιση του Προϋπολογισµού του 2026, που λειτουργεί ως ψήφος εµπιστοσύνης για την κυβέρνηση παρά ως αφετηρία συζητήσεων για το µέλλον της χώρας. Το 2026 στο µεγαλύτερο µέρος του θα αποτελέσει πεδίο εξέλιξης των εξαγγελιών της διακυβέρνησης Μητσοτάκη ως προς το ύψος των µισθών, τη µείωση των φόρων αλλά και την ανάπτυξη κοινωνικών πολιτικών. Επίσης µια συνέχεια σε έργα υποδοµών σε όλη τη χώρα, που και αυτά ήδη έχουν προεξοφληθεί ως προς την πρόοδό τους.
Από εκεί και πέρα αυτό που έχει να δώσει µια ώθηση προς το µέλλον της χώρας από την κυβέρνηση σε στρατηγικό επίπεδο είναι τα 50 περιφερειακά αναπτυξιακά πλάνα που ήδη µελετώνται και χαρτογραφούνται. Τι µπορεί να σηµάνουν αυτά; Τη νέα αφετηρία στην εθνική αυτονοµία της Ελλάδας. Γιατί το καθένα από αυτά προβλέπεται να επικεντρώνεται στα πλεονεκτικά σηµεία που έχει ο κάθε τόπος στη βάση της Περιφέρειας, ώστε σε αυτό να επικεντρωθούν στη συνέχεια τα επενδυτικά πλάνα, η πρόσκτηση απασχόλησης και η δηµιουργία δεδοµένων µιας επόµενης ευηµερίας. Μάλλον δικαιολογηµένα τίθεται ως ζήτηµα από παράγοντες της αντιπολίτευσης, στις ελάχιστες περιπτώσεις που µιλούν σοβαρά και συγκροτηµένα, ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019 και µετά επικέντρωσε τη δράση και την ενέργειά της στη στήριξη των µεγάλων αστικών κέντρων.
Ειδικά µάλιστα στο λεκανοπέδιο της Αττικής και στη Θεσσαλονίκη. Αποτέλεσµα αυτού ήταν να υπάρξει ακόµη µεγαλύτερη ερήµωση και υπανάπτυξη στην άλλη Ελλάδα. Την ευρεία επικράτεια της χώρας, από όπου οι νέοι συνέχισαν να αναχωρούν για τις µεγάλες πόλεις, η γη συνέχισε να εγκαταλείπεται και οι επενδύσεις να αποτελούν ζητούµενο. Η συλλογιστική αυτή είναι σωστή, αλλά αγνοεί µια πραγµατικότητα που άλλαξε. Και αυτή είναι οι κεντρικές υποδοµές σε δρόµους, υπηρεσίες και επικοινωνίες. Μπορεί οι κάτοικοι των περιοχών αυτών να διαµαρτύρονται για τις αποφάσεις περιορισµού εφοριών, ειρηνοδικείων, ταχυδροµείων και άλλων παραδοσιακών δηµόσιων υπηρεσιών. Αλλά υποτιµούν όπως και τα κόµµατα της αντιπολίτευσης τις υποδοµές που οργανώθηκαν και εκµηδενίζουν τις αποστάσεις από το κέντρο στην επικράτεια, όπως και τη συνεχιζόµενη ψηφιοποίηση του κράτους που καταργεί την ανάγκη πλειάδας τοπικών παραρτηµάτων των δηµόσιων υπηρεσιών. Αυτό θα δώσει την ευκαιρία στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη να µπει στην προεκλογική περίοδο µε την εξαγγελία συνολικής στρατηγικής για την ανοικοδόµηση και την αναδιάταξη της χώρας, σε συνθήκες πλήρους και δοµηµένης αποκέντρωσης, στην τρίτη και τελευταία για τον πρωθυπουργό τετραετία ευθύνης της διοίκησης της Ελλάδας.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Διαβάστε: Η ομιλία Μητσοτάκη στη Βουλή και η μεγάλη έκπληξη που μας επιφυλάσσει...
Η αλήθεια είναι όπως πάντα κάπου στη µέση. Φυσικά και η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πετύχει βασικούς στόχους που είχαν τεθεί, σχεδόν υπαρξιακά, στο τέλος της εποχής των µνηµονίων. Όµως έχει χάσει το στοίχηµα του κόστους ζωής αλλά και την πειστική ανάσχεση της δοµικής διαφθοράς από την πλευρά της πολιτικής και του κράτους. Από τη δεξιά και την αριστερή αντιπολίτευση στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη θα επιχειρήσουν και σήµερα, όπως άλλωστε προσπαθούν κάθε ηµέρα, να µηδενίσουν το έργο που έχει επιτευχθεί. Αυτό είναι ένα στοιχειώδες σφάλµα που στερεί από τον δηµόσιο διάλογο τόσο τη σοβαρότητα όσο και την προοπτική του. Η παρούσα συζήτηση επί του προϋπολογισµού, επειδή συνδυαζόταν µε την κατάθεση των επίσηµων εκτιµήσεων για το µεσοπρόθεσµο πρόγραµµα του υπουργείου Οικονοµικών για την επόµενη πενταετία, αναµενόταν µε πολύ µεγαλύτερες προσδοκίες.
Αλλά οι κινητοποιήσεις των αγροτών και η ένταση πέριξ της κακοδιαχείρισης στον ΟΠΕΚΕΠΕ αποπροσανατόλισαν την προσοχή των πολιτών αλλά και το κέντρο βάρους των τοποθετήσεων των κοµµάτων. Έτσι φθάνουµε απόψε σε µια µάλλον διαδικαστικού τύπου ψήφιση του Προϋπολογισµού του 2026, που λειτουργεί ως ψήφος εµπιστοσύνης για την κυβέρνηση παρά ως αφετηρία συζητήσεων για το µέλλον της χώρας. Το 2026 στο µεγαλύτερο µέρος του θα αποτελέσει πεδίο εξέλιξης των εξαγγελιών της διακυβέρνησης Μητσοτάκη ως προς το ύψος των µισθών, τη µείωση των φόρων αλλά και την ανάπτυξη κοινωνικών πολιτικών. Επίσης µια συνέχεια σε έργα υποδοµών σε όλη τη χώρα, που και αυτά ήδη έχουν προεξοφληθεί ως προς την πρόοδό τους.
Από εκεί και πέρα αυτό που έχει να δώσει µια ώθηση προς το µέλλον της χώρας από την κυβέρνηση σε στρατηγικό επίπεδο είναι τα 50 περιφερειακά αναπτυξιακά πλάνα που ήδη µελετώνται και χαρτογραφούνται. Τι µπορεί να σηµάνουν αυτά; Τη νέα αφετηρία στην εθνική αυτονοµία της Ελλάδας. Γιατί το καθένα από αυτά προβλέπεται να επικεντρώνεται στα πλεονεκτικά σηµεία που έχει ο κάθε τόπος στη βάση της Περιφέρειας, ώστε σε αυτό να επικεντρωθούν στη συνέχεια τα επενδυτικά πλάνα, η πρόσκτηση απασχόλησης και η δηµιουργία δεδοµένων µιας επόµενης ευηµερίας. Μάλλον δικαιολογηµένα τίθεται ως ζήτηµα από παράγοντες της αντιπολίτευσης, στις ελάχιστες περιπτώσεις που µιλούν σοβαρά και συγκροτηµένα, ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019 και µετά επικέντρωσε τη δράση και την ενέργειά της στη στήριξη των µεγάλων αστικών κέντρων.
Ειδικά µάλιστα στο λεκανοπέδιο της Αττικής και στη Θεσσαλονίκη. Αποτέλεσµα αυτού ήταν να υπάρξει ακόµη µεγαλύτερη ερήµωση και υπανάπτυξη στην άλλη Ελλάδα. Την ευρεία επικράτεια της χώρας, από όπου οι νέοι συνέχισαν να αναχωρούν για τις µεγάλες πόλεις, η γη συνέχισε να εγκαταλείπεται και οι επενδύσεις να αποτελούν ζητούµενο. Η συλλογιστική αυτή είναι σωστή, αλλά αγνοεί µια πραγµατικότητα που άλλαξε. Και αυτή είναι οι κεντρικές υποδοµές σε δρόµους, υπηρεσίες και επικοινωνίες. Μπορεί οι κάτοικοι των περιοχών αυτών να διαµαρτύρονται για τις αποφάσεις περιορισµού εφοριών, ειρηνοδικείων, ταχυδροµείων και άλλων παραδοσιακών δηµόσιων υπηρεσιών. Αλλά υποτιµούν όπως και τα κόµµατα της αντιπολίτευσης τις υποδοµές που οργανώθηκαν και εκµηδενίζουν τις αποστάσεις από το κέντρο στην επικράτεια, όπως και τη συνεχιζόµενη ψηφιοποίηση του κράτους που καταργεί την ανάγκη πλειάδας τοπικών παραρτηµάτων των δηµόσιων υπηρεσιών. Αυτό θα δώσει την ευκαιρία στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη να µπει στην προεκλογική περίοδο µε την εξαγγελία συνολικής στρατηγικής για την ανοικοδόµηση και την αναδιάταξη της χώρας, σε συνθήκες πλήρους και δοµηµένης αποκέντρωσης, στην τρίτη και τελευταία για τον πρωθυπουργό τετραετία ευθύνης της διοίκησης της Ελλάδας.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή