Η συμφωνία και η επόμενη ημέρα
Η αναδίπλωση της κυβέρνησης θα έχει το ανάλογο πολιτικό κόστος
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου προέδρου ΚΕΕ, ΕΒΕΑ
Το γεγονός της επίτευξης συμφωνίας στο Eurogroup την περασμένη εβδομάδα είναι αναμφισβήτητα θετικό για τη χώρα. Επιλέγοντας μια σαφή στροφή στο ρεαλισμό, η κυβέρνηση έδειξε την υπευθυνότητα που επιβάλουν οι συνθήκες και που – κυρίως - αξιώνει η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Σε αντίθεση με την ακραία ρητορική που υιοθετήθηκε από αρκετές πλευρές το τελευταίο διάστημα, η λαϊκή εντολή προς τη νέα κυβέρνηση δεν ήταν ούτε η ρήξη με την ευρωζώνη, ούτε η απομόνωση της χώρας, ούτε βεβαίως η επιστροφή στη δραχμή. Η διασφάλιση της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ είναι η επιλογή που υπηρετεί στην πράξη το μακροπρόθεσμο συμφέρον του τόπου.
Το πολιτικό κόστος
Είναι αλήθεια ότι η αναδίπλωση της κυβέρνησης σε ρεαλιστικότερες θέσεις και διεκδικήσεις, σε σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες, θα έχει το ανάλογο πολιτικό κόστος στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, το κοινωνικό, οικονομικό και κατ’ επέκταση πολιτικό κόστος της αντίθετης επιλογής, θα ήταν απείρως μεγαλύτερο και πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμο. Είναι προφανές ότι η χώρα έχει πολλά περισσότερα να κερδίσει από την προώθηση των μεταρρυθμίσεων και την εξυγίανση της οικονομίας της, παρά από την απομόνωση και την περιθωριοποίησή της. Οι εθνικιστικές κορώνες και η ρητορική του μίσους ενάντια στους Ευρωπαίους μπορεί να ικανοποιούν προσωρινά το κοινό αίσθημα, ελάχιστα όμως θα βελτίωναν τη ζωή των πολιτών σε μια Ελλάδα χρεοκοπημένη και εκτός ευρωζώνης.
Οι πιέσεις είχαν αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα
Η κυβέρνηση έπραξε ορθώς στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους της. Τώρα όμως οφείλει να στρέψει άμεσα την προσοχή της στο εσωτερικό της χώρας. Παρά το γεγονός ότι ο άμεσος κίνδυνος αποσοβήθηκε, η κατάσταση της οικονομίας παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη. Το κλίμα αστάθειας που επικράτησε το προηγούμενο διάστημα δημιούργησε σοβαρά προβλήματα, θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο τόσο την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, όσο και τη διατήρηση της ανάπτυξης που σημειώθηκε το 2014. Οι πιέσεις που ασκήθηκαν στο τραπεζικό σύστημα, η επαναφορά του λεγόμενου «country risk» και η αβεβαιότητα για την έκβαση των διαπραγματεύσεων, είχαν άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα.
Όχι παροχές χωρίς λεφτά
Είναι, επομένως, ανάγκη να δοθεί προς όλες τις κατευθύνσεις το μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία παραμένει σε τροχιά ανάκαμψης, με όχημα τη δημοσιονομική σταθερότητα και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και με στρατηγικό στόχο την έξοδο στις αγορές, η οποία θα επιτρέψει και την απεξάρτηση της χώρας από τη στήριξη των εταίρων της.
Η άμβλυνση της λιτότητας και η στήριξη των ασθενέστερων στρωμάτων του πληθυσμού δεν παύουν να αποτελούν ζητήματα προτεραιότητας. Κάνουν όμως τεράστιο λάθος όσοι πιέζουν την κυβέρνηση να βάλει «το κάρο μπροστά από το άλογο», προχωρώντας σε παροχές, χωρίς εξασφαλισμένους πόρους. Η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να παράγει κάθε χρόνο όλο και μεγαλύτερα ελλείμματα, όπως στο παρελθόν, για τον απλό λόγο ότι δεν είναι πλέον δυνατή η χρηματοδότησή τους, τουλάχιστον μέσω εξωτερικού δανεισμού. Αυτό σημαίνει ότι το επιπλέον κόστος θα πρέπει να επιβαρύνει μέσω της φορολογίας έναν ήδη εξαντλημένο ιδιωτικό τομέα, με ανάλογες συνέπειες στην απασχόληση, στα δημόσια έσοδα και στα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων.
Πως η χώρα θα σταθεί ξανά στα πόδια της
Η δυνατότητα αποτελεσματικότερης στήριξης των κοινωνικά αδύναμων μπορεί να προέλθει από την εσωτερική ανακατανομή των δημοσίων δαπανών, αλλά κυρίως από την αύξηση της πίτας του εθνικού εισοδήματος. Δηλαδή, από μια οικονομία η οποία παράγει και εξάγει περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Μια οικονομία με υψηλή φερεγγυότητα, η οποία μπορεί να προσελκύει κεφάλαια, τεχνογνωσία και επενδύσεις από το εξωτερικό. Μια οικονομία με ισχυρές και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Η υιοθέτηση ενός τέτοιου προσανατολισμού δεν αποτελεί ζήτημα πολιτικής ιδεολογίας, αλλά πρακτική αναγκαιότητα προκειμένου η χώρα να μπορέσει να σταθεί ξανά στα πόδια της. Γι’ αυτό θα πρέπει η κυβέρνηση άμεσα και συντεταγμένα να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση, έχοντας τη στήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων που πιστεύουν στο ευρωπαϊκό μέλλον της Ελλάδας.