Του Νίκου Σίμου

Οι καθιερωμένες κάθε χρόνο εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο έχουν τύχει της δέουσας καπηλείας και μονοπώλησης από την Αριστερά και από κάθε τι που καμώνεται το αριστερό, ως και αν αυτή η ιδεολογία, στην ιστορική της πορεία δεν έχει σελίδες κατάμαυρου φασισμού, εσωκομματικού δωσιλογισμού και, κυρίως υποκρισίας.

Η Αριστερά και όλοι αυτοί που αναζητούν πιστοποιητικά δημοκρατικότητας στην αυτοαναγόρευσή τους σε αριστερούς επέτυχαν την μονοπώληση του Πολυτεχνείου –και την καπηλεία του- ευθύς εξ αρχής, διότι ήταν πρόσφορο το κλίμα, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Οι παράλογες ενοχές της λεγόμενης Δεξιάς, επειδή κέρδισε τον Εμφύλιο που οι αντίπαλοί της προκάλεσαν, συντέλεσαν –ίσως και αποφασιστικά- ώστε πολλοί να λησμονήσουν ότι δεν είχαν συλληφθεί από τους πραξικοπηματίες μόνο οι ηγέτες της αριστεράς και ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και ο Κανελλόπουλος και ο Ράλλης κ.α. 

Το πως έχει εκφυλισθεί ο εορτασμός της 17ης Νοεμβρίου –ημερομηνία που  επιχείρησαν να εκμεταλλευθούν και, άρα απαξίωσαν ακόμη και οι τρομοκράτες- όλοι το γνωρίζουμε πλέον. Μαζί με τον εορτασμό έχει εκφυλιστεί και συμβολισμός της επετείου ως λαϊκής αντίστασης κατά της δικτατορίας και κυρίως  αντίδρασης της ελληνικής νεολαίας κατά της χούντας. Διότι μπορεί να θέλει να ζει κάθε λαός και με τον ιστορικό του μύθο, αλλά  τον βασικό λόγο κατάρρευσης της Δικτατορίας τον βίωσε, έτσι όπως δεν το άξιζε, το αδελφό έθνος των Κυπρίων. 

Οφείλεται όμως ο εκφυλισμός αυτός σε ιστορική αμνησία; Ασφαλώς όχι. Βεβαίως και το πέρασμα του χρόνου αμβλύνει το πάθος της ανάμνησης γεγονότων που έπαιξαν το ρόλο τους στην πορεία ενός λαού. Όμως η βασική αιτία του εκφυλισμού οφείλεται στο ότι το γεγονός εκείνο της λαϊκής αντίδρασης, δηλαδή του Πολυτεχνείου, αποτέλεσε: Πρώτον, μεταπολιτευτικό άλλοθι της ευρύτερης Αριστεράς ώστε, στη νέα φάση που έμπαινε μετά τη Δικτατορία η Ελλάδα να απαλειφθούν από τη συλλογική μνήμη τα εμφυλιακά εγκλήματα της Αριστεράς και να θυμούνται όλοι μόνο την κακιά Δεξιά. Έτσι θα διευκολυνόταν η ανάδειξή της –καί όσων προσποιούνταν ότι ήσαν αριστεροί- στο νέο δημοκρατικό πολιτικό σκηνικό που διαμορφωνόταν.

Δεύτερον, για όσους συμμετείχαν εκείνες τις μέρες στην αντίδραση κατά της χούντας και για τους περισσότερους που καμώθηκαν τους αντιστασιακούς αποτέλεσε «διαβατήριο», χωρίς ημερομηνία λήξης, για καρριέρες στην πολιτική, στο δημόσιο, στο συνδικαλισμό. Γενικώς για μία επιφανή σταδιοδρομία στα κοινά. Λαμπρό παράδειγμα ο κ. Παπουτσής ή η κ. Δαμανάκη στα πρόσωπα των οποίων λ.χ. τα κόμματά τους βρήκαν τους συμβολισμούς που αναζητούσαν στο πνεύμα ενός άκρατου λαϊκισμού. Τον οποίον πληρώνουμε σήμερα.  Αυτό έχψει αντιληφθεί ο κόσμος που διατηρεί την μνήμη του και αξιολογεί τα όσα έκτοτε διαδραματίσθηκαν...

Συμπέρασμα. Με τα χρόνια, αυτό το εθνικό μνημόσυνο, έχει παύσει να εκπληρώνει τον σκοπό που θα έπρεπε. Αν θέλαμε πράγματι να τιμούμε μία επέτειο που υπήρξε η αφετηρία –όχι η αφορμή και ο λόγος- για την κατάρρευση της δικτατορίας, θα έπρεπε να συμβάλαμε όλοι στη διεύρυνση της Δημοκρατίας την οποία τώρα απολαμβάνουμε ως «αυτονόητο καθεστώς» και το οποίο δεν είναι, όπως αποδείχτηκε πριν από 46 χρόνια. Διότι, μπορεί η Δημοκρατία στη χώρα μας να είναι θεμελιωμένη, ως προς τις βασικές της αρχές, δηλαδή την αφοσίωση των Ενόπλων Δυνάμεων στα εθνικά τους καθήκοντα και μόνο, την απρόσκοπτη, μέσω ελεύθερων και τίμιων εκλογών, εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τη θεμελίωση και λειτουργία Ανεξαρτήτων Αρχών  κλπ κλπ. 

Όμως στο πέρασμα αυτών των 46 ετών, με μία μικρή χρονική αναλαμπή, διαπιστώνεται, τελικώς,  ότι ήσαν  περισσότερα τα γεγονότα που ρηχαίνουν τη Δημοκρατία, από εκείνα που την βαθαίνουν.