Ακριβώς έναν χρόνο από την ορκωμοσία της, στις 7 Ιανουαρίου 2020, συμπληρώνει σήμερα η αυστριακή ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνασπισμού του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς και των Πράσινων του αντικαγκελάριου Βέρνερ Κόγκλερ, όμως, αν θελήσει κανείς να κάνει έναν απολογισμό, διαπιστώνει ότι ο προγραμματισμός και το έργο της, επισκιάζονται, για τουλάχιστον δέκα μήνες, από την πανδημία του κορονοϊού.


Αυτή η κυβέρνηση αποτελεί καινοτομία στην ιστορία της Αυστρίας, αφενός γιατί είναι η πρώτη σε ομοσπονδιακό επίπεδο με συμμετοχή ενός κόμματος οικολόγων -- σχεδόν 40 χρόνια από την ίδρυση του -- και αφετέρου είναι επίσης η πρώτη κυβέρνηση στην οποία ο αριθμός των γυναικών-μελών της είναι μεγαλύτερος εκείνου των ανδρών, συγκεκριμένα εννέα είναι οι γυναίκες και οκτώ οι άνδρες.


Η κυβέρνηση περιλαμβάνει συνολικά 17 μέλη, 15 υπουργούς και δύο υφυπουργούς, από τα οποία το Λαϊκό Κόμμα διαθέτει, εκτός του καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς, δέκα υπουργούς και έναν υφυπουργό, ενώ οι Πράσινοι εκπροσωπούνται με τον αντικαγκελάριο Βέρνερ Κόγκλερ, τρεις υπουργούς και μία υφυπουργό.


Το Λαϊκό Κόμμα - το οποίο στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές της 29ης Σεπτεμβρίου 2019 είχε αποσπάσει ποσοστό 37% -- έχει αναλάβει τα σημαντικότερα υπουργεία : Εσωτερικών, Οικονομικών, Εξωτερικών, 'Αμυνας, Παιδείας, Οικονομίας, Αγροτικής Οικονομίας, Ενσωμάτωσης-Οικογένειας, Καγκελαρίας-Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.


Από την πλευρά τους οι Πράσινοι - με ποσοστό 14% στις εκλογές -- ηγούνται των υπουργείων : Περιβάλλοντος-Υποδομών, Κοινωνικών Υποθέσεων, Δικαιοσύνης, Δημόσιας Διοίκησης-Πολιτισμού-Αθλητισμού (τα καθήκοντα στο οποίο ασκεί παράλληλα ο αντικαγκελάριος Βέρνερ Κόγκλερ).


Το ίδιο το κυβερνητικό πρόγραμμα, που έχει ως "μότο" του : "Υπευθυνότητα για την Αυστρία", περιλαμβάνει συνολικά 326 σελίδες, στις οποίες, μετά από το προοίμιο, στο οποίο εκτίθενται τα οκτώ κέντρα βάρους, αναφέρονται με κεφαλαία γράμματα οι λέξεις "Εμπιστοσύνη" και "Διαφάνεια", και δίνεται η υπόσχεση για το "γυάλινο κράτος".


Όπως σημειώνεται σχετικά, σημαντικό για τη δημόσια εμπιστοσύνη στο κράτος είναι η νομική ασφάλεια, η προσέγγιση του πολίτη και η διαφάνεια, τα οποία ισχύουν για τη κατανομή αρμοδιοτήτων στο κράτος, για τις δημοσιονομικές ροές μεταξύ των διαφόρων κρατικών επιπέδων και τον τομέα των επιδοτήσεων, "κγενικότερα για τις κρατικές δράσεις".


Παρουσιάζοντας μετά την ορκωμοσία, πριν από έναν χρόνο, τις προγραμματικές δηλώσεις, ο Αυστριακός καγκελάριος είχε διαβεβαιώσει πως στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της κυβερνητικής συμφωνίας μεταξύ των δύο κομμάτων, δεν έγιναν οι ελάχιστοι δυνατοί συμβιβασμοί, "αλλά συνενώθηκε το καλύτερο από τους δύο κόσμους (σ.σ. από τα δύο κόμματα)".


Ως "καλό σύμφωνο, το οποίο πέτυχαν δύο ιδεολογικά πολύ διαφορετικά μεταξύ τους κόμματα", είχε χαρακτηρίσει την συμφωνία κυβερνητικού συνασπισμού, ο αντικαγκελάριος Βέρνερ Κόγλερ, σημειώνοντας πως „εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το ποιος επέβαλε και σε ποια σημεία τις θέσεις του, αλλά σημαντικό είναι είναι να βγει κερδισμένος ο αυστριακός πληθυσμός".


Ως στόχοι κατά την παρουσίαση των προγραμματικών δηλώσεων αναφέρονταν η μείωση της φορολογίας, η μείωση του ποσοστού του εξωτερικού χρέους της χώρας με προσανατολισμό στο 60% του ΑΕΠ, ο αγώνας κατά της διακίνησης μεταναστών και προσφύγων με ταυτόχρονη προσπάθεια αύξησης των κονδυλίων για την αναπτυξιακή συνεργασία.


Όμως, η υλοποίηση δεν μπόρεσε να προχωρήσει και πολύ, καθώς, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την ορκωμοσία, η πανδημία κορονοϊού έπληξε τη χώρα, και, αντί του κυβερνητικού προγράμματος, ξαφνικά έγιναν επιτακτικά αναγκαίοι οι σχεδιασμοί αντιμετώπισης της κρίσης, και, όπως παρατηρεί τώρα ο αντικαγκελάριος Βέρνερ Κόγκλερ, είχε φανταστεί την πρώτη χρονιά των Πράσινων σε κυβέρνηση, πολύ διαφορετικά.


Κατά συνέπεια, στο επίκεντρο δεν βρίσκονταν πλέον οι υπουργοί, από τους οποίους θα μπορούσε κανείς να περιμένει τη δρομολόγηση της υλοποίησης του κυβερνητικού προγράμματος, αλλά, αντίθετα, η δημόσια εικόνα της κυβέρνησης διαμορφώθηκε διαρκώς από τις αποκαλούμενες "συνεντεύξεις Τύπου των τεσσάρων".


Πρόκειται για την σχεδόν μόνιμη και με μεγάλη συχνότητα από κοινού εμφάνιση ενώπιον των ΜΜΕ, του καγκελάριου Κουρτς, του αντικαγκελάριου Κόγκλερ και των υπουργών Υγείας Ρούντολφ 'Ανσομπερ και Εσωτερικών Καρλ Νέχαμερ, που πρακτικά διαρκεί από το ξέσπασμα της πανδημίας μέχρι και σήμερα.


Οι έως τώρα παραπάνω από 200 συνεντεύξεις Τύπου της κυβέρνησης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πάρα πολλές", εκτιμά ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας Πέτερ Φίλτσμαγιερ, ο οποίος δηλώνει διχασμένος στο ερώτημα εάν με τον τρόπο αυτό επικοινωνήθηκαν υπερβολικά πολλά.


Όπως παρατηρεί, από τη μία πλευρά, για τμήμα του πληθυσμού εξακολουθεί να υπάρχει έλλειμμα πληροφόρησης για τον κορανοϊό, από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι ένιωσαν υπερβολικά επιβεβαρημένοι από την πλημμύρα πληροφοριών, έτσι ώστε πολλοί στη συνέχεια αρνήθηκαν εντελώς να αποδεχθούν τα θέματα και τα μηνύματα.


Οι ίδιοι, οι πολιτικοί αναλυτές δυσκολεύονται επίσης να αξιολογήσουν το κυβερνητικό έργο - πέραν από εκείνο για την καταπολέμηση της πανδημίας, ενώ, στο ίδιο το θέμα της κρίσης, οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να είναι σχετικά καλές για την κυβέρνηση και να υποδηλώνουν, ότι για την πλειονότητα του πληθυσμού η αντιμετώπιση της κρίσης έγινε σε γενικές γραμμές σωστά.