Όταν η κυβέρνηση της Κίνας δημοσίευσε τον περασμένο μήνα τα στοιχεία της απογραφής του πληθυσμού της χώρας, αποκαλύφθηκε η έκταση της επιβράδυνσης. Το ποσοστό γονιμότητας της χώρας είναι πλέον ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο. Πέρυσι, ο αριθμός των γεννήσεων ήταν παρόμοιος με εκείνους που καταγράφονταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν η Κίνα ήρθε αντιμέτωπη με έναν πολυετή λιμό. Οι αριθμοί είναι προφανώς υπερβολικά ακραίοι για να αγνοηθούν.

Την προηγούμενη εβδομάδα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια νέα πολιτική, επιτρέποντας τρία παιδιά ανά οικoγένεια, χαλαρώνοντας περαιτέρω τις πληθυσμιακές πολιτικές που ισχύουν εδώ και τέσσερις δεκαετίες.

Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι «Financial Times», το κινέζικο κοινό απάντησε στην ανακοίνωση χλευάζοντας την ανεπάρκειά της. Αν και έχει επιτραπεί από το 2015 στους Κινέζους να έχουν δύο παιδιά, οι ειδικοί, αλλά και η κεντρική τράπεζα, έχουν ζητήσει την πλήρη κατάργηση των πληθυσμιακών πολιτικών.

Προειδοποιούν για τα επικείμενα προβλήματα που δημιουργεί ένας ταχέως μειωμένος πληθυσμός, όπως το βάρος για τους νέους, που πρέπει να στηρίξουν τους γηράσκοντες γονείς και τους παππούδες τους. Ωστόσο, το Πεκίνο είναι απρόθυμο να διακόψει εντελώς τους δεσμούς με την πολιτική ελέγχου των γεννήσεων.

Για να αναγνωρίσουν ότι η κυβέρνηση έχει κάνει λάθος θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι η πιο μισητή πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος από την εποχή του Μάο δεν ήταν μόνο «βάρβαρη» αλλά και άσκοπη.

Ανυπολόγιστο το τραύμα

Τις τελευταίες δεκαετίες, η πολιτική του ενός παιδιού έχει οδηγήσει σε τόσο κρατική παρέμβαση στο γυναικείο σώμα που το τραύμα είναι ανυπολόγιστο. Είναι σημαντικό να σκεφτούμε αυτά τα τραύματα, από το πλήθος των αναγκαστικών αμβλώσεων, έως τις κόρες που οι γονείς τους… έκρυβαν για να προσπαθήσουν για γιους.

Αλλά το κομμουνιστικό κόμμα δεν ενδιαφέρεται για τέτοιου είδους προβληματισμούς. Το σύστημα ελέγχου του πληθυσμού έχει συσταθεί για τη συλλογή προστίμων και την επιβολή στειρώσεων.

Θα χρειαστεί μια πολύ διαφορετική προσέγγιση

Όπως σχολιάζει ο αρθρογράφος των «FT», θα χρειαστεί μια πολύ διαφορετική προσέγγιση για την ενθάρρυνση των γεννήσεων. Οι εθνικές πολιτικές για την υγεία και τον πληθυσμό μπορούν να ενδυναμώσουν ή να παραλύσουν τους πολίτες μιας χώρας.

Όταν οι επιστήμονες της Κίνας προέβλεψαν την πορεία του πληθυσμού τη δεκαετία του 1970, δεν έλαβαν υπόψη τις κοινωνικές μεταβλητές.

Σε συνδυασμό με την ιστορική προτίμηση για τους γιους, που είναι κοινή στην πατριαρχία, η πολιτική του ενός παιδιού οδήγησε σε επιλεκτικές αμβλώσεις βάσει φύλου, μειώνοντας περαιτέρω τη μελλοντική γονιμότητα.

Η κυβέρνηση μετρά 17 εκατομμύρια περισσότερους άνδρες ηλικίας 20 έως 40 ετών από γυναίκες. Η επιβράδυνση του πληθυσμού της Κίνας πιθανότατα θα συνέβαινε ούτως ή άλλως, καθώς οι άνθρωποι μετακινήθηκαν προς τις πόλεις και αναβαθμίστηκε το επίπεδο εκπαίδευσης και εισοδήματος των γυναικών.

Μια νέα γενιά γυναικών

Τώρα, η ανδροκρατούμενη ηγεσία της Κίνας πρέπει να αντιμετωπίσει μια νέα γενιά γυναικών. Οι κόρες που επέζησαν δεν είχαν αδέλφια για να «ανταγωνιστούν» για τους οικονομικούς πόρους της οικογένειας, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας πολύ μορφωμένης και φιλόδοξης ομάδας γυναικών.

Η Ye Liu, λέκτορας στο King's College του Λονδίνου, που έκανε μια έρευνα μεταξύ γυναικών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80, λέει ότι ενώ η πολιτική των δύο παιδιών έδωσε θεωρητικά περισσότερες επιλογές σε αυτές τις γυναίκες, εκείνες τις αγνόησαν. «Στο αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας τους, ένιωσαν ότι έχαναν το πλεονέκτημά τους - οι εργοδότες τους έγιναν καχύποπτοι ότι θα έκαναν κι άλλο παιδί», λέει η Liu.

Αυτό που προέχει τώρα, είναι ίσως η πιο ριζοσπαστική παρέμβαση: η οικοδόμηση δημόσιων υπηρεσιών που να μπορούν να εμπιστευτούν οι γονείς.