Σοκάρουν τα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα από την φρίκη του πολέμου που συνεχίζεται για πάνω από ένα μήνα στην Ουκρανία.

Συγκεκριμένα, μία συνέντευξη ενός μέλους των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έρχεται για να μεταφέρει τα όσα βιώνουν οι εθελοντές.

Ο Σάσα, μέλος εδώ και πολλά χρόνια του προσωπικού των Γιατρών Χωρίς Σύνορα από τη Μαριούπολη της Ουκρανίας, περιγράφει τη ζωή στην πόλη, καθώς περικυκλώθηκε και βομβαρδίστηκε από ρωσικές δυνάμεις. Για λόγους ασφαλείας, χρησιμοποιεί μόνο το μικρό του όνομα.

«Γεννήθηκα στη Μαριούπολη και έζησα όλη μου τη ζωή εδώ. Σπούδασα, δούλεψα και πέρασα καλά στη Μαριούπολη. Όταν με προσέλαβαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, ήμουν ευτυχισμένος που θα έκανα μία τόσο ουσιαστική δουλειά. Η ζωή ήταν καλή στη Μαριούπολη. Αλλά ξαφνικά έγινε πραγματική κόλαση.

Στην αρχή, κανείς μας δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε, γιατί στις μέρες μας, αυτά τα πράγματα δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν. Δεν περιμέναμε πόλεμο και δεν περιμέναμε βομβαρδισμούς. Νομίζαμε ότι ήταν απλές συζητήσεις στην τηλεόραση και ότι κάποιος θα σταματούσε αυτή την τρέλα από το να συμβεί. Όταν συνειδητοποίησα ότι γινόταν πραγματικότητα, ένιωσα να αρρωσταίνω – τόσο πολύ που δεν μπορούσα να φάω για τρεις ημέρες.

Στην αρχή, τα πράγματα έμοιαζαν σχεδόν φυσιολογικά, παρόλο που γνωρίζαμε ότι τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό πια. Και τότε άρχισαν οι βομβαρδισμοί και ο κόσμος μας όπως τον ξέραμε δεν υπήρχε πια. Οι ζωές μας κυλούσαν ανάμεσα στις βόμβες και τους πυραύλους που έπεφταν από τον ουρανό, καταστρέφοντας τα πάντα. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε τίποτα άλλο και δεν μπορούσαμε να αισθανθούμε τίποτα άλλο. Οι μέρες της εβδομάδας σταμάτησαν να έχουν νόημα, δεν μπορούσα να πω αν ήταν Παρασκευή ή Σάββατο, ήταν όλα ένας μακρύς εφιάλτης. Η αδερφή μου προσπαθούσε να μετράει τις μέρες, αλλά για μένα ήταν όλα θολά.

Τις πρώτες μέρες, ευτυχώς καταφέραμε να δωρίσουμε μερικές από τις εναπομείναντες ιατρικές προμήθειες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα σε ένα τμήμα επειγόντων περιστατικών στη Μαριούπολη, αλλά όταν το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεφώνου έπεσε, δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με τους συναδέλφους μας πια και δεν μπορούσαμε να διεκπεραιώσουμε καμία εργασία. Οι βομβαρδισμοί χειροτέρευαν μέρα με τη μέρα. Προσπαθούσαμε να μείνουμε ζωντανοί και να βρούμε μια διέξοδο.

Πώς μπορεί κάποιος να περιγράψει ότι το σπίτι του γίνεται ένας τόπος τρόμου; Υπήρχαν καινούργια νεκροταφεία σε όλη την πόλη, σχεδόν σε όλες τις γειτονιές. Ακόμα και στη μικρή αυλή του νηπιαγωγείου κοντά στο σπίτι μου, όπου τα παιδιά θα έπρεπε να παίζουν. Πώς μπορεί ένα τέτοιο παρελθόν να φέρει κάποια στιγμή μέλλον για τα παιδιά μας; Κάθε μέρα είναι σαν να χάνεις όλη σου τη ζωή.

Στη Μαριούπολη, συγκινήθηκα βλέποντας τόσους πολλούς ανθρώπους να βοηθούν τους άλλους και όλοι να φαίνεται ότι ανησυχούν πάντα για κάποιον άλλο και ποτέ για τον εαυτό τους. Οι μητέρες ανησυχούν για τα παιδιά και τα παιδιά τους ανησυχούν για τους γονείς. Ανησύχησα για την αδελφή μου – ήταν τόσο αγχωμένη λόγω των βομβαρδισμών που νόμιζα ότι η καρδιά της θα σταματούσε. Η καρδιά της άγγιξε τους 180 παλμούς το λεπτό και ήμουν τόσο αγχωμένος που την είδα έτσι. Της είπα ότι θα ήταν χαζό αν πέθαινε από φόβο μέσα σε όλο αυτό! Με τον καιρό, προσαρμόστηκε περισσότερο και αντί να παγώνει από τον φόβο κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, μου είπε για όλες τις διαφορετικές κρυψώνες που μπορούσε να σκεφτεί. Ήμουν ακόμα εξαιρετικά ανήσυχος γι’ αυτήν και ήταν σαφές ότι έπρεπε να την πάρω μακριά από εκεί.

Μετακομίσαμε τρεις φορές, για να βρούμε το πιο ασφαλές μέρος. Ήμασταν τυχεροί, καθώς καταλήξαμε να μείνουμε με μια εκπληκτική ομάδα ανθρώπων που τώρα θεωρώ οικογένειά μου. Η ιστορία έχει ήδη αποδείξει ότι η ανθρωπότητα επιβιώνει όταν οι άνθρωποι μένουν μαζί και βοηθά ο ένας τον άλλον. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια και πραγματικά με συγκίνησε.

Συγκινήθηκα, επίσης, βλέποντας πόσο γενναίοι ήταν οι άνθρωποι, ή πόσο γενναίοι έπρεπε να είναι. Θυμάμαι μια οικογένεια που μαγείρευε στον δρόμο έξω από το σπίτι τους. Μόλις λίγα μέτρα από τη φωτιά τους υπήρχαν δύο μεγάλοι κρατήρες στο έδαφος από οβίδες που είχαν χτυπήσει μια άλλη οικογένεια μόλις λίγες ημέρες πριν.

Συγκινήθηκα βλέποντας πώς οι άνθρωποι κρατιούνται στη ζωή. Παρά τη δύσκολη κατάσταση που βιώναμε αποφασίσαμε να γιορτάσουμε την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας στις 8 Μαρτίου. Φωνάξαμε τους γείτονες και εκείνοι κάλεσαν και τους φίλους τους. Κάποιος βρήκε ένα μπουκάλι σαμπάνια και κάποιος έφτιαξε ακόμη και ένα κέικ μόνο με τα μισά υλικά της συνταγής που είχαμε διαθέσιμα. Καταφέραμε ακόμη και να βάλουμε μουσική για μερικά λεπτά. Για μισή ώρα, νιώσαμε πραγματικά τη γιορτή, αισθάνθηκα ευτυχισμένος και γέλασα ξανά. Μέχρι που αστειευόμασταν λέγοντας ότι αυτός ο εφιάλτης θα τελείωνε. Αλλά συνεχίστηκε και φαινόταν ότι δε θα σταματήσει ποτέ.

Προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε κάθε μέρα, αλλά υπήρχαν τόσες πολλές φήμες για το τι συνέβαινε και τι όχι, αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι δεν θα γινόταν ποτέ. Μια μέρα, μάθαμε ότι ένα κομβόι θα έφευγε. Μπήκαμε στο παλιό μου αυτοκίνητο και τρέξαμε να βρούμε το σημείο αναχώρησης. Το είπαμε σε όσους περισσότερους μπορούσαμε, αλλά τώρα είμαι γεμάτος θλίψη όταν σκέφτομαι αυτούς που δεν μπόρεσα να ενημερώσω. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα και δεν μπορούσαμε να ειδοποιήσουμε κανέναν επειδή δεν υπήρχε τηλεφωνικό δίκτυο.

Είδαμε γιγαντιαίους κρατήρες ανάμεσα σε πολυκατοικίες

Η αναχώρηση ήταν ένα τεράστιο χάος και γινόταν πανικός με πολλά αυτοκίνητα να πηγαίνουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Είδαμε ένα αυτοκίνητο που είχε τόσους πολλούς ανθρώπους μέσα που ήταν αδύνατο να τους μετρήσουμε, τα πρόσωπά τους ήταν κολλημένα στα παράθυρα. Δεν ξέρω πώς τα κατάφεραν, αλλά ελπίζω να τα κατάφεραν. Δεν είχαμε χάρτη και ανησυχήσαμε ότι θα πάρουμε λάθος κατεύθυνση, αλλά με κάποιο τρόπο, επιλέξαμε τη σωστή και καταφέραμε να βγούμε από τη Μαριούπολη.

Μόνο καθώς προσπαθούσαμε να φύγουμε από τη Μαριούπολη συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα ήταν πραγματικά χειρότερα από ό, τι νόμιζα αρχικά. Αποδεικνύεται ότι ήμουν τυχερός να καταφύγω σε ένα μέρος της πόλης που ήταν σχετικά πιο ασφαλές, αλλά φεύγοντας είδα τόση καταστροφή και θλίψη. Είδαμε γιγαντιαίους κρατήρες ανάμεσα σε πολυκατοικίες, κατεστραμμένα σούπερ μάρκετ, ιατρικές εγκαταστάσεις και σχολεία, ακόμη και καταφύγια όπου οι άνθρωποι είχαν αναζητήσει ασφάλεια.

Είμαστε ασφαλείς προς το παρόν, αλλά δεν ξέρουμε τι θα φέρει το μέλλον. Όταν τελικά απέκτησα πρόσβαση στο διαδίκτυο, σοκαρίστηκα όταν είδα εικόνες της αγαπημένης μου πόλης στις φλόγες και τους συμπολίτες μου κάτω από συντρίμμια. Στις ειδήσεις, διάβασα για τους βομβαρδισμούς του θεάτρου της Μαριούπολης, όπου πολλές οικογένειες με παιδιά είχαν αναζητήσει καταφύγιο και απλά δεν μπορώ να βρω τις λέξεις για να περιγράψω πώς με έκανε να αισθανθώ. Μπορώ μόνο να αναρωτιέμαι γιατί.

Δεν είχαμε επιλογή από το να αφήσουμε τόσους πολλούς αγαπημένους πίσω. Είναι δύσκολο να αντέξω τη σκέψη αυτών και όλων των άλλων εκεί. Η καρδιά μου πονάει από την ανησυχία για την οικογένειά μου. Προσπάθησα να γυρίσω πίσω για να τους πάρω, αλλά απέτυχα. Τώρα δεν έχω νέα τους.

Οι άνθρωποι που είναι μαζί θα έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν, αλλά υπάρχουν τόσοι πολλοί που είναι μόνοι τους. Αυτοί που είναι μεγάλοι και ευπαθείς δεν μπορούν να περπατήσουν για χιλιόμετρα για να βρουν νερό και φαγητό. Πώς θα τα καταφέρουν;

Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι μια ηλικιωμένη που συναντήσαμε στον δρόμο πριν από δύο εβδομάδες. Δεν περπατούσε καλά και τα γυαλιά της ήταν σπασμένα, οπότε δεν μπορούσε να δει καλά. Έβγαλε ένα μικρό κινητό τηλέφωνο και ρώτησε αν θα μπορούσαμε να το φορτίσουμε. Προσπάθησα να το κάνω από την μπαταρία του αυτοκινήτου μου, αλλά δεν τα κατάφερα. Της είπα ότι το τηλεφωνικό δίκτυο ήταν εκτός λειτουργίας και ότι δεν θα ήταν σε θέση να καλέσει κανέναν ακόμα και αν είχε μπαταρία.

«Ξέρω ότι δεν θα μπορέσω να τηλεφωνήσω σε κανέναν» είπε. «Αλλά ίσως κάποια μέρα κάποιος να θέλει να μου τηλεφωνήσει». Συνειδητοποίησα ότι ήταν μόνη της και ότι όλες οι ελπίδες της κρέμονταν από το τηλέφωνο. Ίσως κάποιος προσπαθεί να μου τηλεφωνήσει. Ίσως η οικογένειά μου προσπαθεί να μου τηλεφωνήσει. Δεν ξέρουμε.

Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από τότε που ξεκίνησε αυτός ο εφιάλτης και η κατάσταση χειροτερεύει κάθε μέρα. Οι άνθρωποι στη Μαριούπολη πεθαίνουν καθημερινά από πυρά, βομβαρδισμούς και λόγω της έλλειψης όλων των βασικών ειδών- τροφής, νερού, υγειονομικής περίθαλψης. Αθώοι πολίτες αγωνίζονται κάτω από αβάσταχτες συνθήκες και κακουχίες κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε λεπτό. Μόνο ένα μικρό μέρος τους έχει καταφέρει να διαφύγει, αλλά ένας τεράστιος αριθμός είναι ακόμα εκεί, κρυμμένος σε κατεστραμμένα κτίρια ή σε υπόγεια κατεστραμμένων σπιτιών χωρίς κανενός είδους υποστήριξη απ’ έξω.

Γιατί όλα αυτά συμβαίνουν ακόμη σε αθώους ανθρώπους; Μέχρι ποιο σημείο η ανθρωπότητα θα αφήσει αυτή την καταστροφή να συνεχιστεί;».