Ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Μεγάλων Κινδύνων της Ιταλίας, Σέρτζιο Μπερτολούτσι, σε συνέντευξή του στην δημόσια τηλεόραση της Rai τόνισε ότι «πάνω από το σημείο ρήγματος που έχει επανενεργοποιηθεί, στο Καμποτόστο της κεντρικής Ιταλίας, βρίσκεται μεγάλο φράγμα», προσθέτοντας ότι σε περίπτωση νέων δονήσεων, πρέπει να ειδοποιηθούν άμεσα οι κάτοικοι της γύρω περιοχής. Ο κίνδυνος, ουσιαστικά, είναι ότι όλες οι κατοικημένες περιοχές οι οποίες βρίσκονται δίπλα και κάτω από το φράγμα, αν σημειωθεί μεγάλος σεισμός, μπορεί να υποστούν ανυπολόγιστες ζημιές εξαιτίας της υψηλότατης ταχύτητας, του μένους των υδάτων.

«Αν διαπιστωθεί η αύξηση του κινδύνου, πρέπει να πληροφορηθεί άμεσα και με διαφάνεια ο πληθυσμός της περιοχής», είπε χαρακτηριστικά ο Μπερτολούτσι, εννοώντας ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην απομάκρυνση των κατοίκων.

Παράλληλα, η Επιτροπή Μεγάλων Κινδύνων της Ιταλίας σε ανακοινωθέν της αναφέρει ότι υπάρχει πιθανότητα να σημειωθούν, στην κεντρική Ιταλία, νέες σεισμικές δονήσεις, το μέγεθος των οποίων θα μπορούσε να φτάσει και μέχρι τους επτά βαθμούς. Σύμφωνα με την επιτροπή, πρέπει να τεθεί υπό διαρκή παρακολούθηση η κατάσταση των σχολικών και δημοσίων κτηρίων, όπως και των φραγμάτων. Από τις 18 Ιανουαρίου μέχρι και σήμερα, κάθε εικοσιτετράωρο καταγράφονται, συνολικά, πάνω από πεντακόσιες δονήσεις στην κεντρική Ιταλία.

Σε ότι αφορά τις προσπάθειες των σωστικών συνεργείων στο ξενοδοχείο Rigopiano, του όρους Γκράν Σάσσο, οι επιζώντες παραμένουν έντεκα, εννέα εκ των οποίων απεγκλωβίσθηκαν από τα σωστικά συνεργεία. Έχουν ανασυρθεί πέντε νεκροί και οι αγνοούμενοι είναι είκοσι τέσσερις. Στην λίστα των αγνοουμένων, σήμερα, προστέθηκε και ένας εργαζόμενος του ξενοδοχείου, με καταγωγή από την Αφρική. Παρά τις αδιάκοπες, ακούραστες επιχειρήσεις τους, οι άνδρες και οι γυναίκες της Πολιτικής Προστασίας και της Πυροσβεστικής, το τελευταίο εικοσιτετράωρο δεν μπόρεσαν να εντοπισθούν και να ανασυρθούν άλλοι επιζώντες.

Οι πιθανότητες, με την πάροδο των ωρών, διαρκώς μειώνονται, αλλά ο επικεφαλής των σωστικών συνεργείων των πυροσβεστών, Λούκα Βέρνα, θεωρεί πως οι ελπίδες να βρεθούν επιζώντες δεν έχουν ακόμη σβήσει εντελώς, διότι πολλοί εσωτερικοί χώροι του ξενοδοχείου δεν έχουν καταρρεύσει και μέσα σε αυτούς θα μπορούσαν να έχουν βρει καταφύγιο κάποιοι από τους αγνοούμενους.

Το βάρος της χιονοστιβάδας και της κατολίσθησης που καταπλάκωσε μεγάλος μέρος του ξενοδοχείου, σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς, τέλος, αντιστοιχούσε σε εκείνο τεσσάρων χιλιάδων φορτηγών γεμάτων εμπόρευμα, και η ταχύτητα του χιονιού, των δέντρων και του πετρώματος που έπληξαν το ξενοδοχείο κυμάνθηκε από πενήντα μέχρι και εκατό χιλιόμετρα την ώρα.