Το 96% των κτιρίων σε ολόκληρη την Ελλάδα είναι υποψήφια για το «Εξοικονομώ - Αυτονομώ»
Το 96% των κτιρίων ανά την Ελλάδα κατατάσσονται στις χαμηλότερες, από την άποψη της ενεργειακής απόδοσης, κατηγορίες σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας από τις ενεργειακές επιθεωρήσεις που έγιναν κατά την 8ετία 2011 - 2019.
Κατά συνέπεια, το σύνολο σχεδόν του κτιριακού αποθέματος της χώρας είναι επιλέξιμο για ένταξη στο πρόγραμμα «Εξοικονομώ - Αυτονομώ» που θα ξεκινήσει να «τρέχει» ανά Περιφέρεια από τις 30 Νοεμβρίου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΝ στο διάστημα 2011 - 2019 εκδόθηκαν συνολικά 1.815.232 Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων (62,02%) κατατάσσεται στην ενεργειακή κατηγορία Ε-Η, το 34,49% στη Γ-Δ και μόλις το 2,9% στην Α-Β. Η ίδια εικόνα προκύπτει από τα στατιστικά που αφορούν αποκλειστικά τις κατοικίες, τις οποίες αφορά το νέο πρόγραμμα (για κτίρια επαγγελματικών χρήσεων καθώς και για κτίρια του Δημοσίου θα ακολουθήσουν άλλες προκηρύξεις προγραμμάτων από το ΥΠΕΝ). Δηλαδή το 95% - 96% των ενεργειακών πιστοποιητικών που εκδόθηκαν για διαμερίσματα και μονοκατοικίες εντάσσονται στις κατηγορίες Γ-Δ και Ε-Η.
Υπενθυμίζεται ότι στο νέο πρόγραμμα, μετά τη διεύρυνση των κριτηρίων για την υπαγωγή στο νέο πρόγραμμα, πλέον μπορούν να ενταχθούν στις ενισχύσεις κατοικίες που έχουν καταταγεί σε κατηγορία χαμηλότερη ή ίση της Γ, ενώ στα προηγούμενα προγράμματα ήταν επιλέξιμες οι κατοικίες μέχρι την κατηγορία Δ.
Όπως επεσήμανε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Xατζηδάκης κατά την παρουσίαση της προδημοσίευσης του Οδηγού του προγράμματος, οι βασικές διαφορές με τα παλιά «Εξοικονομώ» είναι:
Η πολύ υψηλότερη χρηματοδότηση των 850 εκατ. ευρώ (υπενθυμίζω ότι όλα τα προγράμματα που «έτρεξαν» από το 2011 και μετά είχαν συνολικό προϋπολογισμό της τάξης των 1,3 δισ. ευρώ)
Το πολύ μεγαλύτερο ποσοστό επιδοτήσεων που φτάνει ακόμα και το 85% (95% στις λιγνιτικές περιοχές - ρήτρα δίκαιης μετάβασης), και συνδέεται για πρώτη φορά με την εκτιμώμενη ετήσια εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας.
Η παράμετρος της ενεργειακής αυτονομίας, με εγκατάσταση «έξυπνων» συστημάτων και παρεμβάσεις για παραγωγή και αποθήκευση ενέργειας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας στα σπίτια (198.03 kWh/m2) καταναλώνεται κυρίως για την κάλυψη αναγκών σε θέρμανση. Προκύπτει επίσης ότι τα πιο ενεργοβόρα κτίρια κατοικιών είναι οι μονοκατοικίες (415.19 kWh/m2), ενώ τα κτίρια των πολυκατοικιών έχουν μέση ετήσια κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας ίση με 264.63 kWh/m2. Μια ακόμη αδυναμία του ελληνικού κτιριακού αποθέματος είναι ότι η μεγάλη πλειονότητα των κτιρίων θερμαίνεται με παραδοσιακά μέσα καθώς το πετρέλαιο συνεισφέρει κατά μέσο όρο 51,38% στο ενεργειακό ισοζύγιο των κτιρίων κατοικίας, ενώ η ηλεκτρική ενέργεια κατά 33,70%. Ακολουθεί με μικρότερα ποσοστά το φυσικό αέριο (για το οποίο ωστόσο είναι περιορισμένη γεωγραφικά και η πρόσβαση των καταναλωτών) ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου το 9% της ενέργειας στις μονοκατοικίες προέρχεται από βιομάζα. Δηλαδή από τζάκια και σόμπες.
Κατά συνέπεια, το σύνολο σχεδόν του κτιριακού αποθέματος της χώρας είναι επιλέξιμο για ένταξη στο πρόγραμμα «Εξοικονομώ - Αυτονομώ» που θα ξεκινήσει να «τρέχει» ανά Περιφέρεια από τις 30 Νοεμβρίου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΝ στο διάστημα 2011 - 2019 εκδόθηκαν συνολικά 1.815.232 Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων (62,02%) κατατάσσεται στην ενεργειακή κατηγορία Ε-Η, το 34,49% στη Γ-Δ και μόλις το 2,9% στην Α-Β. Η ίδια εικόνα προκύπτει από τα στατιστικά που αφορούν αποκλειστικά τις κατοικίες, τις οποίες αφορά το νέο πρόγραμμα (για κτίρια επαγγελματικών χρήσεων καθώς και για κτίρια του Δημοσίου θα ακολουθήσουν άλλες προκηρύξεις προγραμμάτων από το ΥΠΕΝ). Δηλαδή το 95% - 96% των ενεργειακών πιστοποιητικών που εκδόθηκαν για διαμερίσματα και μονοκατοικίες εντάσσονται στις κατηγορίες Γ-Δ και Ε-Η.
Υπενθυμίζεται ότι στο νέο πρόγραμμα, μετά τη διεύρυνση των κριτηρίων για την υπαγωγή στο νέο πρόγραμμα, πλέον μπορούν να ενταχθούν στις ενισχύσεις κατοικίες που έχουν καταταγεί σε κατηγορία χαμηλότερη ή ίση της Γ, ενώ στα προηγούμενα προγράμματα ήταν επιλέξιμες οι κατοικίες μέχρι την κατηγορία Δ.
Όπως επεσήμανε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Xατζηδάκης κατά την παρουσίαση της προδημοσίευσης του Οδηγού του προγράμματος, οι βασικές διαφορές με τα παλιά «Εξοικονομώ» είναι:
Η πολύ υψηλότερη χρηματοδότηση των 850 εκατ. ευρώ (υπενθυμίζω ότι όλα τα προγράμματα που «έτρεξαν» από το 2011 και μετά είχαν συνολικό προϋπολογισμό της τάξης των 1,3 δισ. ευρώ)
Το πολύ μεγαλύτερο ποσοστό επιδοτήσεων που φτάνει ακόμα και το 85% (95% στις λιγνιτικές περιοχές - ρήτρα δίκαιης μετάβασης), και συνδέεται για πρώτη φορά με την εκτιμώμενη ετήσια εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας.
Η παράμετρος της ενεργειακής αυτονομίας, με εγκατάσταση «έξυπνων» συστημάτων και παρεμβάσεις για παραγωγή και αποθήκευση ενέργειας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας στα σπίτια (198.03 kWh/m2) καταναλώνεται κυρίως για την κάλυψη αναγκών σε θέρμανση. Προκύπτει επίσης ότι τα πιο ενεργοβόρα κτίρια κατοικιών είναι οι μονοκατοικίες (415.19 kWh/m2), ενώ τα κτίρια των πολυκατοικιών έχουν μέση ετήσια κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας ίση με 264.63 kWh/m2. Μια ακόμη αδυναμία του ελληνικού κτιριακού αποθέματος είναι ότι η μεγάλη πλειονότητα των κτιρίων θερμαίνεται με παραδοσιακά μέσα καθώς το πετρέλαιο συνεισφέρει κατά μέσο όρο 51,38% στο ενεργειακό ισοζύγιο των κτιρίων κατοικίας, ενώ η ηλεκτρική ενέργεια κατά 33,70%. Ακολουθεί με μικρότερα ποσοστά το φυσικό αέριο (για το οποίο ωστόσο είναι περιορισμένη γεωγραφικά και η πρόσβαση των καταναλωτών) ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου το 9% της ενέργειας στις μονοκατοικίες προέρχεται από βιομάζα. Δηλαδή από τζάκια και σόμπες.