

«Αμέσως μετά τις ειδήσεις εκείνο το πρωί, επικοινώνησα με την δικηγόρο μου και της εξέφρασα τους φόβους μου ότι πιθανότητα ο δράστης είναι ο σύζυγος», επισήμανε η κ. Μυλωνοπούλου, προσθέτοντας «ζήτησα προστασία, γιατί είχα δεχθεί απειλητικά τηλεφωνήματα.
Ποτέ δεν βρέθηκε ποιος έκανε αυτά τα τηλεφωνήματα σε εμένα ή τους συνεργάτες μου. Τα μηνύματα ήταν παρόμοια τύπου “να κάνετε αυτά που πρέπει”, “να πείτε ό,τι πρέπει να πείτε, αλλιώς θα σας σκοτώσουμε”».
«Η κατάθεση μου κράτησε 3,5 ώρες στην ΓΑΔΑ, σκιαγραφώντας τα πάντα για την ζωή τους.
Αφού τελείωσε, στις 21:30, ενώ έμπαινα στο γκαράζ του σπιτιού μου, δέχθηκα τηλεφώνημα από άνθρωπο του περιβάλλοντος του Αναγνωστόπουλου που με ρώτησε αν είχα κληθεί από τις Αρχές. Σίγουρα κάποιος με παρακολουθούσε», πρόσθεσε η σύμβουλος ψυχικής υγείας.
Ακόμα, η κ. Μυλωνοπούλου ανέφερε: «Η πρώτη μου κατάθεση δόθηκε 48 ώρες μετά από το έγκλημα. Όπως έχω πει και στην κατάθεση μου και στο δικαστήριο στις 14 Απριλίου, έπρεπε να καταθέσω όλη την αλήθεια, αλλά επειδή ο δολοφόνος κατ΄ εμέ ήταν ο σύζυγος, έπρεπε στην δημοσιότητα να εμφανιστεί μια κατάθεση που θα είναι διαφορετική από την πραγματική.
Είχε συνεννοηθεί για αυτό η δικηγόρος μου με το Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Μην ξεχνάμε ότι ο Αναγνωστόπουλος ομολόγησε 37 ημέρες μετά».
«Κάθε δύο ημέρες επικοινωνούσε μαζί μου ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος. Πάντοτε έλεγε για την κόρη του, για το μωρό πόσο δύσκολα είναι και ότι τον κυνηγούν όλοι οι δημοσιογράφοι, από ένα σημείο και μετά έλεγε ότι τον θεωρούν ως δολοφόνο ενώ δεν είναι και κάποια στιγμή έκλεισε ραντεβού στο γραφείο μου για να μιλήσουμε για το πώς θα διαχειριστεί το πένθος του», σημείωσε η κ. Μυλωνοπούλου.