Την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και την αύξηση της βιώσιμης απασχόλησης προτάσσει ως αναγκαιότητα για την αποφυγή συνθηκών αστάθειας το Ινστιτούτο εργασίας της ΓΣΕΕ κατά τη σημερινή παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης του.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, το 2021 κατάφερε να ανακάμψει από το σοκ της πανδημίας αν και εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 2007 εξαιτίας του δεκαετίας εγκλωβισμού της στα μνημόνια. Επίσης, την ίδια περίοδο αύξησε αρκετά το ποσοστό απασχόλησης με αποτέλεσμα την αποκλιμάκωση της ανεργίας στα επίπεδα του 12%. Όσον αφορά τον κατώτατο μισθό ο οποίος αυξήθηκε κατά 9,7% και από 1/5 έχει διαμορφωθεί στα 713 ευρώ, το Ινστιτούτο εκτιμά πως θα περιορίσει «μόνο μερικώς την απώλεια της αγοραστικής του δυναμης την οποία προκαλεί το κύμα ακρίβειας». Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 2022 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθου διαμορφώθηκε στο 18%, όταν ο μέσος μισθός τον ίδιο μήνα είχε απολέσει το 9,9%. Υπό αυτές τις συνθήκες το ΙΝΕ ΓΣΕΕ προτείνει σειρά μέτρων για την παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας κρούωντας παραλληλα κώδωνα κινδυνου για το υψηλό δημόσιο χρέος το οποίο κινείται συνεχώς αυξητικά.

Η πρόταση του προέδρου της ΓΣΕΕ

Στην εισαγωγική του τοποθέτηση ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος προέβλεψε πως ενόψει των εκλογών ο κατώτατος μισθός θα επανέλθει στα 751 ευρώ. Ζήτησε μάλιστα όπως ο καθορισμός του να μεταφερθεί ξανά στην αρμοδιότητα εργοδοτών και εργαζομένων αφού «δεν παραγει καμία δημοσιονομική επιβάρυνση».

Στην εκδήλωση την οποία συντονισε ο πρόεδρος του ινστιτούτου, Χρήστος Γούλας και παρουσίασε τα επιστημονικά στοιχεία ο καθηγητής Γιώργος Αργείτης, παρακολούθησαν και εκπροσώποι συνδικαλιστικών οργανώσεων.