Οι περιπέτειες των τριών Συνταγματικών Αναθεωρήσεων
<p>Ποιες πρόνοιες του Συντάγματος του 1975 τροποποιήθηκαν στην πορεία των χρόνων </p>
του Γιώργου Λυκουρέντζου - Εφημερίδα Παραπολιτικά
Η ομιλία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα το βράδυ της περασμένης Δευτέρας στο προαύλιο της Βουλής επανέφερε στους παλαιότερους μνήμες -πολλές φορές τραυματικές- προηγούμενων αναθεωρήσεων του Συντάγματος, οι οποίες δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση για το Κοινοβούλιο και έχουν σημαδευτεί από καταγγελίες για αυταρχισμό μέχρι και αποχωρήσεις Κοινοβουλευτικών Ομάδων.
Από το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, του 1822, την πρώτη μεγάλη στιγμή εθνικής, πολιτειακής ρύθμισης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, και τα Συντάγματα της Επαναστάσεως, η συνταγματική ιστορία της χώρας πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να φτάσει στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στο Σύνταγμα του 1975 και στις αναθεωρήσεις αυτού.
Η αναστολή του Συντάγματος από τον Καποδίστρια το 1828, προκειμένου να διευκολυνθεί η διακυβέρνηση του κράτους, η λαϊκή εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Οθωνα να παραχωρήσει το Σύνταγμα του 1844, και το Σύνταγμα του 1864, το οποίο με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952 ίσχυσε για περισσότερα από 100 χρόνια, είναι μόνο μερικά από τα ορόσημα της συνταγματικής ιστορίας της χώρας.
Οπως περιγράφεται και στην ιστοσελίδα της Βουλής, η χούντα των συνταγματαρχών «ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικώς συντηρητικής νοοτροπίας και δεν εφαρμόσθηκαν».
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, τον Ιούλιο του 1974, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή επανέφερε εν μέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούσαν τον βασιλέα. Τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές και το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος στις 8 Δεκεμβρίου 1974 ακολούθησε το Σύνταγμα του 1975, το οποίο «οδεύει» προς την 4η αναθεώρησή του, μετά από αυτές του 1986, του 2001 και του 2008.
Το Σύνταγμα του 1975 αποτέλεσε, κατά πολλούς, ένα από τα αρτιότερα κείμενα, το οποίο εξυπηρετούσε τις ανάγκες της εποχής για μια χώρα που πριν από έναν χρόνο είχε βγει από τη χούντα των συνταγματαρχών. Ο νέος καταστατικός χάρτης εισήγαγε το πολίτευμα της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και περιείχε έναν ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Υπήρχαν ωστόσο και δύο κομβικά σημεία που έμελλε να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης στη χώρα. Το πρώτο, οι σημαντικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι οποίες του επέτρεπαν να παρεμβαίνει αποφασιστικώς στη ρύθμιση της πολιτικής ζωής. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων που του είχαν παρασχεθεί ήταν το δικαίωμα παύσης της κυβέρνησης ή ακόμα και διάλυσης της Βουλής. Το δεύτερο σημείο ήταν η πρόβλεψη για συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και –εμμέσως– στην τότε ΕΟΚ.
«Οι πολιτικές δυνάμεις που επικρατήσαν κατά κράτος και χειρίστηκαν τη συνταγματική μεταβολή του 1974-1975 δεν μπορούσε ιστορικά να είναι άλλες από τη συντηρητική παράταξη ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Την ευρωπαϊκή πολιτική και την πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είχε, όπως σημειώθηκε, ενισχύσει πολιτικά σε μεγάλο βαθμό η στάση της Ευρώπης απέναντι στη δικτατορία», αναφέρει στο βιβλίο του «Η μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975» ο συνταγματολόγος Γεώργιος Κασιμάτης. Στις 7 Ιανουαρίου 1975, η κυβέρνηση κατέθεσε στη Βουλή τις προτάσεις της για το νέο Σύνταγμα και την επόμενη ημέρα η Ε’ Αναθεωρητική Βουλή άρχισε και επίσημα το συντακτικό της έργο, εκλέγοντας κοινοβουλευτική επιτροπή συντάξεως του Συντάγματος, με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Η ψήφιση του νέου καταστατικού χάρτη δεν ήταν ανέφελη. Το Σύνταγμα των 120 άρθρων ψηφίστηκε μόνο από τους 208 βουλευτές της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που συμμετείχαν στην ψηφοφορία, καθώς τα υπόλοιπα κόμματα (Ενωση Κέντρου, ΠΑΣΟΚ και Ενωμένη Αριστερά) απείχαν, καταγγέλλοντας το προτεινόμενο Σύνταγμα. Τελικά, και όπως καταγράφεται και στην ιστοσελίδα της Βουλής, ο καταστατικός χάρτης της χώρας του 1975 συγκέντρωσε σταδιακώς κατά την εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων.
1986 Η απαρχή της πρωθυπουργοκεντρικής εποχής
Οι υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αυτές του δόθηκαν από το Σύνταγμα του 1975, και η εκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, το 1980, ώθησαν την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 1986, έπειτα από πέντε χρόνια διακυβέρνησης, στο να αναθεωρήσει το Σύνταγμα του 1975. Η αναθεώρηση εκείνη έμεινε στην Ιστορία ως αυτή που οδήγησε σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης, καθώς με τον εκλεκτό του Ανδρέα Παπανδρέου, Χρήστο Σαρτζετάκη, ήδη στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας η κυβέρνηση, έχοντας την απαραίτητη κοινοβουλευτική δύναμη, αποφάσισε να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, αφαιρώντας σημαντικές αρμοδιότητες που είχαν δοθεί στον ύπατο πολιτειακό άρχοντα από το Σύνταγμα του 1975, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί ο θεσμός.
Τα πρακτικά της Βουλής στις 6 Μαρτίου 1986, κατά την τελευταία συνεδρίαση πριν από την ψήφιση της αναθεώρησης, είναι χαρακτηριστικά, όπως και ο τρόπος που ο τότε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σχολίασε τη συμπεριφορά του Ανδρέα Παπανδρέου απέναντι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, χαρακτηρίζοντάς την προσβολή: «Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ήταν αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του ΠΑΣΟΚ να ψηφίσει όποιον νόμιζε. Αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι ήταν, πολιτικά και ηθικά, απαράδεκτος ο τρόπος του χειρισμού. Και έχω την εντύπωση ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος ανασύρθηκε εκείνη την ώρα εν βία, για να αναζητηθεί και να ευρεθεί κάποιο στήριγμα αυτής της αποφάσεως, η οποία, όπως πάρθηκε, επρόσβαλε την κοινή γνώμη, επρόσβαλε το αίσθημα του ελληνικού λαού», είπε ο Κ. Μητσοτάκης λίγη ώρα πριν ανακοινώσει την αποχώρηση των βουλευτών της Ν.Δ. από την ψηφοφορία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου.
Στην ψηφοφορία, έντεκα άρθρα που αφορούσαν στις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας αναθεωρήθηκαν και ψηφίστηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα, ενώ και η μυστική ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας άλλαξε σε ονομαστική-φανερή. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων που αφαιρέθηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ήταν:
-Η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής
-Η δυνατότητα προκήρυξης δημοψηφίσματος
-Η δυνατότητα να απευθύνει διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό.
-Ο ρόλος του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας από ρυθμιστικός είχε πλέον γίνει διακοσμητικός.
2001: Συναινετική, παρά τις ενστάσεις
Η αναθεώρηση του 2001, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Σημίτη, χαρακτηρίστηκε από ένα, κατά γενική ομολογία, σαφώς πιο συναινετικό κλίμα από αυτό της αναθεώρησης του 1986, αλλά και από τη μεγάλη έκτασή της. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Βουλής, «παρά την τροποποίηση μεγάλου αριθμού διατάξεων του Συντάγματος, η αναθεώρηση έγινε αποδεκτή, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, επομένως, ο όρος “συναινετική αναθεώρηση” αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα».
Στην αναθεώρηση του 2001 τροποποιήθηκαν συνολικά 79 άρθρα και, παρά τον «σαρωτικό» της χαρακτήρα, η Νέα Δημοκρατία ακόμα και τότε εξέφραζε ενστάσεις θεωρώντας ότι η αναθεώρηση θα μπορούσε να είναι πιο τολμηρή: «Οι αιφνιδιαστικές υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις της κυβέρνησης, κυρίως αυτές που εκδηλώθηκαν την τελευταία στιγμή, σφραγίζουν τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Mια μεγάλη θεσμική ευκαιρία μένει ανεκμετάλλευτη σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό.
H στάση της ηγετικής ομάδας της κυβέρνησης δημιουργεί βαριές σκιές... », είπε στις 6 Απριλίου 2001 ο τότε πρόεδρος της Ν.Δ., Κώστας Καραμανλής. Ο ίδιος κατηγόρησε την κυβέρνηση για υπαναχώρηση στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και στην άρση του κρατικού μονοπωλίου στην Ανώτατη Εκπαίδευση, καθώς και στα άρθρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Επίσης, κατηγόρησε το ΠΑΣΟΚ για προσπάθεια καθιέρωσης, την τελευταία στιγμή, πλήρους επαγγελματικού ασυμβίβαστου για τους βουλευτές, χωρίς καμία προηγούμενη συζήτηση και, κυρίως, χωρίς καμία επεξεργασία σε οποιαδήποτε φάση της αναθεώρησης.
Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισήγαγε νέα ατομικά δικαιώματα (όπως, π.χ., την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων) και νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης με το κράτος κ.ά.). Επίσης, προσάρμοσε στην πραγματικότητα τα σχετικά με την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα κωλύματα και ασυμβίβαστα, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Ακόμη, εκσυγχρόνισε και αναδιοργάνωσε τις λειτουργίες της Βουλής, ανήγαγε σε συνταγματικό θεσμό τις καίριας σημασίας ανεξάρτητες Αρχές, προέβη σε εκτεταμένη μεταρρύθμιση στον χώρο της Δικαιοσύνης και ενίσχυσε το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας.
2008: Φιάσκο για τα άρθρα 16 και 24
Η τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 συντελέστηκε το 2008 και από πολλούς χαρακτηρίστηκε «φιάσκο», εξαιτίας της στάσης του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, αν και αρχικά είχε συμφωνήσει στην αναθεώρηση του Αρθρου 16, εντέλει αποχώρησε από τη διαδικασία. Η ημέρα που σημάδεψε εκείνη την αναθεώρηση ήταν η 31η Ιανουαρίου 2007, καθώς έπειτα από μια θυελλώδη συνεδρίαση το ΠΑΣΟΚ αποχώρησε καταγγέλλοντας την κυβέρνηση της Ν.Δ. για παιχνίδια με το Σύνταγμα. Ενώπιον του κινδύνου να μην κριθεί αναθεωρητέο το Αρθρο 24 για τη δασοπροστασία λόγω της διαφοροποίησης πέντε βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (μεταξύ αυτών ο νυν πρόεδρος της Ν.Δ., Κυριάκος Μητσοτάκης), ο τότε πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής αποφάσισε αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, σε μία εκ των οποίων καταμέτρησε και την ψήφο του γραμματέα της «γαλάζιας» Κ.Ο., Απόστολου Σταύρου, αν και δεν ήταν μέλος της επιτροπής. Το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήδη ταλανιζόταν από έντονες εσωκομματικές διαφωνίες και έριδες, βρήκε πάτημα στους ατυχείς χειρισμούς Τραγάκη-Σταύρου και αποφάσισε να αποχωρήσει, τινάζοντας επί της ουσίας τη διαδικασία στον αέρα.
Τελικώς, αναθεωρήθηκαν ελάχιστες διατάξεις, όπως η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου για τους βουλευτές, η προσθήκη των νησιωτικών και των ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της διοίκησης όταν πρόκειται για θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις «τροποποίησης» επιμέρους κονδυλίων του Προϋπολογισμού, αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την παρακολούθηση από το Κοινοβούλιο της εκτέλεσης του Προϋπολογισμού.