Στο ΣτΕ η μείωση των εφάπαξ παροχών των γιατρών
Συζητήθηκε η προσφυγή του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου
Στο Α’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας συζητήθηκαν οι αιτήσεις του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου και εκπροσώπων άλλων κατηγοριών επαγγελματιών κατά της μείωσης των εφάπαξ παροχών τους.
Κατά την ακροαματική διαδικασία οι δικηγόροι των γιατρών, κ.λπ. υποστήριξαν ότι το νομοθετικό πλαίσιο του 2016 που περικόπτει το εφάπαξ, προσκρούει σε συνταγματικές διατάξεις καθώς το εφάπαξ έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα.
Οι συνήγοροι του δημοσίου υποστήριξαν ότι «δεν είναι σαφές ότι με το νέο σύστημα επέρχονται μειώσεις», ούτε πως οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και όχι ταμειακό συμφέρον.
Ειδικότερα, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος ζητεί από το ΣτΕ να ακυρωθούν ως αντίθετες στις συνταγματικές αρχές και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων των Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), οι υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες αφενός αναπροσαρμόζονται και μειώνονται οι κύριες συντάξεις και αφετέρου ορίζεται νέος τρόπος υπολογισμού των εφάπαξ παροχών πρόνοιας (εφάπαξ), οι οποίες όμως είναι σημαντικά μειωμένες σε σχέση με το παλαιό σύστημα.
Οι γιατροί υποστηρίζουν ότι οι υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες μειώνονται οι συντάξεις και το εφάπαξ, προσκρούουν σε πλειάδα Συνταγματικών διατάξεων, αλλά και στην ΕΣΔΑ.
Επίσης, υποστηρίζουν ότι με το νόμο 4093/2012 (μεσοπρόθεσμο πλαίσιο) προβλέφθηκαν μειώσεις των συντάξεων και ποσοστιαίες μειώσεις του εφάπαξ, μη συμβατές με το σύνταγμα της χώρας.
Σύμφωνα με τους γιατρούς, οι υπουργικές αποφάσεις παραβιάζουν το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ που προστατεύει την περιουσία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται ο μισθός και η σύνταξη.
Από την πλευρά του, το Δημόσιο, μέσω των συνηγόρων του υποστήριξε ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, μπορεί να θεσπιστούν μέτρα περιστολής δαπανών με όριο της ισότητα στα δημόσια βάρη και το σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στην προκειμένη περίπτωση εξάλλου δεν εισάγεται διάκριση μεταξύ ασφαλισμένων, προσέθεσαν.
Επίσης, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου ανέφεραν ότι οι νέες ρυθμίσεις υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και όχι απλό ταμειακό συμφέρον και επιδιώκεται το όφελος, τόσο των ασφαλισμένων όσο και των φορέων πρόνοιας. Ακόμη, ανέφεραν ότι ο τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ είναι ενιαίος και ότι «δεν είναι σαφές ότι με το νέο σύστημα επέρχονται μειώσεις, αφού δεν έχει καταστεί δυνατός ο υπολογισμός των εφάπαξ παροχών με το προηγούμενο σύστημα».
Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει τις αποφάσεις του.