Ακόμη αναφέρθηκε στη σχέση του με τα νούμερα τηλεθέασης και γιατί πλέον αναβιώνουν ταινίες στο θεατρικό σανίδι, σε συνέντευξή του στο Tv Έθνος.

Με τα νούμερα τηλεθέασης είσαι φανατικός; Τα διαβάζεις καθημερινά;

Στις αρχές κάθε δουλειάς ναι, τα παρακολουθώ συστηματικά. Γιατί με απασχολεί να είναι πάνω από τον μέσο όρο του καναλιού. Έστω και έναν θεατή να φέρνει η σειρά στο κανάλι θεωρείται επιτυχημένη και έτσι αποφεύγεις τη ζώνη του υποβιβα­σμού. Είναι πολύ σημαντικό, δεν θέλω καμία δουλειά να σταματάει, γιατί απασχολεί πολλούς ανθρώπους. Και δεν χαίρομαι αν εγώ κάνω 60% τηλεθέαση και μια άλλη σειρά 5%, γιατί του χρόνου μπορεί να είμαι εγώ σε αυτήν τη θέση.

Υπήρξαν όμως και σειρές με πολύ υψηλά νούμερα στο παρελθόν, που κόπηκαν για άλλους λόγους. Για παράδειγμα αν και ήσουν πολύ μικρός θυμάσαι τι συνέβη με το «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή;»;

Υπήρχαν έντονες διαφωνίες και μεγάλος εγωισμός από πολλά εμπλεκόμενα πρόσω πα που χειρίστηκαν λάθος την κατάσταση. Η δουλειά αυτή θα μπορούσε να αφήσει εποχή.

Σε σόκαρε τότε όλο αυτό;

Όχι γιατί ήμουν μικρός. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη μου δουλειά και νόμιζα πως έτσι ήταν το φυσιολογικό. Τσακώνονται κάποιοι μεταξύ τους, κόβεται η δουλειά και πάμε στην επόμενη. Αν το πάθαινα αυτό 3-4 χρόνια μετά από τότε που συνέβη θα ήταν πιο δύσκολο. Τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει την κατάσταση. Τελικά αμέσως μετά ήρθε μια καινούργια σειρά.

«Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» από τις μεγάλες επιτυχίες της σεζόν. Βλέπεις ότι το ρεύμα με τις αναβιώσεις αγαπημένων ταινιών του ελληνικού σινεμά στο σανίδι θα συνεχιστεί;

Όλα τα χρόνια βλέπουμε συνεχείς θεατρικές αναβιώσεις του Αριστοφάνη. Ο δικός μας σύγχρονος «Αριστοφάνης», αν μπορούσα να κάνω αυτήν την παρομοίωση χωρίς να είμαι βέβηλος προς τον Αριστοφάνη, είναι ο Αλέκος Σακελλάριος. Το χιούμορ του Σακελλάριου είναι διαχρονικό και πρέπει να το γνωρίσουν και οι πιο μικρές ηλικίες. Όταν υπάρχει ένας ωραίος καμβάς μπορείς να ζωγραφίσεις πολύ όμορφα πράγματα Πιστεύω στο ανέβασμα ελληνικών έργων. Από κει και πέρα υπάρχουν και άλλες ωραίες προτάσεις. Σίγουρα δεν μπορούν να υπάρχουν 500 θέατρα. Γιατί και να θέλει κάποιος να παρακολου­θήσει όλες τις παραστάσεις, δεν προλαβαίνει. Ίσως τα θέατρα θα έπρεπε να ήταν λιγότερα και μεγαλύτερα.