Την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη φαίνεται ότι επιβεβαιώνουν οι αγορές μετά την προκήρυξη εθνικών εκλογών μετά τη λήξη του β' γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών. Αν και συνήθως οι αγορές αντιδρούν άσχημα μπροστά στο ενδεχόμενο να αλλάξει η κυβέρνηση, και άρα να επικρατήσει πολιτική αστάθεια, στην προκειμένη περίπτωση οι επενδυτές της διεθνούς αγοράς ανατιμολογούν με γρήγορους ρυθμούς τα ελληνικά assets.

Όπως φαίνεται, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αποσοβήθηκε ο κίνδυνος μιας σκληρής θερινής αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους δανειστές για το πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ μετά τις βουλευτικές εκλογές εκτιμάται ότι θα σχηματισθεί μια κυβέρνηση περισσότερο φιλική προς την αγορά.

Πιο συγκεκριμένα, το «άλμα» του Γενικού Δείκτη στο Χρηματιστήριο κατά 6,09%, με διπλάσιο ποσοστό ανόδου του τραπεζικού δείκτη, όπως και η «βουτιά» της απόδοσης των 10ετών ομολόγων στο 3,15%, αντανακλούν τις αυξημένες προσδοκίες των επενδυτών για τη μεσοπρόθεσμη πορεία της οικονομίας.

Σε μεγάλο βαθμό, η ανατιμολόγηση αποτελεί ράλι... ανακούφισης, καθώς η αγορά πλέον δεν φοβάται την επιβεβαίωση του πολύ κακού σεναρίου για την Ελλάδα, δηλαδή την έναρξη στο Eurogroup του Ιουνίου μιας σκληρής αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους για τα πρόσφατα μέτρα παροχών και ελαφρύνσεων και την πιθανή επίδρασή τους στην επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα 3,5%. Αυτή η προαναγγελθείσα αντιπαράθεση, μετά την προκήρυξη των βουλευτικών εκλογών «παγώνει», καθώς είναι πάγια πρακτική των ευρωπαϊκών θεσμών να μην προχωρούν σοβαρές διαπραγματεύσεις, όταν επίκειται μια εκλογική αναμέτρηση. Η κυβέρνηση που θα σχηματισθεί μετά τις 30 Ιουνίου θα αναλάβει την ευθύνη να συζητήσει με τους Ευρωπαίους αν χρειάζονται διορθωτικά δημοσιονομικά μέτρα και αν μπορεί, σε αυτή την φάση, να γίνει μια αλλαγή του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, όπως έχει ζητήσει και η Νέα Δημοκρατία.

Σε κάθε περίπτωση, η διαπραγμάτευση αυτή δεν θα είναι εύκολη για την επόμενη κυβέρνηση, αφού οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν ξεκαθαρίσει ότι, κατά τις εκτιμήσεις τους, τα πρόσφατα μέτρα οδηγούν σε σοβαρές αποκλίσεις από το δημοσιονομικό στόχο.