Το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην Ελλάδα παραμένει πολύ ισχυρό, παρά την παγκόσμια αναραταχή στην οικονομία που προκάλεσε η πανδημίου του κορωνοϊού.

Αυτό είναι και το κύριο συμπέρασμα των όσων είπε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Γεράσιμος Θωμάς,κατά την παρέμβασή του σε διαδικτυακή εκδήλωση που διοργάνωσε η δεξαμενή σκέψης CEPS (Center for European Policy Studies) για τη μετάβαση των περιοχών που έχουν υψηλή εξάρτηση από τον άνθρακα.

Στόχος της Κυβέρνησης είναι η εμπροσθοβαρής απολιγνιτοποίηση σε συνδυασμό με ταχεία διείσδυση ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας που θα επιτευχθεί μόνο μέσω του ταχέου κλεισίματος όλων των λειτουργούντων λιγνιτικών μονάδων έως το 2023 και η αντικαστάση τους με ανανεώσιμες πηγές παραγωγής ενέργειας που θα ενισχύσουν την πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη.

«Η απολιγνιτοποίηση της χώρας αποτελεί μονόδρομο», ήταν η φράση που επέλεξε ο κύριος Θωμάς προκειμένου να δώσει έμφαση στον πρωταρχικό στόχο της Πολιτείας, για αμέσο ενεργειακό μέλλον της χώρας.

O κ. Θωμάς χαρακτήρισε «μονόδρομο» την ταχεία απολιγνιτοποίηση (με το κλείσιμο όλων των λειτουργούντων λιγνιτικών μονάδων έως το 2023) για την πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη, σημειώνοντας ότι η χρήση του λιγνίτη είχε ήδη περιοριστεί την τελευταία δεκαετία, με τη μείωση της λιγνιτικής από τις 30.000 στις 10.000 γιγαβατώρες.

Τόνισε ότι η κυβέρνηση εργάζεται εντατικά για την κατάρτιση του masterplan που θα είναι προϊόν ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού, θα ολοκληρωθεί έως το τέλος του καλοκαιριού και θα αποτελέσει αντικείμενο θεσμικής διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες στις λιγνιτικές περιοχές (Δυτική Μακεδονία-Μεγαλόπολη).

Επεσήμανε επίσης ότι «κλειδί» για την υλοποίηση του masterplan αποτελεί η διακυβέρνησή καθώς και η χρηματοδότησή του, στην οποία κεντρικό ρόλο θα έχουν τα κονδύλια που θα προέλθουν όχι μόνο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, αλλά και από τον νέο Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

«Έχουμε έναν οδικό χάρτη με συγκεκριμένες επενδύσεις που θα αντικαταστήσουν την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη και τις συναφείς θέσεις εργασίας», είπε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τα σχέδια για δημιουργία φωτοβολταϊκών πάρκων στα λιγνιτικά πεδία της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, συνολικής ισχύος 2 GW και 1 GW αντίστοιχα.

Την υλοποίηση του συγκεκριμένου φιλόδοξου προγράμματος, που αναμένεται ν΄ αλλάξει τον ενεργειακό χάρτη της χώρας, έχει αναλάβει η εταιρεία «ΔΕΗ Ανανεώσιμες», που συμμετέχει σε κοινοπραξία με ξένους ομίλους όπως τη γερμανική RWE, την πορτογαλική EDPR και την Maasdar από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Ο κ. Θώμας υπογράμμισε ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για την ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα είναι πολύ ισχυρό, κάτι που αποτυπώνεται και στους διαγωνισμούς της ΡΑΕ, συμπιέζοντας τις τιμές επ’ ωφελεία των καταναλωτών.

Όπως ανέφερε ο κ. Θωμάς το 75% της συνολικής ισχύος 1,6GW που προβλεπόταν να δημοπρατηθεί μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών φέτος καλύπτεται από τις δημοπρασίες του Μαρτίου και του Ιουνίου. Ως εκ τούτου, το ΥΠΕΝ μελετά το ενδεχόμενο να αυξηθεί η δημοπρατούμενη δυναμικότητα για αιολικούς και φωτοβολταϊκούς σταθμούς στους διαγωνισμούς για το υπόλοιπο του έτους.

Ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναφέρθηκε επίσης στις προοπτικές που ανοίγονται για τις τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας και το «πράσινο» υδρογόνο (που θα διερευνηθούν το β’ εξάμηνο του έτους).

Ολοκληρώνοντας την διαδικτυακή του ομιλία ο υφυπουργός έκανε ειδική αναφοράστην ανάγκη για ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας (μέσω των διακρατικών ηλεκτρικών διασυνδέσεων), ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας του μέλλοντος που θα στηρίζεται στις ΑΠΕ.

«Στο πλαίσιο αυτό», είπε, «σχεδιάζεται ο διπλασιασμός της μεταφορικής ικανότητας των ηλεκτρικών διασυνδέσεων Ελλάδας-Βουλγαρίας έως το 2023, ο διπλασιασμός της μεταφορικής ικανότητας στη διασύνδεση Ελλάδα-Ιταλίας (που προβλέπεται και σε σχετικό Μνημόνιο Ενεργειακής Συνεργασίας που έχουν υπογράψει Αθήνα και Ρώμη), καθώς η αύξηση της μεταφορικής ικανότητας στις διασυνδέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία τα επόμενα χρόνια.».