Ράλι αυξήσεων σε βασικά είδη διατροφής εκτιμάται ότι θα πυροδοτήσει ο νέος κύκλος αύξησης του κόστους λιπασμάτων, με γενεσιουργό αιτία αυτή τη φορά, πέραν του 10πλασιασμού στην τιμή του φυσικού αερίου που αποτελεί την βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή τους, τη μη ύπαρξη εθνικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μείνουν εκτός αγοράς εκατοντάδες εξειδικευμένα προϊόντα, παραγόμενα ως επί το πλείστον από μικρές και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις.

Την προειδοποίηση αυτή απηύθυνε χθες η διοίκηση του Συνδέσμου Παραγωγών Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), που εκπροσωπεί πάνω από το 70% της αγοράς λιπασμάτων με 67 εταιρείες – μέλη και 1.500 εργαζόμενους, καλώντας την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων να προχωρήσει άμεσα στη νομοθετική ρύθμιση (Κοινή Υπουργική Απόφαση) για την κυκλοφορία των Εθνικών Λιπασμάτων – Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών, όπως άλλωστε έχουν κάνει άλλες ευρωπαϊκές χώρες αξιοποιώντας την δυνατότητα που παρέχει ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός Καν. ΕΕ 1009/2019.

Εισαγόμενες αυξήσεις 65% στον τζίρο και 60-80% στις τιμές

Ήδη, τους τελευταίους μήνες, λόγω του διεθνούς ράλι στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών, που κορυφώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι τιμές των λιπασμάτων έχουν αυξηθεί κατά 60-80%, με αποτέλεσμα ο ετήσιος κύκλος εργασιών να εκτιμάται πλέον στα 500 εκατ. ευρώ από τα 300 εκατ. ευρώ, στα οποία είχε σταθεροποιηθεί πριν τρία χρόνια, όπως δήλωσε ο πρόεδρος του ΣΠΕΛ, κ. Δημήτρης Ρουσσέας, απαντώντας σε ερώτηση του powergame.gr.

Κι αυτό παρά τη μείωση της ζήτησης, η οποία ήταν μεγαλύτερη στη Νότιο Ελλάδα λόγω του ότι οι βασικές καλλιέργειές της και κυρίως ελιές και αμπέλια, δεν είχαν ικανοποιητική απόδοση λόγω μη ικανοποιητικών τιμών, όπως σημείωσε το μέλος του ΔΣ του ΣΠΕΛ, πρ. πρόεδρος του Συνδέσμου, κ. Νίκος Κουτσούγερας (κατά περιοχές η μείωση έφθασε και το 50%, σύμφωνα με πληροφορίες). Αντίθετα, στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα όπου κυριαρχούν οι αροτραίες καλλιέργειες όπως σιτηρά και βαμβάκι, η μείωση ήταν μικρότερη (της τάξης του 10-15% κατά πληροφορίες) καθώς οι τιμές των προϊόντων ήταν υψηλές.

«Εναλλακτικές έχουμε αλλά όπως είναι διαμορφωμένο το ρυθμιστικό περιβάλλον ποιος θα κάνει εισαγωγή ή θα παράγει;»
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση του powergame.gr για το εάν θα υπάρχουν ελλείψεις στην ελληνική αγορά λόγω της μείωσης της παραγωγής λιπασμάτων στην Ευρώπη ή εάν οι ελληνικές εταιρείες έχουν εναλλακτικές πηγές προμήθειας, ο κ. Δ. Ρουσσέας κατέστησε σαφές ότι «έχουμε εναλλακτικές πηγές προμήθειας από τρίτες χώρες. Όμως, όπως είναι διαμορφωμένο το ρυθμιστικό περιβάλλον ποιος θα κάνει εισαγωγή ή θα αποφασίσει να παράξει όταν δεν ξέρουμε πως θα διακινηθούν τα λιπάσματα;», διερωτήθη και πρόσθεσε:

«Δεν ρισκάρει κανείς εκατομμύρια… Και όσον αφορά στα λιπάσματα η διαδικασία δεν είναι ότι «αποφασίζουμε σήμερα να κάνουμε εισαγωγή ή να παράγουμε και αύριο το λίπασμα είναι στο κατάστημα για να πωληθεί στον αγρότη». Χρειάζονται διαδικασίες μηνών, με τεράστιες κεφαλαιακές ροές. Εάν υπάρχει αποθάρρυνση λόγω ακριβώς της ακατανόητης απόφασης να μην υπάρχει εθνικό νομοθετικό πλαίσιο, τότε είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν ελλείψεις, θα ανέβουν οι τιμές, ο αγρότης θα αγοράσει ακριβότερα λιπάσματα και ο καταναλωτής θα πληρώσει ακριβότερα τρόφιμα. Το 50% της παραγωγής τροφίμων παγκοσμίως έχει άμεση συσχέτιση και επίδραση με την τιμή των λιπασμάτων», ξεκαθάρισε.

Όσον αφορά στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στα λιπάσματα, ο κ. Δ. Ρουσσέας σημείωσε ότι είναι ήδη πολύ ψηλά κι εξέφρασε την «ελπίδα του», όπως είπε χαρακτηριστικά, «να μην υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωσή τους. Το ζήτημα δεν είναι πλέον εάν θα είναι ακριβά ή φθηνά, αλλά εάν θα υπάρχουν λιπάσματα», υπογράμμισε.

Πλήγμα στις ελληνικές εξαγωγές και τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις

Όπως εξήγησε η διοίκηση του ΣΠΕΛ, το ζήτημα ανέκυψε με την θέση σε ισχύ από τις 16 Ιουλίου φέτος του νέου Ευρωπαϊκού Κανονισμού για τα λιπάσματα. «Ο προηγούμενος Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2003/2003, που ίσχυε την τελευταία 20ετία, όριζε τον τρόπο που κυκλοφορούν τα Ανόργανα Λιπάσματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% των λιπασμάτων που κυκλοφορούν στην Ελληνική Αγορά. Ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός, αντίθετα με τον προηγούμενο, δεν προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή του, αλλά δίνει τη δυνατότητα στα Κράτη Μέλη να κυκλοφορούν προϊόντα λίπανσης είτε με βάση τον ίδιο τον Κανονισμό ΕΕ 1009/2019, είτε με βάση την Εθνική τους Νομοθεσία. Αυτήν την δυνατότητα αξιοποίησαν χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Πολωνία, όχι όμως και η Ελλάδα», τόνισαν.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όλα τα προϊόντα λίπανσης θα πρέπει να πιστοποιηθούν με βάση το νέο Κανονισμό από 9 φορείς πιστοποίησης σε όλη την ΕΕ. «Για τις μεγάλες εταιρείες ο νέος Κανονισμός είναι «βούτυρο στο ψωμί» τους καθώς δουλεύουν κυρίως με 30-40 προϊόντα κι έχουν το προσωπικό (regulatory) και τους πόρους να φέρουν εις πέρας την πρόσθετη γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτεί ο νέος Κανονισμός», τόνισε το μέλος του ΔΣ του ΣΠΕΛ, πρ. πρόεδρος, κ. Γιάννης Βεβελάκης.

Αντίθετα, οι μεσαίες και μικρές ελληνικές εταιρείες που έχουν 100-200 κωδικούς προϊόντων για να καλύπτουν εξειδικευμένες ανάγκες των Ελλήνων παραγωγών ανάλογα με την καλλιέργεια, το κόστος είναι πολύ υψηλό, ενώ χρειάζεται να συστήσουν ειδικό τμήμα για να φέρει εις πέρας την διαδικασία πιστοποίησης.

Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στο πλαίσιο της συνέντευξης τύπου – στην οποία μίλησε και το μέλος του ΔΣ του ΣΠΕΛ, κ. Γιώργος Πάκος και συντόνισε η γενική διευθύντρια του Συνδέσμου, κ. Φωτεινή Γιαννακοπούλου, ενώ παρέστη ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Αττικής – Πειραιώς, κ. Δημήτρης Μαθιός – μια ελληνική εταιρεία μπορεί να κάνει μείγμα (blend) λίπασμα, ενός τόνου, για τις ανάγκες ενός και μόνου παραγωγού. Εάν δεν υπάρχει εθνική νομοθεσία, αυτό θα πρέπει να το πιστοποιήσει απασχολώντας τουλάχιστον ένα υπάλληλο αποκλειστικά μ’ αυτή τη δουλειά και με δυσανάλογο κόστος, ενώ, ένα και μόνο στοιχείο του μείγματος να μεταβάλλει για να καλύψει τις ανάγκες ενός άλλου παραγωγού, τότε η διαδικασία της πιστοποίησης θα πρέπει να επαναληφθεί εκ νέου.

Επίσης, μεγάλο πλήγμα αναμένεται να δεχτούν και οι εξαγωγές των ελληνικών εταιρειών, που υπολογίζονται στα 300 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση (οι ελληνικές εξαγωγές κατευθύνονται κυρίως στα Βαλκάνια, την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή). «Όταν ένα λίπασμα κυκλοφορεί σε ένα κράτος – μέλος, πιο εύκολα εγκρίνεται από τις εθνικές νομοθεσίες των χωρών που είναι εκτός ΕΕ. Συνεπώς, μην έχοντας «εθνικά λιπάσματα», η χώρα μας χάνει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα», τονίστηκε στη συνέντευξη τύπου.

Ίδια η ποιότητα των λιπασμάτων

Ο πρόεδρος και τα μέλη του ΔΣ του ΣΠΕΛ διευκρίνισαν ότι «ο ΣΠΕΛ και τα μέλη του δεν είναι αντίθετοι με το νέο Κανονισμό της ΕΕ και έχουν ήδη μεριμνήσει για την εκπαίδευση των στελεχών των εταιρειών – μελών του. Προφανώς, όμως, χρειάζεται χρόνος, ευελιξία και η δυνατότητα επιλογών από πλευράς των επιχειρήσεων», ανέφεραν και χαρακτήρισαν την ΚΥΑ «αναγκαία για τη λιπασματοβιομηχανία, ώστε οι επιχειρήσεις να επιλέγουν ανάλογα με τις ανάγκες των Ελλήνων αγροτών ποια προϊόντα λίπανσης θα ακολουθήσουν την ευρωπαϊκή και ποια την εθνική νομοθεσία. Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα των λιπασμάτων είναι ίδια ανεξάρτητα με το νομοθετικό πλαίσιο που θα υιοθετηθεί».

Εκδόθηκε τελικά η ΚΥΑ

Επισημαίνεται ότι τελικά χθες εκδόθηκε η ΚΥΑ , η οποία, όμως, ισχύει μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, προθεσμία με την οποία διαφωνεί η διοίκηση του ΣΠΕΛ ζητώντας η διάρκεια της ισχύος της να είναι επ’ αόριστον.