Καθώς συνεχιζόταν η καταβαράθρωση της τουρκικής λίρας τη Δευτέρα στις διεθνείς αγορές (το νόμισμα έχει χάσει από την αρχή του χρόνου σχεδόν το μισό της αξίας του), η Τουρκία είναι πλέον βέβαιο πως περνά σε φάση που δεν θα μπορέσει μεσοπρόθεσμα να αναστρέψει τη ζημιά -και όλοι ανησυχούν για την έκταση που θα έχει η διάχυση του νέου κύκλου αναταραχής πέραν των τουρκικών συνόρων.

Δύο είναι οι βασικές διαστάσεις πάνω στις οποίες θα κριθεί η απάντηση: Άμεσα, η έκθεση των ξένων τραπεζικών ιδρυμάτων στην Τουρκία και, έμμεσα, το κλίμα αναδίπλωσης των επενδυτών εν γένει από τις αναδυόμενες οικονομίες και η επιτάχυνση της επιστροφής στις «σίγουρες οικονομίες», στις οποίες -επιπλέον- η νομισματική πολιτική έχει αρχίσει να επιστρέφει σε λιγότερο χαλαρά, προ κρίσης, πλαίσια.

Ειδικά το δεύτερο είναι εκείνο που εγκυμονεί τους κινδύνους για μία Ελλάδα η οποία, βγαίνοντας από τα προγράμματα στήριξης, είναι ούτως ή άλλως ευάλωτη σε κάθε τριγμό στις αγορές και θα πρέπει να κάνει πολύ προσεκτικά βήματα όταν χρειαστεί -αναπόφευκτα- να αντλήσει κεφάλαια αυτόνομα.

Η ακτινογραφία του προβλήματος

Όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χρειάστηκε προ ημερών να επικαλεστεί τον θεό για να εμψυχώσει τους Τούρκους, πολλοί απελπίστηκαν: Δεν ήταν μόνο σαν να επικαλείται ο... γιατρός την εύνοια του θεού πριν το χειρουργείο -κάτι που συνήθως δεν είναι καλό σημάδι- αλλά έκανε πολλούς να αμφιβάλλουν αν ο Τούρκος πρόεδρος ξέρει τι πρέπει να κάνει για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.

Στα λίγα, ωστόσο, που έχει δίκιο ο Ερντογάν είναι τα εξής: Η πορεία του τουρκικού ΑΕΠ είναι -προς το παρόν- πορεία ανάπτυξης, το δημόσιο χρέος είναι σχετικά χαμηλό (42,5% του ΑΕΠ), το έλλειμα επίσης (κάτω από 2%). 

Όμως, το βασικό πρόβλημα είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και, κυρίως, η εξάρτηση από ξένα κεφάλαια.

Αυτό είναι που έχει γίνει η αχίλλειος πτέρνα της τουρκικής οικονομίας στην παρούσα συγκυρία: Ο καλπάζων πληθωρισμός των τελευταίων μηνών αλλά κυρίως η υποχώρηση της τουρκικής λίρας χτυπούν ακριβώς εκεί την τουρκική οικονομία.

Η εξυπηρέτηση του δανεισμού σε ξένα νομίσματα που βαρύνει τις τουρκικές επιχειρήσεις καθίσταται όλο και δυσκολότερη με μία τουρκική λίρα που αποδυναμώνεται ραγδαία και, έτσι, πολλαπλασιάζεται «από το πουθενά» το ύψος των υποχρεώσεων -με όλους τους κινδύνους εσωτερικού ντόμινο που αυτό συνεπάγεται.

Το ίδιο ισχύει, βεβαίως, και για το τουρκικό Δημόσιο: Το κόστος δανεισμού της Άγκυρας από τις διεθνείς αγορές κινδυνεύει, αργά ή γρήγορα, να γίνει απαγορευτικό.

Αν υπήρχε ένα πεδίο στο οποίο σίγουρα η Άγκυρα μπορούσε να είχε αποτρέψει την έκταση της πίεσης που υφίσταται σήμερα, αυτό ήταν η νομισματική πολιτική. Και εκεί εντοπίζεται το σημείο χωρίς επιστροφή: Το μπλόκο του ίδίου του Ερντογάν σε υψηλότερα επιτόκια που θα φρέναραν τον πληθωρισμό πυροδότησε την ανησυχία από το εξωτερικό και έβαλε την τουρκική λίρα στον σημερινό φαύλο κύκλο, από τον οποίο πλέον η διέξοδος φαίνεται μακρινή.  

Το ρίσκο διάχυσης διεθνώς και η Ελλάδα

Από τα παραπάνω είναι προφανής ο πρώτος λόγος ανησυχίας για διάχυση στο εξωτερικό: Η αδυναμία εξυπηρέτησης τουρκικών δανείων στα ξένα τραπεζικά ιδρύματα γίνεται, έμμεσα, πρόβλημα εκείνων των ιδρυμάτων και δημιουργεί ρίσκο για πλήγμα στους ισολογισμούς τους. 

Αν και η πρώτη «σπασμωδική» ανησυχία εκδηλώθηκε τη Δευτέρα, με τις μετοχές ευρωπαϊκών τραπεζών να κλείνουν για αυτό το λόγο στο κόκκινο, τα πράγματα μοιάζουν καθησυχαστικά για την Ευρωζώνη. 

Οι μεγαλύτερες γερμανικές και γαλλικές τράπεζες δεν κινδυνεύουν ιδιαίτερα από την έκθεσή τους σε τουρκικά δάνεια, και σχετικά πιο «επικίνδυνα» επίπεδα έκθεσης έχουν μόνο τα τραπεζικά συστήματα Ιταλίας (λόγω της Unicredit) και ακόμη περισσότερο Ισπανίας (λόγω της BBVA). 

Ωστόσο, ο κίνδυνος αυτός δεν θεωρείται επαρκής ώστε να κλονίσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα -ούτε συνολικά, ούτε καν ειδικά για την ισπανική BBVA, η οποία στην χειρότερη περίπτωση θα χρειαζόταν μεν να διαγράψει δισεκατομμύρια απαιτήσεων από την Τουρκία αλλά όχι σε βαθμό που θα απειλούσε την ύπαρξή της.  

Οι περισσότερες εκτιμήσεις θεωρούν πως στο χειρότερο τουρκικό σενάριο, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα κλονιζόταν μέχρι το σημείο που ο πυρήνας κεφαλαιακής επάρκειας (Tier 1) θα έπεφτε από το 14,2% στο 12,7% -πλήγμα, δηλαδή, διαχείρισιμο. 

Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας ωστόσο είναι αρκετά προβληματικότερος και πολύ πιο περίπλοκος: Το γενικότερο κλίμα υποχώρησης των επενδυτών από τις αναδυόμενες αγορές και ο σχετικός περιορισμός στις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Το τελευταίο είχε ήδη αρχίσει να καταγράφεται τους τελευταίους μήνες, καθώς η σταδιακή επιστροφή σε υψηλότερα επιτόκια στις μεγάλες οικονομίες είχε αρχίσει να κρατάει εκεί κεφάλαια που, κατά τη διάρκεια της «προσεκτικής» νομισματικής πολιτικής σε Ευρωζώνη και ΗΠΑ, είχαν στραφεί στις υψηλότερες αποδόσεις που υπόσχονταν οι αναδυόμενες οικονομίες (μία εκ των οποίων ήταν και η τουρκική). 

Αυτό αποτυπώνεται τις τελευταίες ημέρες και στην πορεία των υπόλοιπων νομισμάτων των αναδυόμενων οικονομιών, τα οποία έχει συμπαρασύρει η τουρκική λίρα: Από το αργεντίνικο πέσο και το ρωσικό ρούβλι μέχρι την ρουπία Ινδίας και το μεξικανικό πέσο, τα κόκκινα στις ισοτιμίες ήταν παντού. 

Οι απόψεις των οικονομολόγων στα διεθνή ΜΜΕ διίστανται για το κατά πόσο το πλήγμα θα επεκταθεί και στις υπόλοιπες αναδυόμενες οικονομίες, καθώς αρκετοί επισημαίνουν πως το εκρηκτικό τουρκικό μείγμα έκθεσης σε ξένο δανεισμό και προβληματικής νομισματικής πολιτικής δεν συναντάται σε άλλες σημαντικού μεγέθους αναδυόμενες οικονομίες.  

Ωστόσο, το γενικότερο κλίμα στις διεθνείς αγορές είναι που εγκυμονεί και τους βασικότερους κινδύνους ακόμη και για την Ευρωζώνη: Χαρακτηριστικό είναι πως τη Δευτέρα, μέχρι και τα ιταλικά ομόλογα δέχονταν πιέσεις και η ιταλική κυβέρνηση χρειάστηκε (όπως φάνηκε με τις δηλώσεις του επικεφαλής των Πέντε Αστέρων, Λουίτζι ντι Μάιο, τη Δευτέρα) να καθησυχάσει πως έχει τα μέσα να αντιμετωπίσει «κερδοσκοπικές πιέσεις» στις αγορές, όπως τις χαρακτήρισε. 

Προφανώς και αυτό το κλίμα είναι που πρέπει να ανησυχεί περισσότερο την Ελλάδα. Τα ελληνικά ομόλογα, όταν η Αθήνα βγει από τα προγράμματα, θα είναι ευαίσθητα σε κάθε αναταραχή (αυτό είχε φανεί μέχρι και την αρχή του καλοκαιριού, όταν αρκούσε η όλη ανησυχία για το ποιος θα γινόταν Ιταλός υπουργός Οικονομικών για να ανεβάσει τα ελληνικά spread). Ενδεικτικά, το κλίμα είναι τέτοιο που ακόμη και στο ελληνικό χρηματιστήριο τη Δευτέρα, οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών υποχώρησαν περισσότερο ακόμη και από τις ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν όντως έκθεση στην τουρκική οικονομία (η ιταλική Unicredit είχε κλείσει 2,58% χαμηλότερα και η ισπανική BBVA 3,23%, δηλαδή υποχώρησαν λιγότερο από τις μετοχές των -ασφαλών από την Τουρκία- ελληνικών τραπεζών).