Πρωταθλήτρια χώρα στην αύξηση των φόρων αναδεικνύεται η Ελλάδα, καθώς τα φορολογικά έσοδα εμφάνισαν την υψηλότερη άνοδο ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2007 - 2017.

Σύμφωνα με την Έκθεση Revenue Statistics 1965-2017 του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα για την περίοδο των Μνημονίων, καταγράφεται αύξηση φόρων κατά 7,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η χώρα μας εκτόξευσε τη φορολογική επιβάρυνση από το 32% του ΑΕΠ που ήταν το 2010 στο 39,4% του ΑΕΠ το 2017, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 34,2% του ΑΕΠ.

Οσον αφορά τη συμμετοχή των έμμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων η Ελλάδα κερδίζει και εδώ θλιβερή πρωτιά που αντανακλά τις μεγάλες αδικίες σε βάρος των εισοδηματικά ασθενέστερων.

Ειδικά το 2017, οι θεωρούμενοι ως πιο «άδικοι» έμμεσοι φόροι (επειδή πιέζουν ιδιαίτερα το εισόδημα των πιο πτωχών που έχουν ανελαστικές βιωτικές δαπάνες και καταναλώνουν όλα όσα έχουν) αυξήθηκαν υπέρμετρα εις βάρος των άμεσων φόρων. Οι φόροι επί των εισοδημάτων και των κερδών διαμορφώθηκαν στο 9% του ΑΕΠ και αποτελούσαν το 22,8% του συνόλου των κρατικών εσόδων, ενώ οι φόροι σε αγαθά κι υπηρεσίες έφτασαν στο 15,4% του ΑΕΠ ή στο 39,1% του συνόλου των φόρων. Στον αντίποδα, σε χώρες όπως η Γερμανία οι έμμεσοι φόροι αποτελούσαν το 26,2% εσόδων, στην Ισπανία το 29,1%, στη Γαλλία το 24,4% εσόδων και μόνον η Πορτογαλία από τις χώρες της Ευρωζώνης ξεπέρασε την Ελλάδα, καθώς οι έμμεσοι φόροι έφταναν στο 39,8% του συνόλου των εσόδων.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ακόμη ότι οι φόροι στην περιουσία εξαπλασιάστηκαν. Το 2010, αντιστοιχούσαν σε μόλις 0,2% του ΑΕΠ ή περίπου 600 εκατ. ευρώ. Το 2017 οι φόροι στην ακίνητη περιουσία είναι δέκα φορές πάνω ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,1%) ή έξι φορές πάνω σε απόλυτα μεγέθη στα 3,7 δις ευρώ. Στην ίδια θέση ως ποσοστό του ΑΕΠ συναντάμε το Βέλγιο, τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο.