Το σχέδιο της κυβέρνησης για τη ΔΕΗ θα παρουσιάσει την Πέμπτη στην διαρκή επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης, ο υφυπουργός Ενέργειας Γεράσιμος Θωμάς και ο πρόεδρος της Επιχείρησης Γιώργος Στάσσης.

Μάλιστα, θα επαναλάβει τα βασικά μέτρα που είχε εξαγγείλει στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης και θα προαναγγείλει την τιμολογιακή πολιτική, η οποία επισήμως θα αποφασιστεί την Παρασκευή στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΗ.

Η ενημέρωση της Βουλής θα πραγματοποιηθεί μετά από αίτημα του κ.Χατζηδάκη όπως ανέφερε στο briefing ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ο οποίος χαρακτήρισε τη ΔΕΗ μία “ωρολογιακή βόμβα”. Υπενθύμισε ότι πέρυσι η ΔΕΗ είχε δύο δισ ευρώ ανακεφαλαιοποίηση και πριν τις ευρωεκλογές είχε το ένα έβδομο. “Και αυτό γιατί η προηγούμενη κυβέρνηση δεν υιοθέτησε το σχέδιο της μικρής ΔΕΗ, προτίμησε μία κουτση ΔΕΗ” είπε και κατέληξε: “Η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να σώσει τη ΔΕΗ. Αυτό το αντιλαμβάνονται οι επενδυτές, όπως φαίνεται και από την αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας”.

ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΠ

«Η κατάργηση της έκπτωσης συνέπειας είναι αντίθετη σε κάθε επιχειρηματική λογική, δεδομένου ότι όλες οι επιχειρήσεις επιδιώκουν να επιβραβεύουν τους τακτικούς και συνεπείς πελάτες τους. Για ποιο λόγο, λοιπόν, η ΔΕΗ να στερηθεί αυτής της δυνατότητας; Γιατί η ΔΕΗ να κάνει ένα τέτοιο βήμα, όταν είναι βέβαιο ότι έτσι θα συνεχίσει να χάνει πελάτες και ότι θα ωφεληθούν περαιτέρω οι ανταγωνιστές της;» διερωτάται η ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ.

Όπως επισημαίνει, η συζήτηση για αυξήσεις και νέα τιμολόγια στη ΔΕΗ έχει «ανάψει» για τα καλά αλλά, για μια ακόμη φορά υπάρχει ο κίνδυνος να «χαθεί το μέτρο».

Σύμφωνα με τη ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, η αντιμετώπιση της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας στην οποία περιήλθε η μεγαλύτερη βιομηχανική επιχείρηση της χώρας εξαιτίας των στρεβλώσεων της αγοράς, είναι ζήτημα άμεσης προτεραιότητας και χρειάζεται προσεγμένα βήματα που θα της δώσουν την ευκαιρία να ξεπεράσει τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, χωρίς παράλληλα να δοθούν νέα προνόμια στους ιδιώτες παρόχους. «Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται μια αγορά με κοινούς κανόνες για όλους» σημειώνει.